Εντελώς συμπτωματικά, το φετεινό Γιουροβίζιο ανέδειξε νικητή το Ισραήλ (ευτυχώς που δεν διαγωνίζεται η Σαουδική Αραβία, διότι τότε, φαντάζομαι ότι ο δουλοπρεπής αμερικανισμός της «Ευρώπης» θα διχαζόταν επικίνδυνα). Και όχι μόνο αυτό: αλλά ανέδειξε το Ισραήλ με μια τραγουδίστρια σύστοιχη προς την πολιτική που το τελευταίο ασκεί στη Μέση Ανατολή: θρασύτατη, αλλοίθωρη, κακάσχημη. «Δεν είμαι το παιχνίδι σου, δεν είμαι το παιχνίδι σου». Εν μέσω κακαρισμάτων. Και με μια παρεκβατική επίκληση στη Wonder Woman –πονηρό κλείσιμο του ματιού στις γνωστές σιωνιστικές κορώνες της ηθοποιού Gal Gadot. ΄Οντως, πρόκειται για πολιτική δήλωση. Με τη διαφορά ότι η κακάσχημη Netta-Σκέτα κομίζει Γλαύκα εις Αθήνας: από σύστασεώς του, το Γιουροβίζιο δεν αποτελεί παρά μία συγκεκαλυμμένη πολιτική δήλωση, μία χαρτογράφηση των γεωπολιτικών ισορροπιών και της εξωτερικής πολιτικής των διαγωνιζομένων μελών-κρατών. Απ’ αυτήν την άποψη, θα συμφωνήσω, δεν πρόκειται καθόλου για «πανηγυράκι». ΄Οταν παρακολουθούμε τον «ευρωπαϊκό» διαγωνισμό τραγουδιού, θα πρέπει πάντοτε να κρατάμε μολύβι και χαρτί.
Πλην όμως, μονάχα απ’ αυτήν την άποψη. Διότι όταν η συζήτηση εξωκείλει προς αισθητικές εκτιμήσεις, τότε εξαγριώνομαι κυριολεκτικά. Τα τραγούδια είναι επεικώς απαράδεκτα –πανομοιότυπα, σειραϊκά και μορφολογικώς υποανάπτυκτα: ένα κουπλέ, ένα ρεφρέν, δεύτερο κουπλέ, ξανά ρεφρέν. Κι αμέσως μετά: ρεφρέν, ρεφρέν, ρεφρέν, δεκαπέντε φορές ει δυνατόν, ηχητικό μαστίγωμα του ακροατή, μπας και μείνει κάτι στ’ αυτί του. Μα τι τα θες, η μελωδία είναι τόσο στοιχειώδης, τόσο πενιχρή σε εναλλαγές, που αρχίζει το επόμενο τραγούδι και την έχεις ήδη ξεχάσει. Οι ενορχηστρώσεις, το ίδιο: κλωνοποιημένες, χωρίς φαντασία, μαγειρεμένες εξ ολοκλήρου στο PC και δουλικά υποταγμένες στο beat. Οσο για τους στίχους, αρκεί να παραπέμψω στα προκαταρκτικά κακαρίσματα της Netta.
Το λοιπόν, στα τσακίδια με το Γιουροβίζιο σας. Δεν σπούδασα εγώ δεκαπέντε χρόνια μουσική, για να μου γανιάζετε εσείς τ’ αυτιά και να μου διαφθείρετε τη νεολαία, που ιδροκοπώ για να της φτιάξω μουσικό αισθητήριο. Ούτε μπορώ να ανεχτώ άλλο το γελοίο επιχείρημά σας ότι το Γιουροβίζιο «πουλάει» και έχει «υψηλή τηλεθέαση». ΄Ενα φονικό έχει επίσης υψηλή τηλεθέαση –αυτό όμως δεν σημαίνει ότι συνιστά αφ’ εαυτού του μορφωτικό ή αισθητικό αγαθό. Και οι οίκοι ανοχής «πουλάνε» επίσης –αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι θαμώνες τους δεν θα επιθυμούσαν, κατά βάθος, κάτι καλύτερο: μια ερωτική σχέση, ας πούμε, που θα κάλυπτε ολόπλευρα και βαθύτερα τις ανάγκες τους. Αν καταφεύγουμε στους οίκους ανοχής, δεν είναι απαραίτητα επειδή μας «αρέσει»: μπορεί απλώς να σημαίνει ότι είμαστε φαντάροι, και δεν έχουμε να καταφύγουμε πουθενά αλλού. Αντιστοίχως, αν τρώμε συνέχεια ραδίκια, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα ραδίκια «πουλάνε». Μπορεί απλώς να σημαίνει ότι άλλα, νοστιμότερα φαγητά, μας έχουν εξ ορισμού απαγορευθεί.
Γνωρίζω το αντεπιχείρημα. «Αν δεν σου αρέσει η Eurovision, να μην τη βλέπεις». Πράγματι, δεν τη βλέπω. Ούτε φέτος, ούτε ποτέ. Ζω εδώ και επτά χρόνια χωρίς τηλεόραση. Και δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ψυχαγωγικό υπερθέαμα είναι να κοιτάς τη ζωή χωρίς οθόνες.