Όσο πλησιάζουν οι εκλογές, τόσο και φουντώνει η συζήτηση στο πολιτικό σύστημα για τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη με έκτακτη νομοθετική ρύθμιση. Η πρόταση νόμου της Ν.Δ. βασίζεται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος θέτει ως προϋπόθεση έγκρισης της συμμετοχής στις εκλογές, «η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Παράλληλα και ενισχυτικά με την παραπάνω πρόβλεψη, και για την αξιολόγηση αυτής, «λαμβάνεται, ιδίως, υπ’ όψιν τυχόν καταδίκη μελών του κόμματος ή της πραγματικής ηγεσίας του στα αδικήματα του προηγούμενου εδαφίου». Υπεύθυνος για τον έλεγχο των παραπάνω προϋποθέσεων είναι ο Άρειος Πάγος. Στο φόντο του σκανδάλου των υποκλοπών το κυβερνών κόμμα και ο Κ. Μητσοτάκης θέλουν να εμφανιστούν ως υπερασπιστές της θεσμικής νομιμότητας και καλούν και τα υπόλοιπα κόμματα να υπερψηφίσουν τη ρύθμιση αυτή στέλνοντας ένα μήνυμα ενότητας του «δημοκρατικού τόξου».
Ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνώντας επί της αρχής με την αναγκαιότητα νομοθετικού μπλόκου στη συμμετοχή του κόμματος του Κασιδιάρη στις εκλογές, καταθέτει τη δική του πρόταση. Μια πρόταση που είναι χειρότερη από αυτή της Ν.Δ. αφού δεν περιορίζεται μόνο στα φασιστικά ή νεοναζιστικά πολιτικά μορφώματα. Συγκεκριμένα προτείνει ότι «Δεν έχουν δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών πολιτικά κόμματα η οργάνωση και δράση των οποίων δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά την έννοια του Συντάγματος και ως τέτοια ορίζονται είτε: α) κόμματα των οποίων οι καταστατικές διατάξεις ή ιδεολογικές διακηρύξεις ή η πολιτική δράση προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία κατά την έννοια του αντιρατσιστικού νόμου. […] είτε β) στα κόμματα που ο επικεφαλής ή μέλος οργάνου διοίκησης των οποίων έχει καταδικαστεί, ακόμα και πρωτοδίκως, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 (εγκληματική οργάνωση) και 187Α (τρομοκρατικές πράξεις, τρομοκρατική οργάνωση) του Ποινικού Κώδικα». Ο ΣΥΡΙΖΑ το ομολογεί ανοιχτά: ο εχθρός του πολιτεύματος είναι ο «εθνολαϊκισμός». Και έτσι βρίσκει την ευκαιρία, με αφορμή το κόμμα Κασιδιάρη, να γενικεύσει το ζήτημα και να προτείνει μια διάταξη που θα έχει προληπτικό κατασταλτικό χαρακτήρα σε όσους εν δυνάμει θεωρεί το πολιτικό σύστημα επικίνδυνους. Και βέβαια δεν διευκρινίζει ο ΣΥΡΙΖΑ το ποιος θα αποφασίζει για όλα αυτά. Και προσθέτει και το «πρωτοδίκως» αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να τεθεί μελλοντικά ο εν λόγω περιορισμός σε πρόσωπα ή και οργανώσεις που ενδεχόμενα κριθούν τελεσίδικα αθώοι για τις πράξεις που τους αποδίδονται. Τόσος σεβασμός στο Σύνταγμα, στη Δικαιοσύνη και στη δημοκρατία από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετοι οι δικηγόροι Κ. Παπαδάκης και Θ. Καμπαγιάννης
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοποθετήσεις των δικηγόρων Κ. Παπαδάκη και Θ. Καμπαγιάννη που συμμετείχαν στην πολιτική αγωγή της δίκης της Χρυσής Αυγής και εκφράζουν ισχυρές διαφωνίες.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Θ. Καμπαγιάννη, η διάταξη που αφορά τον ουσιαστικό έλεγχο των κομμάτων από των Άρειο Πάγο, έχει τέσσερα σημαντικά κενά: α) Η αναφορά σε ποινική καταδίκη «μελών του κόμματος» εγείρει το ζήτημα πώς θα γνωρίζει ο Άρειος Πάγος ποιος είναι μέλος του διερευνώμενου κόμματος και ποιος όχι (τα κόμματα τώρα προσκομίζουν κατάλογο υποψηφίων και όχι μελών). β) Τα αδικήματα στα οποία αναφέρεται η διάταξη δεν σχετίζονται απαραίτητα με τη δράση στο πλαίσιο του κόμματος, φτάνουν δε να αφορούν μέχρι και κάθε περίπτωση αδικήματος για το οποίο επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης. γ) Το νομοθετούμενο κώλυμα επί τη βάσει ποινικής καταδίκης ισχύει διά βίου, καθώς απαλείφεται ο χρονικός περιορισμός που περιέχεται στην ισχύουσα διάταξη. δ) Η αναφορά ότι «τυχόν καταδίκη λαμβάνεται υπ’ όψιν» την καθιστά μη δεσμευτική. Δίνεται δηλαδή η δυνατότητα στον Άρειο Πάγο να αποφασίσει με δύο μέτρα και δύο σταθμά ανάλογα με το διερευνώμενο κόμμα, χωρίς η κρίση να έχει αντικειμενικό έρεισμα». Οι παραπάνω λόγοι, οδηγούν τον Θ. Καμπαγιάννη στο συμπέρασμα ότι «κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να στηρίξει τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, που αντί για δημοκρατική ευαισθησία επιδεικνύει τον γνωστό κυνισμό της και επιδίδεται σε εκλογομαγειρέματα εξήντα μέρες πριν από την προκήρυξη των εκλογών».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Κ. Παπαδάκης που καταλήγει στο συμπέρασμα πως για το αντιφασιστικό και δημοκρατικό κίνημα, η «μόνη ικανή ανεκτή συνταγματικά ρύθμιση είναι εκείνη η οποία θα αποκλείει από τις εκλογές πρόσωπα και κόμματα τα οποία συνδέονται με συγκεκριμένα εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή των άρθρων187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο (εφόσον αυτό προκύπτει από το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης) και ο αποκλεισμός των κομμάτων και των προσώπων αυτών από το δικαίωμα εκλέγεσθαι σε όλη τη διάρκεια της ποινής που εκτίουν, εφόσον σε αυτήν δεν έχει χορηγηθεί αναστέλλουσα δύναμη ενόψει έφεσης. Και όχι η γενική της εφαρμογή σε καταδικασθέντα για διάφορα ποινικά αδικήματα πρόσωπα ή η επέκτασή της σε άλλα κόμματα που να ανοίγει τον δρόμο για τον αποκλεισμό τους στα γνωστά αντιδραστικά πλαίσια εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό και τη θεωρίας των δύο άκρων».
Ακραίο κέντρο εναντίον «εθνολαϊκισμού»
Το ακραίο κέντρο (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ. ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ) χρησιμοποιεί τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, την ελευθερία του λόγου, τους θεσμούς, τον όψιμο αντιφασισμό ως φύλλο συκής των διαρκών αντιδημοκρατικών του εκτροπών. Το καθεστώς άρσης της λαϊκής κυριαρχίας είναι ο πραγματικός στόχος του πολιτικού συστήματος. Τώρα οι εκλογικές σκοπιμότητες οδηγούν στο και πέντε να πάρουν μέτρα εναντίον του κόμματος Κασιδιάρη, με τις διατάξεις που εισηγούνται όμως ανοίγουν τον δρόμο για μελλοντικές εκτροπές, με συνταγματικά νομιμοποιημένο μανδύα (με τη βούλα του Αρείου Πάγου) που στο στόχαστρο θα έχουν τον εχθρό λαό, και τις ριζοσπαστικές εκφράσεις αμφισβήτησης της κοινωνίας, αυτού που ονομάζουν απαξιωτικά «εθνολαϊκισμό» της κοινωνίας.