Δεν όρισα αλλά «σφράγισα» την ταυτότητά μου μέσα απ’ τη σχέση μαζί σου.
Η απώλειά σου είναι πραγματική αλλά και συμβολική. Πραγματική, γιατί έφυγες. Ξεπέρασα όμως το στάδιο των ψευδαισθήσεων που χρειαζόμουν για να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Συμβολική η απώλειά σου, γιατί σήμανε την καταστολή της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Δυστυχώς, πρέπει ν’ αποδεχτούμε το μη αναστρέψιμο του θανάτου.
Χαίρομαι κι αναθαρρώ, βλέποντας να διοργανώνονται τόσες τιμητικές εκδηλώσεις για σένα!
Δεν θα ήθελα όμως να γίνεις ακόμη μια «επετειακή ημερομηνία»… Ούτε ξέρω πώς οι πενθούντες βρήκαν τόσο σύντομα τη δύναμη να επαναδραστηριοποιηθούν και δεν αναφέρομαι στις συναυλίες που ήταν και η επιθυμία σου να συνεχίζονται, ό,τι κι αν γίνει. Απλώς, αναρωτιέμαι πώς γίνεται να μιλούν εγκωμιαστικά για σένα, οι άνθρωποι που τους κοίταζες στα μάτια, την ίδια ώρα που υπέγραφαν τα Μνημόνια, σκλαβώνοντας τη Χώρα και το Λαό της κι ούτε καν ντράπηκαν απ’ την παρουσία σου και τον αγώνα που έδινες στα 87 σου χρόνια για να τους σταματήσεις!
Είμαι σίγουρη, ότι θα χαμογελάς με πικρία, γιατί ήξερες τους καιροσκόπους της εξουσίας και μέχρι πού μπορούν να φτάσουν, προκειμένου να έχουν έστω και την ελάχιστη προσωπική προβολή…
Δεν ξέρω ποιος είναι ο τρόπος να θρηνήσεις έναν άνθρωπο που έζησε πάνω από εκατό ζωές. Που «μπαινόβγαινε» από «ρωγμές του χρόνου», λες κι ήταν πόρτες του σπιτιού του και συνομιλούσε πότε με τον Πυθαγόρα και πότε με τον Μπετόβεν. Δεν υπήρχε χρόνος για σένα. Το ήξερες κι έπαιζες μαζί του.
Όσοι αγωνιστήκαμε δίπλα σου ως το τέλος κι όσοι σ’ αγαπήσαμε χωρίς ανταλλάγματα, μοιραστήκαμε το ίδιο Όραμα με σένα. Αυτό το Όραμα Μίκη μου, θα γίνει γνωστό στο λαό, μέσα απ’ τις Λέσχες σου, που ήταν δική σου επιθυμία να δημιουργηθούν. Ήξερες πώς να το διαφυλάξεις και είχες την ελπίδα ότι η σπορά σου θ’ ανθίσει. Μπορούν να το μοιραστούν μόνον όσοι άνθρωποι είναι πνευματικοί, με την έννοια της συνεχούς προσωπικής πνευματικής εξέλιξης. Αυτοί που δεν έχουν ως πρώτη επιλογή τα υλικά αγαθά και αυτοσκοπό την κατοχή μιας οποιασδήποτε θέσης εξουσίας.
Όσο για τα τραγούδια σου, θ’ ακούγονται σαν «ξόρκια», για να μην ξαναξυπνήσουν ποτέ, τ’ άσχημα όνειρα…
Όσο για μένα, θα φωνάζω δυνατά, κάθε στιγμή, με κάθε μου ανάσα, το όνομά σου, έτσι που να φοβηθεί ο Χρόνος ο ψεύτης και να μη σ’ αγγίξει ποτέ.
Θα σε ζητώ για πάντα, μ’ ακούς;
Χρυσούλα Ανδρέου
Θεσσαλονίκη 2/9/2022