Το 2023 φαίνεται ότι θα φέρει αυξανόμενη αστάθεια και εντεινόμενες αντιπαραθέσεις σε όλες τις κλίμακες. Τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και σε περιφερειακό. Παροξύνοντας συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή μας – μεταξύ αυτών κάποιες με κρίσιμες επιπτώσεις και για τη χώρα μας, που αφορούν τα υποσυστήματα των δυτικών Βαλκανίων: Κόσοβο / Σερβία / Αλβανία όσο και της Μ. Ανατολής: Συρία με τις δυνάμεις που συγκρούονται στο έδαφός της. Αλλά και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη χώρα μας. Με τον συνδυασμό των εντεινόμενων δυτικών πιέσεων με την επικίνδυνα κλιμακούμενη τουρκική απειλή που πρέπει να είναι προτεραιότητα (ή τουλάχιστον θα όφειλε να είναι) η αντιμετώπισή τους. Η φορά των πρόσφατων εξελίξεων θέτει σε σοβαρή διακινδύνευση την ακεραιότητα και την κυριαρχία Ελλάδας και Κύπρου, απειλώντας να συρρικνώσει περαιτέρω και σημαντικά τους όρους της υπόστασης του Ελληνισμού στο σύνολό του. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες γίνεται κρίσιμος δυσμενής παράγοντας, η κραυγαλέα διαφορά ανάμεσα στους πιεστικούς όρους της διαμορφούμενης πραγματικότητας και στις «απαντήσεις» που δίνει, και στο «μήκος κύματος που εκπέμπει» το εγχώριο πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, οι «ελίτ» της χώρας ευρύτερα. Στα όσα κάνουν αυτές οι «ελίτ» και στα άλλα που εκ συστήματος παραλείπουν, ακυρώνοντας δυνατότητες, αποδιαρθρώνοντας την κοινωνία και το κουράγιο της να αντισταθεί. Εξακολουθητικά κινούμενες μέσα στα όρια μιας αξεπέραστης (απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα ακόμα και τώρα μπροστά στο σημερινό οριακό σημείο) υποτελούς στάσης που δεν έχει πάψει να τις χαρακτηρίζει οργανικά. Το τοπίο πάει να διαμορφωθεί για την ώρα κάτω από το βάρος της ραγδαία εξελισσόμενης τουρκικής επεκτατικής επιθετικότητας σε όλο το τόξο Θράκη – Αιγαίο – Κρήτη – Ανατολική Μεσόγειος στη συρραφή του με το γεγονός ότι τους επόμενους μήνες Ελλάδα, Κύπρος και Τουρκία υπάρχουν εκλογές. Με ό,τι αυτό το τελευταίο επάγει σε πολλαπλά επίπεδα. Παραγωγή επιθετικότητας από το τουρκικό σύστημα εξουσίας. Αποπροσανατολισμό από τα κρίσιμα ζητήματα που θα έπρεπε να απασχολούν την κοινωνία, στην περίπτωση Ελλάδας και Κύπρου, αδυνατίσματος των κριτηρίων της και των όρων συγκρότησής της. Πολυφορεμένος αποπροσανατολισμός και εθισμός στην αποβλάκωση άλλωστε σε περιόδους εκλογών, πολύ περισσότερο στο παρόν κατάξερο από ελπίδα και πολιτική προοπτική πολιτικό τοπίο.
Είναι αναγκαίο να εστιάσουμε σε δύο γραμμές εξελίξεων του τελευταίου διαστήματος που διαμορφώνουν αιχμές του θέματος «τουρκική απειλή» όπως αυτές μπερδεύονται με τις γεωπολιτικές μανούβρες των διάφορων κέντρων της Δύσης. Των κέντρων εντός ΗΠΑ αλλά και όλων των ρηγματωμένων καταστάσεων της σε γενικευμένο κλονισμό ευρισκόμενης, Ευρώπης.
«Μυστική (από ποιούς;) διπλωματία»: Υπό γερμανική μπαγκέτα και με αμερικανική συναίνεση
Αναφερόμαστε στις ελληνοτουρκικές (μυστικές;) συνομιλίες της διευθύντριας του διπλωματικού γραφείου του Μητσοτάκη με τον Καλίν από τουρκικής πλευράς, υπό γερμανική εποπτεία. Τον διάλογο που έσπευσε να ανακοινώσει η γερμανική πλευρά ότι θα συνεχιστεί εντατικά. Εκ των πραγμάτων, και μόνο απ’ το ότι οι συνομιλίες γίνονται χωρίς προαπαιτούμενα κάτω από το καθημερινό κρεσέντο μιας άνευ ορίων τουρκικής επιθετικότητας που αξιώνει το μισό Αιγαίο, προκύπτει ότι αφορούν όλη τη γκάμα των τουρκικών αξιώσεων. Το σύνολο των κινήσεων του τελευταίου διαστήματος δείχνει προχωρημένο στάδιο συνεννοήσεων και μαγειρέματα που έχουν επίκεντρο ένα «μοίρασμα του Αιγαίου στη μέση». Την ίδια στιγμή άλλωστε, το ειδικότερο θέμα του αφοπλισμού των νησιών έχει «ωριμάσει» κι’ αυτό σε σημαντικό βαθμό. Το ελληνικό ΥΠΕΘΑ έφτασε προκαλώντας έντονες εσωτερικές αντιδράσεις (από στρατιωτικούς και διπλωματικούς κύκλους κυρίως), να αναφέρεται σε σκέψεις για αποστολή στην Ουκρανία ακόμα και των πυραύλων S-300 που έχουν αναπτυχθεί στην Κρήτη. Αν αφαιρέσει κανείς το άθλιο περιτύλιγμα κάποιων δήθεν «αντιπολιτευτικών» κραυγαλέα προσχηματικών κινήσεων, μια στοιχειώδης παρακολούθηση των όσων λέγονται και γίνονται στο εσωτερικό της χώρας, δείχνει την ευρύτατη συναίνεση του πολιτικού συστήματος ως προς την προώθηση μιας κάποιας φόρμουλας «Πρεσπών» στο Αιγαίο. Βεβαίως ασκούν την επίδρασή τους στην τροπή των εξελίξεων, δύο ζητήματα. 1) Οι πιέσεις για επίσπευση των σχετικών «διευθετήσεων» από μεριάς ξένου παράγοντα. Διακυβεύονται άλλωστε μείζονα ζητήματα που αφορούν μεταξύ άλλων τον έλεγχο ενεργειακών δρόμων προς την Ευρώπη και των πεδίων εξορύξεων υδρογονανθράκων της περιοχής. 2) Το πως θα γίνει η διαχείριση τυχόν εσωτερικών αντιδράσεων που θα μπορούσαν να περιπλέξουν την προώθηση των συμφωνουμένων. Αυτό το τελευταίο σε συνδυασμό και με την εσωτερίκευση από το εγχώριο πολιτικό σκηνικό, των ενδοδυτικών (κυρίως) ανταγωνισμών, φαίνεται ότι θα μορφοποιήσει σε μεγάλο βαθμό το σκηνικό εν όψει εκλογών και την όποια, αβέβαιη, αυτή τη στιγμή, κυβερνητική λύση ήθελε προκύψει. Πάντως είναι τέτοιες και τόσες οι πολυεπίπεδες αντιφατικότητες των επιδιώξεων σε όλα τα επίπεδα, που οι σχεδιασμοί δεν φαίνεται να προχωρούν απρόσκοπτα και δεν είναι λίγες οι «λύσεις» που θα καούν καθ’ οδόν.
Τα «12 μίλια» της Κρήτης: Άθλιος χατζηαβατισμός που ακυρώνει δυνατότητες και καταλήγει να αποθρασύνει τον νεο-οθωμανισμό
Το σκηνικό αποκαλύπτει για άλλη μια φορά άθλια, ανερμάτιστα παιχνίδια με ζωτικά ζητήματα της χώρας. Πρώτα ανοίγει συζήτηση –με σχετικές παρεμβάσεις Σαμαρά, Παυλόπουλου, αλλά και σε κάπως διαφορετικούς τόνους και του Τσίπρα– για την ανάγκη αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού στην Ανατολική Μεσόγειο με επέκταση των χωρικών υδάτων σε κάποια τμήματα της Κρήτης. Ο καθένας και άλλη «πρόταση». Τη σκυτάλη παίρνουν ημιεπίσημες κυβερνητικές τοποθετήσεις που κάνουν «παιχνίδι» με το ζήτημα. Δεν προωθείται όμως τίποτα και η τουρκική πλευρά αποθρασύνεται επεκτείνοντας τώρα το casus belli και στην Κρήτη με τις ΗΠΑ να κινούνται σταθερά σε γραμμή «βρείτε τα». Έχει παιχθεί τόσες φορές το έργο που μερικά συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα. Οι όποιες κινήσεις κατοχύρωσης των εθνικών συμφερόντων υπονομεύονται και τελικά ακυρώνονται περιοριζόμενες μέσα στα ασφυκτικά όρια της «λογικής» της υποτέλειας. Οι ιθύνοντες διαβάζουν «νεύματα» και αιωρούνται παρακολουθηματικά ανάμεσα στις μανούβρες των αντιτιθέμενων ξένων κέντρων. Στην περίοδο Τσίπρα ήταν ο διαρκής μετεωρισμός ανάμεσα σε ΔΝΤ-ΗΠΑ και ευρωκρατία, σήμερα γίνεται το ίδιο ανάμεσα σε Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Κογκρέσο.
Τις τελευταίες μέρες πλασάρεται μάλιστα η ακόλουθη γραμμή. Λένε: «Για τις ΗΠΑ φτάνει η στιγμή που θα πρέπει να κάνουν υπεύθυνα μια εκ των δύο επιλογών: Η θα υποστηρίξουν πλήρως την Ελλάδα απέναντι στη στρατιωτική απειλή της Τουρκίας ή θα επιβάλουν στην Ελλάδα παραχωρήσεις κυριαρχίας της για να κρατήσουν την Τουρκία σε ΝΑΤΟϊκή τροχιά». Τα πάντα εναποτίθενται στο που θα γείρουν οι ισορροπίες στις ΗΠΑ. Και επιπλέον με μια λογική του τύπου: «το κρίμα δικό τους, εμείς δεν μπορούμε να υπάρχουμε παρά ως παρακολουθήματα». Διαχέεται η απόλυτη υποτέλεια, μάλιστα μπροστά στο σημερινό οριακό σημείο που δείχνουν να εξωθούνται τα πράγματα. Μπροστά σ’ αυτό που οι ίδιοι κύκλοι αφήνουν να πλανάται ότι «έχουμε μπει σε τροχιά σύγκρουσης με την Τουρκία». Άλλωστε στο στήσιμο μιας τέτοιας γραμμής δεν παύει να ενυπάρχει πάντοτε και η τρομοκράτηση του κόσμου μήπως και αποδεχτεί τις προωθούμενες φόρμουλες απομείωσης της εθνικής ακεραιότητας και κυριαρχίας. Εντούτοις ακόμα και μέσα στο γενικό δυτικό προσανατολισμό της χώρας (ακόμα και αξιοποιώντας με πρωτοβουλία ακριβώς αυτή τη σημερινή ρευστότητα των διεθνών συνθηκών) θα μπορούσαν να γίνουν με ενεργητικότητα αυτονόητα πράγματα (που πάντως «απαγορεύει» στο υποτελές εγχώριο πολιτικό προσωπικό ο ξένος παράγοντας). Ανάμεσά τους η επέκταση των χωρικών υδάτων της Κρήτης, το κλείσιμο των γραμμών των κόλπων, η κατ’ αρχήν οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ και βέβαια πρώτα απ’ όλα η πολιτική προετοιμασία και η συγκρότηση της κοινωνίας προκειμένου να υποστηριχθούν οι αναγκαίες κινήσεις προάσπισης της χώρας.
Και τώρα σε ρυθμούς «εκλογικούς». Ή αλλιώς «των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν» (*)
Τα πράγματα βέβαια κινούνται στον αντίποδα των όσων απαιτούνται. Πρώτα απ’ όλα ακόμα και η ίδια η προκήρυξη των εκλογών ετεροκαθορίζεται με το βλέμμα στραμμένο στις κινήσεις Ερντογάν. Δείχνει να εντάσσεται σε ένα κλίμα εξοικείωσής μας με την ιδέα μιας δορυφοροποίησης της χώρας περί την Τουρκία. Γιατί άραγε δεν θα μπορούσε αντ’ αυτού να υπάρχει μια συνεκτική πολιτική γραμμή και συνεννόηση που θα κάλυπτε επαρκώς τη μεταβατική περίοδο των εκλογών; Γιατί είναι έτσι στημένο το εσωτερικό παίγνιο ώστε αυτή τη στιγμή να εκπέμπει «κενό εξουσίας»; Για να μην μιλήσουμε για τη διαφαινόμενη ομηρία του πολιτικού συστήματος με «κορυφή του παγόβουνου» τις υποκλοπές. Ποιοί τελικά καθορίζουν τις κινήσεις μιας χώρας όπου ξένα κέντρα παρακολουθούν κρίσιμους κρίκους συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής της ηγεσίας;
Ή μήπως δεν είναι μεθοδευμένη η αφασία της αντιπολίτευσης που «κάνει ότι δεν ακούει καν τις ειδήσεις». Με όλη αυτή την αποβλακωτική κοροϊδία περί της «αλλαγής» που τάχα έρχεται, και με όλη τη δική της συμμετοχή στο άθλιο παίγνιο των υποκλοπών. Όταν η μόνη συμβολή της εξαντλείται στη συσκότιση των πραγματικών όρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και στον ανταγωνισμό της με την κυβέρνηση γύρω από το ποιός επιδοματοποίησε ή θα επιδοματοποιήσει «με περισσότερο κοινωνικό(!) πρόσημο» την κοινωνία που όλοι μαζί φτωχοποιούν και εξαχρειώνουν. Και όταν τα μυαλά τους –κυβερνητικών και αντιπολιτευόμενων– γενικά είναι στις λίστες και τις ανακατατάξεις των κουκιών που έχει φέρει η πρόσφατη απογραφή ενός διαρκώς απομειούμενου πληθυσμού.
Καθόλου τυχαία η «επόμενη μετά τις εκλογές μέρα» εμφανίζεται όλο και πιο αβέβαιη, μεταβατική και ασταθής. Βασιλεύει ο τυχοδιωκτισμός μέσα σε κενό ελπίδας για την όποια πολιτική προοπτική. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η συμβολή μας πρέπει να κινείται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των κοινωνικών αντιστάσεων και της αναγκαίας όσο ποτέ άλλοτε αλλαγής συνειδήσεων.
(*) Σε κάπως ελεύθερη μετάφραση: «Ενώ καίγονται τα σπίτια μας, εμείς «άλλα τραγούδια λέμε»