Η πρώτη ταινία του 43χρονου Αμερικανού συγγραφέα και χεβιμεταλά Κρεγκ Ζάλερ
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στην πρώτη του ταινία Τσεκούρι από κόκκαλο, ο 43χρονος Αμερικανός συγγραφέας και χεβιμεταλάς Κρεγκ Ζάλερ, με εμφανείς «ταραντινικές» καταβολές, μοιάζει αρχικά να αποδομεί τους θρύλους της Άγριας Δύσης, στα χνάρια των σπαγγέτι γουέστερν.
Όλα ξεκινούν όταν ο έμπειρος σερίφης (Κερτ Ράσελ) πυροβολεί έναν παρείσακτο μεθύστακα, αναγκάζοντας την όμορφη γιατρό της φιλήσυχης κωμόπολης να σπεύσει νυχτιάτικα στη φυλακή, για να τον περιποιηθεί. Το επόμενο πρωί, τα άλογα, μαζί με τη γιατρό και όσους βρίσκονταν στη φυλακή έχουν εξαφανιστεί, ενώ ο νεαρός σταβλίτης βρίσκεται κατακρεουργημένος. Το αυτοσχέδιο βέλος βεβαιώνει δράση μιας απομονωμένης φυλής κανίβαλων τρωγλοδυτών, στη μακρινή Κοιλάδα των Πεινασμένων. Η ριψοκίνδυνη αποστολή διάσωσης αποτελείται από μια συντροφιά τεσσάρων καβαλάρηδων, τρεις αντιήρωες σωματοφύλακες, με τον σερίφη, τον ηλικιωμένο πολυλογά βοηθό του (Ρίτσαρντ Τζέκινς) και έναν κομψευόμενο γυναικά (Μάθιου Φοξ) και Ντ’Αρτανιάν έναν σακάτη, τον πληγωμένο σύζυγο της γιατρού (Πάτρικ Γουίλσον), που κουτσαίνει.
Εκτός από τον 65χρονο Κέρτ Ράσελ, εμβληματικό πρωταγωνιστή του Τζον Κάρπεντερ (Απειλή/1982), που χρησιμοποιήθηκε και απ’ τον Κουεντίν Ταραντίνο (Death Proof/2007, Μισητοί Οκτώ/2016), μια πληθώρα λεπτομερειών αναδύουν και ασυνήθιστα για γουέστερν στοιχεία, όπως στην ερωτική σκηνή η έγνοια του άντρα για την ικανοποίηση της συντρόφου του.
Απαλλαγμένος από τη σκηνοθετική στιλιστική του Ταραντίνο, με φλασμπάκ και εντυπωσιασμούς σε αργή κίνηση, όσο και από τους απέραντους ουρανούς των Χάουαρντ Χoκς και Τζον Φορντ, ο Ζάλερ αναδεικνύει ωμό ρεαλισμό. Ακολουθώντας την εδώ και μια δεκαετία τάση ανανέωσης του γουέστερν, που σηματοδοτήθηκε με το ατμοσφαιρικό Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Τζον Φορντ/2007 του Άντριου Ντόμινικ, υιοθετεί μια αισθητική φυσικών φωτισμών και ήχων, σε μια ρεαλιστική οπτική σκηνοθετικής λιτότητας. Οι καφετί αποχρώσεις στα έπιπλα και στα ρούχα, αλλά και οι σκονισμένοι χωμάτινοι δρόμοι αναδύουν μια «αυθεντική» διάσταση εποχής. Το θρόισμα ανέμου υπογραμμίζει την ησυχία μιας ταινίας που περιορίζει τη μουσική σε μετρημένες σκηνές. Μακριά από τη φετιχιστική χρήση νοσταλγικών τραγουδιών του ’70, σήμα-κατατεθέν του Ταραντίνο, ο Ζάλερ επιλέγει τις θλιμμένες συνθέσεις του Τζεφ Χέριοτ για μικρό σύνολο εγχόρδων, ανακαλώντας αντίστοιχη ενορχηστρωτική αντιμετώπιση με τους Νικ Κέιβ-Γουόρεν Έλλις, στη Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ, ενισχύοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης συγκεκριμένων σκηνών.
Η διάχυτη ειρωνεία ταραντινικών «εκτός θέματος» λογομαχιών και οι χιουμοριστικοί διάλογοι προκαλούν ακόμα και γέλιο. Το σπλάτερ ενισχύεται κυρίως μέσα από το ηχητικό πεδίο, με τα απόκοσμα ουρλιαχτά των κανιβάλων και τις διαπεραστικές κραυγές πόνου, σε αντίθεση με την υπερβολή αιματοβαμμένων σκηνών στον Ταραντίνο (Μισητοί Οκτώ/2016), που υπερτονίζει την ψευδαίσθηση της κινηματογραφικής σύμβασης, με χρήση εφέ.
Η αντίστοιχη με τον Κυνηγό/1987 του Τζον ΜακΤίρναν, κανιβαλιστική αισθητική συμπληρώνεται με τις σφυρίχτρες από ανθρώπινα κόκαλα, χαρακτηριστικό ανατριχιαστικής ωμότητας, ανάλογο με τα οργανικά όπλα στο existenz /1999 του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ. Η ρεαλιστική αίσθηση ολοκληρώνεται με τη σωματοποιημένη ερμηνεία των ηθοποιών, όπως στην οσκαρική Επιστροφή/2016 του Ινιαρίτου, αντιπαραβάλλοντας την αγριότητα των αυτοχθόνων, στις αφιλόξενες περιοχές της Άγριας Δύσης, έναν απέραντο «κρανίου τόπο», που χρειάστηκε την εκπολιτιστική παρέμβαση των λευκών…
Κλασικά στοιχεία της δραματουργικής δομής των γουέστερν ο χαρακτήρας του Σερίφη και η αντρική φιλία των πρωταγωνιστών, θυμίζουν τη συμβατική, μπολιασμένη με σύγχρονο ρεαλισμό γραφή του «κοενικού» ριμέικ παλιότερου γουέστερν με τον Τζον Γουέιν, Αληθινό Θράσος/2010.
Η υπερτονισμένη ευγένεια του Σερίφη απέναντι στον βοηθό του, δείγμα «λευκής» ανωτερότητας, λειτουργεί απαξιωτικά για τους «κακούς» κανίβαλους, που τους στιγματίζουν ακόμα και οι ινδιάνοι, κουστουρμαρισμένοι και με «εξευγενισμένη» ταυτότητα, ανάλογη της ανωτερότητας των λευκών. Έτσι, ο εκσυγχρονισμένος προοδευτικός αναθεωρητισμός που ενστερνίζεται αρχικά ο Ζάλερ, σκοντάφτει, επαναφέροντας παραδόξως το παλιομοδίτικο δίπολο «καλών» λευκών έναντι «κακών» πρωτόγονων, που διαμόρφωσε συλλογικά την εθνική αμερικανική συνείδηση, με εξαίρεση την ανατρεπτική αύρα πολιτικής αμφισβήτησης σκηνοθετών εποχής του Άρθουρ Πεν (Μεγάλο ανθρωπάκι /1970).
Στον αντίποδα λειτουργεί η εκλεπτυσμένη συμπεριφορά του κυνηγού κεφαλών απέναντι στον μαύρο σκλάβο, στο Τζάνγκο, ο Τιμωρός/2012, φόρο τιμής του Ταραντίνο στα σπαγγέτι γουέστερν, με σαφείς σχολιασμούς σχετικά με την εδραίωση του αμερικανικού πολιτισμού πάνω στην ατιμωρησία της γενοκτονίας των αυτοχθόνων και στην εκμετάλλευση των αφρικανών σκλάβων, αναδεικνύοντας την αυθαίρετη αναγκαιότητα καθιέρωσης νομοθεσιών για τη βία της επικράτησης του ισχυρού, στη μετεμφυλιακή Αμερική. Έτσι, έννοιες συνυφασμένες με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εθνική ανεξαρτησία έχουν πλέον ταυτιστεί με την αυτοδίκαιη πρωτοκαθεδρία μιας «δημοκρατικής» Αμερικής, σε ρόλο πλανητάρχη.
Σύγχρονα χαρακτηριστικά αυτού του μετα-μοντέρνου γουέστερν αποτελούν η ανατροπή της εικόνας ενός αντιήρωα σακάτη, αλλά και μια ειρωνική αναφορά στην έλευση του ηρωικού ιππικού, ως «από μηχανής θεού». Αντίστοιχα, η χρήση αναισθητικού και η αποφυγή ακρωτηριασμών επιβεβαιώνει τη νέα εποχή προόδου και επιστήμης της «πολιτισμένης» αμερικάνικης κοινωνίας, ως ανάχωμα στο αιματοβαμμένο χάος της Άγριας Δύσης, σε ένα σπλάτερ-γουέστερν, που ενδίδει σ’ αυτή τη «ρατσιστική» εντέλει υπεροχή.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου