Καλημέρα πελάτες του ταξιτζή του Δρόμου. Μωρέ καλά τα ’λεγα εγώ «οι καλές ημέρες του κινήματος είναι πίσω»! Τότε που κυνηγάγαμε το Βαγγέλα το Γιαννόπουλο στο Ζάππειο και μαζί και τους αστυνόμους και είχαμε τα πηλήκιά τους για λάφυρα. Όχι τώρα, που γυρίζουμε σε εποχές αστυνομοκρατίας.
Είδατε τι τραβάνε οι κάτοικοι της Κερατέας, οι αγρότες των Σερρών και οι απεργοί γιατροί! Το κίνημα του Δεν πληρώνω πρέπει να νικήσει (καλύτερα ταξιτζής τζαμπατζής, παρά νταβατζής, κύριε Ρέππα μου)! Και την υπογραφή σας και την ψήφο σας να ξέρετε που τη βάζετε πελάτες μου, γιατί ουδέν λάθος αναγνωρίζεται κατόπιν». Γκέγκε;
Πάμε τώρα στην ιστοριούλα μας…
Η κυρία στέκεται στην Ασκληπιού και ο συνοδός της μου κάνει νεύμα να σταματήσω. «Ορίστε», του λέω. «Την κυρία μέχρι το Γαλάτσι». «Οκ», του λέω. «Εδώ, εδώ αριστερά στρίψε» μου λέει η κυρία. «Μα εδώ κυρία είναι μονόδρομος». «Εγώ θέλω αριστερά από Κομνηνών». «Ναι, αλλά η Κομνηνών είναι πίσω πια»! «Εντάξει προχώρα, μη μου χαλάσεις τη διάθεση»! «Περάσατε καλά;» της λέω με νόημα. «Ε, είπαμε λίγο κρασάκι στο Κολωνάκι», μου λέει. «Ακούς εκεί», μου λέει ξαφνικά και με ξαφνιάζει. «Τι έγινε;», της λέω. «Να, παραγγείλαμε δύο ποτήρια κρασί και πόσο λες μας τα χρέωσε»; «Πόσο»; «Έξι ευρώ το ποτήρι»! «Ε, πληρώνεις και Κολωνάκι», της λέω. «Να το βράσω», μου λέει «και μας τα ’φερε και χωρίς ξηρούς καρπούς»! «Μωρέ μπράβο», της λέω. «Φωνάζω που λες το γκαρσόνι και του λέω: Να σου πω κύριε, τι μας πέρασες; Για τον Ορέστη Μακρή να πίνουμε κρασί ξεροσφύρι;» Εγώ έχω λυθεί στα γέλια. «Και μετά;», ρωτάω. «Αναγκάστηκε να μας φέρει κάτι φιστίκια αλμυρά, με αρακά καυτερό! Βρε δεν ξαναπατάω στο Κολωνάκι για κρασί! Έχε χάρη που είναι η δουλειά μου εκεί, αλλιώς…». «Τι δουλειά κάνετε»; «Πωλήσεις ακινήτων», μου λέει.
«Έχετε δουλειές τώρα με την κρίση»; «Κάτι ψιλογίνεται, αλλά μου τα τρώνε τα φράγκα». «Ποιος;» ρωτάω. «Αυτό το κωλόπαιδο, ο γιος μου». «Γιατί; Τι έκανε το παιδί»; «Θέλει ακριβές σπουδές». «Πού;» ρωτάω. «Στο κολέγιο», μου λέει, «στο Ντιρί». «Εμ, διάλεξε ακριβά κολλέγια», της λέω. «Άσε φίλε, έμπλεξα. Άσε που συνεχώς ζητάει». «Τι άλλο;» της λέω. «Να, μέχρι πρότινος έπαιρνε του παππού του το αμάξι». «Τι μάρκα;». «Ένα Φόρντ» μου λέει «Και τώρα; Τώρα μου λέει: Μάνα, δεν μπορώ να πηγαίνω στο Ντιρί με του παππού το αμάξι. Και τι θέλει; Να του πάρω ένα Σμαρτ. Να πηγαίνει τις γκόμενες βόλτα»! Στην ανηφόρα της Κυψέλης προς Γαλάτσι, ένας τύπος προσπαθεί να παρκάρει την καινούργια Μερσεντές του με κίνδυνο να τη χτυπήσει. Οπότε η κυρία του λέει: «Τόσα φράγκα έδωσες να την πάρεις, δώσε κάτι να την παρκάρεις με ασφάλεια. “Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους”». Εγώ έχω πάθει την πλάκα μου. «Θα μας δείρουνε κυρία μου», της λέω. «Προχώρα ρε», μου λέει «Εγώ καθαρίζω». «Μωρέ εδώ καθαρίζεις, να δω με τον γιο σου πώς θα καθαρίσεις», της λέω. «Τέλοσπάντων, ας το βγάλει το “ρημάδι” το κολλέγιο και θα δούμε. Και έχω και τον πρώην άντρα μου που δεν δίνει δραχμή, ο τεμπέλης». «Η μόνη λύση» της λέω «είναι να παντρευτεί καμία από το κολλέγιο, να τον φυσάει τον παρά». «Αλλιώς»; «Αλλιώς, τη βάψαμε φίλε. Θα γεράσω και ακόμα θα ζητάει ο λεβέντης μου… Εδώ, εδώ βγαίνω». «Άντε καλή ξεκούραση και καλά ξεμπερδέματα»! «Αμήν», μου λέει.
Είδατε τι μπελάδες έχουν τα κολλέγια πελάτες μου; Και δεν έχουν και άσυλο!
Πάμε τώρα στην ιστοριούλα μας…
Η κυρία στέκεται στην Ασκληπιού και ο συνοδός της μου κάνει νεύμα να σταματήσω. «Ορίστε», του λέω. «Την κυρία μέχρι το Γαλάτσι». «Οκ», του λέω. «Εδώ, εδώ αριστερά στρίψε» μου λέει η κυρία. «Μα εδώ κυρία είναι μονόδρομος». «Εγώ θέλω αριστερά από Κομνηνών». «Ναι, αλλά η Κομνηνών είναι πίσω πια»! «Εντάξει προχώρα, μη μου χαλάσεις τη διάθεση»! «Περάσατε καλά;» της λέω με νόημα. «Ε, είπαμε λίγο κρασάκι στο Κολωνάκι», μου λέει. «Ακούς εκεί», μου λέει ξαφνικά και με ξαφνιάζει. «Τι έγινε;», της λέω. «Να, παραγγείλαμε δύο ποτήρια κρασί και πόσο λες μας τα χρέωσε»; «Πόσο»; «Έξι ευρώ το ποτήρι»! «Ε, πληρώνεις και Κολωνάκι», της λέω. «Να το βράσω», μου λέει «και μας τα ’φερε και χωρίς ξηρούς καρπούς»! «Μωρέ μπράβο», της λέω. «Φωνάζω που λες το γκαρσόνι και του λέω: Να σου πω κύριε, τι μας πέρασες; Για τον Ορέστη Μακρή να πίνουμε κρασί ξεροσφύρι;» Εγώ έχω λυθεί στα γέλια. «Και μετά;», ρωτάω. «Αναγκάστηκε να μας φέρει κάτι φιστίκια αλμυρά, με αρακά καυτερό! Βρε δεν ξαναπατάω στο Κολωνάκι για κρασί! Έχε χάρη που είναι η δουλειά μου εκεί, αλλιώς…». «Τι δουλειά κάνετε»; «Πωλήσεις ακινήτων», μου λέει.
«Έχετε δουλειές τώρα με την κρίση»; «Κάτι ψιλογίνεται, αλλά μου τα τρώνε τα φράγκα». «Ποιος;» ρωτάω. «Αυτό το κωλόπαιδο, ο γιος μου». «Γιατί; Τι έκανε το παιδί»; «Θέλει ακριβές σπουδές». «Πού;» ρωτάω. «Στο κολέγιο», μου λέει, «στο Ντιρί». «Εμ, διάλεξε ακριβά κολλέγια», της λέω. «Άσε φίλε, έμπλεξα. Άσε που συνεχώς ζητάει». «Τι άλλο;» της λέω. «Να, μέχρι πρότινος έπαιρνε του παππού του το αμάξι». «Τι μάρκα;». «Ένα Φόρντ» μου λέει «Και τώρα; Τώρα μου λέει: Μάνα, δεν μπορώ να πηγαίνω στο Ντιρί με του παππού το αμάξι. Και τι θέλει; Να του πάρω ένα Σμαρτ. Να πηγαίνει τις γκόμενες βόλτα»! Στην ανηφόρα της Κυψέλης προς Γαλάτσι, ένας τύπος προσπαθεί να παρκάρει την καινούργια Μερσεντές του με κίνδυνο να τη χτυπήσει. Οπότε η κυρία του λέει: «Τόσα φράγκα έδωσες να την πάρεις, δώσε κάτι να την παρκάρεις με ασφάλεια. “Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους”». Εγώ έχω πάθει την πλάκα μου. «Θα μας δείρουνε κυρία μου», της λέω. «Προχώρα ρε», μου λέει «Εγώ καθαρίζω». «Μωρέ εδώ καθαρίζεις, να δω με τον γιο σου πώς θα καθαρίσεις», της λέω. «Τέλοσπάντων, ας το βγάλει το “ρημάδι” το κολλέγιο και θα δούμε. Και έχω και τον πρώην άντρα μου που δεν δίνει δραχμή, ο τεμπέλης». «Η μόνη λύση» της λέω «είναι να παντρευτεί καμία από το κολλέγιο, να τον φυσάει τον παρά». «Αλλιώς»; «Αλλιώς, τη βάψαμε φίλε. Θα γεράσω και ακόμα θα ζητάει ο λεβέντης μου… Εδώ, εδώ βγαίνω». «Άντε καλή ξεκούραση και καλά ξεμπερδέματα»! «Αμήν», μου λέει.
Είδατε τι μπελάδες έχουν τα κολλέγια πελάτες μου; Και δεν έχουν και άσυλο!
Φιλάκια πολλά,
Ο Ταξιτζής του Δρόμου της αριστεράς
Σχόλια