Η Αριστερά και η αλλαγή της ιστορικής περιόδου μετά τη δεκαετία του 1970
Η πορεία του αριστερού κινήματος στις ώριμες καπιταλιστικές χώρες έχει επηρεαστεί αρνητικά από τρεις ιστορικές εξελίξεις. Πρώτον, η οικονομική κρίση της Δύσης το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 σηματοδότησε αλλαγή της ιστορικής περιόδου. Υπήρξε βαθμιαία υποχώρηση των εργατικών κινημάτων που άνοιξε το δρόμο για την παγκοσμιοποίηση και το νεοφιλελευθερισμό. Η πλάστιγγα έγειρε προς την πλευρά του κεφαλαίου, το οποίο επωφελήθηκε στο έπακρο μέσω χαμηλότερης φορολογίας και παγώματος του εργατικού εισοδήματος. Αντιστράφηκαν οι τάσεις της «χρυσής» μεταπολεμικής εποχής και γιγαντώθηκε ξανά η ανισότητα.
Δεύτερον, το κέντρο βάρους του παγκόσμιου παραγωγικού κεφαλαίου μετατοπίστηκε προς την Κίνα και άλλες χώρες της Ασίας. Η άνοδος του ασιατικού καπιταλισμού έφερε το τέλος των θεωριών της εξάρτησης της δεκαετίας του 1960 και 1970. Ο αυτόχθων ασιατικός καπιταλισμός, παρά τα όσα συχνά πιστεύονται, στηρίζεται στον ενεργό και διευρυμένο ρόλο του κράτους. Στην Κίνα, η καπιταλιστική ανάπτυξη ενορχηστρώνεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, ένα κοινωνικό δίκτυο εβδομήντα εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν έχει τίποτα κοινό με την παράδοση του Λένιν.
Τρίτον, η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ το 1989-91 επιτάχυνε την ιδεολογική υποχώρηση του σοσιαλισμού. Τα σταλινικά καθεστώτα διαλύθηκαν χωρίς εργατική αντίδραση. Στα μάτια των πολλών ο σοσιαλισμός έχασε την αξιοπιστία του ως εναλλακτική πρόταση για την οργάνωση της κοινωνίας. Μικρή σημασία είχε ότι πλήθος αριστερών ρευμάτων από δεκαετίες είχαν καταγγείλει τον εκφυλισμό του οράματος των Μπολσεβίκων.
Οι εξελίξεις αυτές επέδρασαν στην ελληνική Αριστερά με ανισομερή τρόπο. Άργησε καταρχήν να γίνει αισθητή η αλλαγή της ιστορικής περιόδου, πράγμα όχι παράδοξο, αν αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα ουσιαστικά αντιμετώπισε δομική κρίση συσσώρευσης για πρώτη φορά το 2009. Η πολιτική επιρροή της Αριστεράς κατά τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης κάλυψε την υποχώρηση των σοσιαλιστικών ιδεών στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Όσο για την άνοδο του ασιατικού καπιταλισμού, η σημασία της δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί επαρκώς.
Η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, από την άλλη, είχε πολλαπλές επιδράσεις στην ελληνική Αριστερά. Εμφανίστηκε, για παράδειγμα, η άποψη ότι η κατάρρευση ήταν απόρροια αντεπανάστασης, η οποία κατέστρεψε τις ανώτερες εκείνες κοινωνίες. Η μεταθανάτια υπεράσπιση του «υπαρκτού» θεωρήθηκε ένδειξη ταξικής υγείας και ανατρεπτικής πρόθεσης. Για άλλους όμως η κατάρρευση επιβεβαίωσε όχι μόνο τις δικαιολογημένες αμφιβολίες τους για τα σοβιετικά καθεστώτα αλλά και για την ίδια την πρακτική του σοσιαλισμού τον 20ό αιώνα. Σε αυτό το υπόβαθρο γιγαντώθηκε ο ευρωπαϊσμός. Στην ακραία του μορφή μετέβαλε την Ευρώπη σε μία σχεδόν υπερβατική έννοια, το υποκατάστατο του εκλιπόντος σοσιαλιστικού ιδεώδους. Το πεδίο κοινωνικής και πολιτικής πάλης μετατοπίστηκε στη φαντασιακή αυτή Ευρώπη, πέραν των στενών εθνικών ορίων του ελληνικού κινήματος.
Η σκληρή πραγματικότητα της κρίσης
Η γιγαντιαία παγκόσμια κρίση που ξέσπασε το 2007 έφερε την ελληνική Αριστερά κατά πρόσωπο με την πραγματικότητα της τρέχουσας ιστορικής περιόδου, θέτοντας καθήκοντα που απαιτούν ανασύνταξη. Έγινε καταρχήν πασιφανές ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί ούτε προοδευτική ολοκλήρωση ούτε προνομιακό πεδίο πάλης. Απεναντίας, η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη είναι μηχανισμοί που υπηρετούν τα συμφέροντα του μεγάλου χρηματιστικού και βιομηχανικού κεφαλαίου σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Αναπαράγουν δε εγγενώς την αντίθεση κέντρου-περιφέρειας, χωρίς να υπάρχει αναβίωση της παλαιότερης διάστασης Πρώτου–Τρίτου Κόσμου. Το κυρίαρχο γερμανικό κεφάλαιο διαμορφώνει πολιτικές υπέρ των συμφερόντων του, οι οποίες αποδεικνύονται καταστροφικές για την περιφέρεια. Αναπόφευκτα η αξιοπιστία του ευρωπαϊσμού στην Ελλάδα καταρρακώθηκε, ενώ δικαιώθηκε η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην Ε.Ε.
Έγινε όμως επίσης φανερό ότι η τρέχουσα κρίση δημιουργείται και ενδογενώς από τον ελληνικό καπιταλισμό. Πρόκειται, βέβαια, για παγκόσμια κρίση, χαρακτηριστικό φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης του καπιταλισμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την παρούσα ιστορική περίοδο. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, στις ώριμες τουλάχιστον χώρες, διαπερνά πλέον τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό. Αυτός είναι και ο λόγος που η αναταραχή στην αγορά ακινήτων των ΗΠΑ μετεξελίχθηκε σε παγκόσμια οικονομική αναστάτωση. Η κρίση του χρηματιστικού κεφαλαίου έγινε κρίση του παραγωγικού κεφαλαίου, μεταμορφώθηκε σε κρίση του δημόσιου τομέα και απειλεί τώρα να ξαναγίνει κρίση των τραπεζών στην Ευρώπη και αλλού.
Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης η παγκόσμια κρίση διαμεσολαβήθηκε από τους μηχανισμούς του ευρώ. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000, οι περιφερειακές χώρες δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Γερμανίας, άρα παρουσίασαν τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Το αποτέλεσμα ήταν να συσσωρεύσουν γιγαντιαία χρέη, κυρίως ιδιωτικά, που ανακλούσαν υψηλή εγχώρια κατανάλωση και κερδοσκοπία σε ακίνητα, αλλά και δημόσια. Όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση, τα δημόσια χρέη της περιφέρειας μεγεθύνθηκαν λόγω της ύφεσης αλλά και της διάσωσης των τραπεζών. Ως εκ τούτου, εντάθηκε ο κίνδυνος εθνικής χρεοκοπίας καθώς και χρεοκοπίας των τραπεζών του κέντρου που είχαν δανείσει στην περιφέρεια.
Για το ελληνικό κεφάλαιο οι εξελίξεις αυτές ήταν καταστροφικές. Η στρατηγική που ακολούθησε κατά την τρέχουσα ιστορική περίοδο, δηλαδή αυτή της πλήρους ενσωμάτωσης στο σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, αποδείχτηκε παντελώς αποτυχημένη. Κατέληξε σε αποβιομηχάνιση, αδυναμία ανταγωνισμού, τεράστια συσσώρευση χρέους και απειλή χρεοκοπίας. Από θέσεως αδυναμίας η ελληνική άρχουσα τάξη αποδέχτηκε το Μνημόνιο, παρέδωσε μέρος της εθνικής της κυριαρχίας, επέβαλε σκληρότατη λιτότητα και υιοθέτησε μέτρα φιλελευθεροποίησης, τα οποία, αν περάσουν, θα καταβαραθρώσουν την εργασία για πολλά χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, ο τεράστιος όγκος του χρέους και η οικονομική καχεξία που δημιουργεί η λιτότητα προοιωνίζονται την αποτυχία της πολιτικής του Μνημονίου. Αργά ή γρήγορα, το ελληνικό κεφάλαιο θα βρεθεί αντιμέτωπο με την αδυναμία του να συμμετέχει αυτοδύναμα στην ΟΝΕ. Θα τεθεί τότε επί τάπητος το ζήτημα της αθέτησης πληρωμών του δημόσιου χρέους, αλλά και της εξόδου από το ευρώ.
Τι μπορεί και πρέπει να κάνει η Αριστερά;
Οι πολιτικές επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων θα είναι δραματικές, αν ληφθεί υπόψη η ήδη προχωρημένη απαξίωση του δικομματισμού. Η Ελλάδα φαίνεται να οδεύει προς νέα Μεταπολίτευση, μόνο που τώρα η κρίση δεν θα είναι πολιτική, όπως η κατάρρευση του μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, αλλά πρωτίστως οικονομική και κοινωνική. Λογικά, λοιπόν, αυτή θα έπρεπε να είναι η ώρα της Αριστεράς. Της δίνεται η ευκαιρία να αλλάξει όχι μόνο το πολιτικό σύστημα, αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Δυστυχώς όμως η Αριστερά παραδέρνει.
Στην πλευρά των ευρωπαϊστών υπάρχει κομφούζιο. Αρχικά αμφισβήθηκε η ίδια η ύπαρξη της κρίσης, για να προταθούν κατόπιν καινοφανείς θεωρίες περί πολλαπλών κρίσεων, εκ των οποίων μόνον η κρίση της εργασίας θα πρέπει να ενδιαφέρει την Αριστερά. Το πολιτικό συμπέρασμα είναι ότι χρειάζεται αντι-μνημονιακός αγώνας, που στην ουσία σημαίνει συνδικαλιστική πάλη με παράλληλη επιδίωξη πολιτικών συμμαχιών κορυφής. Υπάρχει δε ακόμα η ουτοπική προσμονή μιας «ευρωπαϊκής» λύσης που θα είναι υπέρ των εργατικών συμφερόντων.
Από πλευράς ΚΚΕ, η δικαίωση της διαχρονικής στάσης του ως προς την Ε.Ε. δεν έχει οδηγήσει σε επαρκή εκτίμηση της συγκεκριμένης μορφής της κρίσης. Πιστεύοντας ότι μένει πιστό στο μαρξισμό, έχει παραθέσει αφηρημένες αναλύσεις περί υπερσυσσώρευσης σε μια συγκυρία όπου η κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου παρέμεινε υψηλή ακόμη και το 2009. Διάλεξε να κάνει πολιτικό πρόταγμά του την αποδέσμευση από την Ε.Ε. με παράλληλο χτύπημα των μονοπωλίων και επιβολή «λαϊκής εξουσίας». Παρακάμπτει έτσι τις πιο συγκεκριμένες και καυτές πλευρές της κρίσης, δηλαδή το δημόσιο χρέος και το ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει εκλείψει η δυνατότητα δημιουργίας μιας Αριστεράς που θα μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση ανοίγοντας παράλληλα δρόμο προς το σοσιαλισμό. Το πρώτο ζητούμενο είναι να προσδιοριστεί το στρατηγικό πεδίο πάλης, το οποίο δεν είναι ούτε η ήττα του Μνημονίου ούτε η επιβολή «λαϊκής εξουσίας», όσο επιθυμητά κι αν είναι και τα δύο. Η λογική των πραγμάτων οδηγεί προς αθέτηση πληρωμών του δημόσιου χρέους και έξοδο από το ευρώ. Το αριστερό κίνημα θα πρέπει να παλέψει για να συμβούν με όρους που θα είναι υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, στρέφοντας έτσι την κοινωνική ισορροπία προς όφελος της εργασίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε μετωπική βάση στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Προϋποθέτει δε εκτενές πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, όπως δημόσια ιδιοκτησία επί των τραπεζών, αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, έλεγχο των ροών κεφαλαίου, κοκ.
Η ανασύνταξη της Αριστεράς, εν ολίγοις, μπορεί να συμβεί μέσω μεταβατικού προγράμματος, το οποίο θα έχει μετωπική βάση και θα στοχεύει στην παύση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να λύσει την κρίση, επιβάλλοντας μεταρρυθμίσεις υπέρ της εργασίας, ενώ παράλληλα θα προωθούσε την πάλη για το σοσιαλισμό.
Με κανέναν τρόπο, βεβαίως, δεν θα επιδιώκει το μεταβατικό πρόγραμμα την επιβολή απομονωτισμού ή την απομίμηση του «υπαρκτού» και του «σοσιαλισμού σε μία χώρα». Απεναντίας, θα κρατήσει την Ελλάδα ανοιχτή στα παγκόσμια οικονομικά δρώμενα, θέτοντας τις βάσεις για το σοσιαλισμό της εποχής μας. Όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Στάθης Κουβελάκης, ο εργατικός διεθνισμός είναι το αντίθετο του ευρωπαϊσμού. Η αθέτηση πληρωμών με πρωτοβουλία του λαϊκού κινήματος, για παράδειγμα, απαιτεί τη δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ) του δημόσιου χρέους. Από τη φύση της η ΕΛΕ θα έχει κινηματική διάσταση, που μπορεί να συνδέσει οργανικά τα εργατικά κινήματα της ευρωπαϊκής περιφέρειας και όχι μόνο. Η θεληματική έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, από την άλλη, θα έδινε αποφασιστικό χτύπημα στην παγκοσμιοποίηση, συμβάλλοντας στην αντιστροφή της διεθνούς κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Η κρίση έχει ξεκαθαρίσει το χαρακτήρα της τρέχουσας ιστορικής περιόδου. Δίνει την ευκαιρία στην ελληνική Αριστερά να διαμορφώσει λύση σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, που θα ανοίγει δρόμο για τη σοσιαλιστική αλλαγή. Μπορεί έτσι να γίνει ένα μεγάλο βήμα για την ανασύνταξη του παγκόσμιου κινήματος. Η ώρα της Αριστεράς είναι τώρα, αρκεί να υπάρξει θέληση.
* Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι καθηγητής οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.