Την περασμένη Τετάρτη μια αναπάντητη κλήση στο κινητό προϊδέαζε για το κακό μαντάτο. Του Σταμάτη Μαυροειδή
Κι επειδή το «κακό» το μαθαίνεις γρήγορα, η επιβεβαίωση δεν άργησε να έρθει: ο τεχνοκριτικός Κώστας Σταυρόπουλος, ο «αιρετικός» αγωνιστής των Αριστεράς και των ιδεών της, έχασε την τελευταία μάχη. Ήταν 81 χρόνων, κι όμως έφηβος ώς την τελευταία του ώρα…
Το ξάφνιασμα από τη βία της είδησης που δεν θέλεις αρχικά να την πιστέψεις –αν και αναγγέλθηκε επίσημα από τα χείλη της αγαπημένης του συντρόφου Μίνας- σε σπρώχνει να τη διασταυρώσεις, ίσως και να την «πλουτίσεις» με αθέατες πτυχές απ’ τις ημέρες και τα έργα του φίλου που δεν γνώριζες. Όπως λοιπόν συνηθίζεται στους ηλεκτρονικούς καιρούς, δεν έχεις παρά να καταφύγεις στην ψυχρή μαρτυρία του υπολογιστή. Όμως κι εδώ τα πράγματα αποκαλύπτονται δύστροπα, αφού πληκτρολογώντας το όνομα του εκλιπόντα, οι βιογραφικές αλλά και οι γενικότερες πληροφορίες για το πρόσωπο και τη δράση του εμφανίζονται λιγοστές. Η είδηση του θανάτου απουσιάζει, το όνομά του δεν συγκαταλέγεται καν στον μακρύ (δημοσιοσχεσίτικο) κατάλογο των κριτικών και ιστορικών της τέχνης του αιώνα μας. Δεν πρόκειται για παθογένεια του μηχανήματος, για άγνοια του χρήστη, ούτε όμως και για συνωμοσία.
Ο Κώστας Σταυρόπουλος ήξερε ότι ήταν μόνος, μαζί με… εκατομμύρια άλλους μόνους όπως δήλωνε. Ένας απλός πολεμιστής της κριτικής, που αν εξαιρεθεί ένα μικρό διάστημα που «πρωταγωνίστησε» στο εικαστικό τοπίο, στο υπόλοιπο της ζωής έδρασε συνειδητά στην αθέατη πλευρά της ενεστώσας Ιστορίας. Κι εξηγούμαι με τα δικά του λόγια, τα οποία μπορεί να εκφωνήθηκαν για άλλους περιγράφουν όμως άθελά του, τη δική του προσωπικότητα και στάση: Έλεγε, λοιπόν, μιλώντας για το φίλο και συγκρατούμενό του Άρη Αλεξάνδρου: «η Ιστορία έχει τα δικά της αξιολογικά κριτήρια για το ποιος είναι πρωταγωνιστής και ποιος όχι, στη θεατρική σκηνή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Απ’ αυτά τα σημεία οράσεως επιλέγει και προβάλλει τους πρωταγωνιστές, έμπλεους στα εκτυφλωτικά φώτα της δημοσιότητας, ενώ μεταχειρίζεται τους δευτεραγωνιστές ως ανυπάκουους, υποσκάπτες και ύποπτους απέναντι στην κατεστημένη κοινωνική εξουσία.
»Τους τριταγωνιστές τους καταχωρεί στο λαό, συντηρητή κατά τ’ άλλα των κοινωνικών ιδεών, προορισμένους να συμμετάσχουν στις κρίσιμες στιγμές ανατροπής και στις υπόλοιπες φάσεις των κοινωνικών επαναστάσεων, με λόγο και θέσεις, όπως προσδιορίζονται από τη μακραίωνη ελληνική μυθολογία και την πλούσια πολιτισμική γεωμετρία.
»Το ευχάριστο, τελικά, είναι που η ιστορία αποσύρει τους πρωταγωνιστές, φέρνοντας στην επιφάνεια δευτεραγωνιστές, που έχουν καταθέσει ουσιαστικό έργο αδιάψευστου κριτικού στοχασμού και πολιτισμού.
»Έτσι βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Ιστορία χρησιμοποιεί τους πρωταγωνιστές ωσάν εφήμερο υλικό της, ως επί σκηνής τσιρκουλάνους του άμετρου κοινωνικού κομφορμισμού, ενώ πολλούς δευτεραγωνιστές τους δικαιώνει μετά από χρόνια κι άλλους μετά θάνατον έστω…».
Αν το παραπάνω απόσπασμα δεν βιογραφεί την αυθεντικότητα του προσώπου θα την συμπληρώσουμε με δυο-τρία σημαντικά: Η ζωή και η δράση συμπυκνώνεται σε τρία μέρη. Στην παιδική ηλικία ως τα 16 του χρόνια, στην ιδεολογική και πολιτική του περιπέτεια, δικασμένος σε βαριά ποινή από το 1948 έως το 1960, και στα 3 χρονιά φυλακής από την απριλιανή χούντα των συνταγματαρχών 1967-1970.
Το τρίτο μέρος περιέχει την 35χρονη περίοδο της ενεργούς δράσης του στο χώρο των εικαστικών τεχνών σαν θεωρητικού της τέχνης. Δεκαπέντε συνολικά χρόνια στη φυλακή για τις ιδέες, δικαιολογούν απόλυτα την πρόθεσή του «να πετάει πέτρες στον παράδεισο, για να αλοΐσουν τα νεκρά ψάρια αλλά και για να πάρουν τα άταφα όνειρα εκδίκηση…».
Δεν πλέκουμε κάποιο υπερβολικό εγκώμιο: Γράφουμε απλώς τα ελάχιστα για όσους δεν τον γνώρισαν. Ο Κώστας Σταυρόπουλος ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση, ένας αυθεντικός καπετάνιος με άμεσο, αλλά πάντοτε πλάγιο και αμφίσημο λόγο, λόγο οξυδερκή με απίστευτο χιούμορ. Δυστυχώς, η παρουσία του έπαψε πια να μας συντροφεύει. Όμως ο θάνατος δεν χωρίζει τους ανθρώπους, για όσο καιρό τουλάχιστον η μνήμη θα επιμένει να ανακαλεί τη μορφή και να τον θεωρεί παρόντα…