Με το μάντρωμα των βουλευτών και την προωθούμενη «συναίνεση» δεν κρύβεται το καθολικό αδιέξοδο της χώρας
Η τριήμερη συζήτηση στη Βουλή για την ψήφο εμπιστοσύνης αν και δεν έκανε κανέναν σοφότερο, ωστόσο, άνοιξε ζητήματα ή ορθότερα επανέφερε στο προσκήνιο στοχεύσεις και σενάρια που είχαν αποσυρθεί στο παρασκήνιο, χωρίς ποτέ να έχουν ξεχαστεί.
Είναι δεδομένο ότι και αυτή η κοινοβουλευτική διαδικασία ήταν προκαθορισμένη και σημαδεμένη, εντασσόμενη σε μια επικοινωνιακή διαχείριση, από την πλευρά της κυβέρνησης, υπαρκτών αδυναμιών και αδιεξόδων. Παρά, όμως, το στημένο του παιχνιδιού, κάθε αντίστοιχη διαδικασία δίνει τη δυνατότητα έστω και σπασμωδικών πολιτικών συμπερασμάτων. Μπορεί, λοιπόν, η πολιτική να μη γράφεται εντός Βουλής, ωστόσο, κάθε τέτοια συζήτηση, όσο στημένη κι αν είναι αναδεικνύει θέματα που έχουν τη σημασία τους.
Είναι πλέον προφανές ότι η συγκυβέρνηση ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, έχοντας ως στόχο αφενός το μάζεμα των φυγόκεντρων δυνάμεων που εντείνονται στο εσωτερικό των κοινοβουλευτικών ομάδων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. και αφετέρου για να ξαναβάλει στην επικαιρότητα τη δική της ατζέντα. Μιλάμε, δηλαδή, για μια επικοινωνιακή διασφάλιση και «πιστοποίηση» της κυβερνητικής μακροημέρευσης. Και γνωρίζουν οι πάντες, πολύ καλά, ότι η ψήφος εμπιστοσύνης που εξασφάλισαν, μόνο τη μακροημέρευσή τους δεν εγγυάται. Αρκεί κανείς να θυμηθεί πώς μόλις λίγα εικοσιτετράωρα μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που πήρε ο Γιώργος Παπανδρέου, η κυβέρνησή του κατέρρευσε και ο Λουκάς Παπαδήμος ανέλαβε υπηρεσίες.
Και εδώ ακριβώς αρχίζουν οι αντιστοιχήσεις και οι παραλληλισμοί. Η απόπειρα μαντρώματος των δικών τους βουλευτών, με βάση την κοινωνική πραγματικότητα της καταστροφής, με βάση τη γενική απαξία του πολιτικού συστήματος, με βάση τα πραγματικά αδιέξοδα, μπορεί πρόσκαιρα και σε επίπεδο ψήφου να λειτουργεί, αλλά είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα βρει άλλες οδούς διαφυγής και εκτόνωσης της εντεινόμενης πίεσης.
Μπορεί οι βουλευτές να σύρθηκαν για μια ακόμα φορά στο κυβερνητικό μαντρί, αλλά η εκτόνωση εμφανίστηκε, έχοντας πρόσημο και στόχευση, παρά την προσπάθεια των ΜΜΕ η εν λόγω εκτόνωση να απονευρωθεί και να εμφανιστεί ως μια συμπληρωματική ή ακόμα και περιθωριακή πρόταση. Η επαναφορά της πρότασης για κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» και «εθνικής συναίνεσης» κάτι θυμίζει, αλλά πολύ περισσότερο κάτι δείχνει ξεκάθαρα.
Και ακριβώς αυτή η «ιδέα» είναι σίγουρο ότι σπρώχνεται από διάφορα κέντρα και δίνει τη δυνατότητα να στηθούν παιχνίδια, τα οποία μπορεί να εμφανίζονται τώρα τεχνηέντως ως μακρινά σενάρια, αλλά μόνο τέτοια δεν είναι. Η ανάγνωση αυτής της πρότασης, στο πλαίσιο που διαμορφώνεται, είναι διπλή. Από τη μια έχουμε ένα πολιτικό σύστημα που επιχειρεί με κάθε τρόπο τη διάσωσή του. Και αυτή η διάσωση για κάποιους βουλευτές που υπακούν στις παλαιοκομματικές λογικές και τακτικές μπορεί να είναι προσωπική διάσωση, αλλά είναι σίγουρο ότι ένα άλλο μεγάλο κομμάτι βουλευτών του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος επιλέγει τη διάσωσή του με πιο δυναμικούς όρους.
Και η πρόταση για κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» και «εθνικής συναίνεσης», όσο κι αν μοιάζει με μεγαλύτερη ή μικρότερη υπονόμευση των Σαμαρά και Βενιζέλου, διαμορφώνει όρους -όσο κι αν ακούγεται σήμερα τραβηγμένο- να τεθεί υπό την σκέπη των επικεφαλής της κυβέρνησης.
Αν σοβαρά λάβει κανείς υπ’ όψιν του τα πραγματικά δεδομένα που διαμορφώνονται στη χώρα και πολύ περισσότερο αν διαβάσει τον εκρηκτικό περίγυρο και τις επικίνδυνες γεωπολιτικές εξελίξεις που θα γίνονται πολύ πιο πιεστικές σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, μάλλον είναι δεδομένο ότι η «συναίνεση» θα έρθει στο προσκήνιο πολύ γρήγορα και με πολύ πιο πιεστικούς όρους προς κάθε κατεύθυνση. Μόνο τυχαίες δεν μπορούν να θεωρηθούν, από αυτή την άποψη, οι έντονες αναφορές του Α. Σαμαρά, χτες τα μεσάνυχτα στη Βουλή, στα εθνικά ζητήματα και το σκοτεινό διεθνή περίγυρο. Αναφορές που ουσιαστικά κράδαιναν τους γεωπολιτικούς κινδύνους σαν φόβητρο απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική αλλαγή στη χώρα.
Επιπλέον, ακόμα και μια διαπραγμάτευση του χρέους με τη Μέρκελ, υπό τους όρους που θα γίνει είναι φανερό ότι θα απαιτήσει «συναίνεση», θα απαιτήσει κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» και θα ξαναφέρει στην ημερήσια διάταξη τέτοιου είδους σενάρια και στοχεύσεις.
Την ίδια ώρα, δυσερμήνευτη παράμετρος εξακολουθεί να παραμένει ο λαϊκός παράγοντας και ποια μπορεί να είναι η αντίδρασή του. Με το λαό αμήχανο και δύσπιστο, με την κοινωνία στην άκρη, διευκολύνονται τα παιχνίδια διάσωσης του πολιτικού συστήματος. Αυτή την παράμετρο προσπαθούν να μετρήσουν και να υπολογίσουν όσοι προχωρούν σε προτάσεις επιβίωσης, αφού ξέρουν καλά ότι σε διαφορετικές συνθήκες, θα είχαν από καιρό σαρωθεί.
Με το λαϊκό παράγοντα να μην έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις, να μη δίνει τον τόνο της αντιπαράθεσης, ελπίζουν να ευδοκιμήσουν τα σενάρια μιας επιστροφής στην κανονικότητα. Αυτό τον όρο, όμως, κανείς δεν μπορεί να τον εξασφαλίσει με σιγουριά.
Το πρόβλημα της χώρας παραμένει πρόβλημα βαθιά πολιτικό και όχι αποκλειστικά οικονομικό. Το κενό εκπροσώπησης της κοινωνίας, η κατάρρευση του πολιτικού προσωπικού που οδήγησε στην καταστροφή είναι βασικά δεδομένα του προβλήματος. Αυτό το γνωρίζουν καλά και για αυτό επενδύουν κυρίως σε λύσεις πολιτικού χειρισμού και κατά βάθος, παρά τα όσα είπαν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης αυτές τις μέρες, καθόλου δεν ελπίζουν ότι με οικονομικούς χειρισμούς θα οδηγηθούν σε διέξοδο.
Από την άλλη μεριά, μόνο η προβολή μιας συνολικής πολιτικής πρότασης που θα λαμβάνει υπ’ όψιν όλους τους παράγοντες του σημερινού κοινωνικού και εθνικού αδιεξόδου μπορεί να οδηγήσει σε πραγματική λύση. Πραγματική λύση που δεν μπορεί παρά να έχει στο επίκεντρο τη συνολική ανάταξη της κοινωνίας και μια νέα θέση της χώρας.
Μ.Σ.