«Η κοινωνικότητα –δηλαδή η ανάγκη του ζώου να σχετίζεται με τα όμοιά του– η αγάπη της συντροφιάς για χάρη της συντροφιάς, σε συνδυασμό με τη “χαρά της ζωής”, τώρα μόνο αρχίζει να προσελκύει την προσοχή που της οφείλεται από τους ζωολόγους. Γνωρίζουμε σήμερα ότι σε όλα τα ζώα, ξεκινώντας από τα μυρμήγκια, προχωρώντας στα πουλιά και καταλήγοντας στα ανώτερα θηλαστικά, αρέσει να παίζουν, να παλεύουν, να τρέχουν το ένα στο κατόπι του άλλου, να προσπαθούν να πιάσουν το ένα το άλλο, να πειράζονται μεταξύ τους, και ούτω καθεξής. Κι ενώ πολλά παιχνίδια είναι, ας πούμε, ένα σχολείο για τη συμπεριφορά που καλούνται να έχουν τα νέα μέλη στην ώριμη ζωή, υπάρχουν άλλα που, πέρα από τους ωφελιμιστικούς σκοπούς τους, είναι, μαζί με το χορό και το τραγούδι, καθαρές εκφράσεις μιας περίσσειας δυνάμεων –της «χαράς της ζωής» … Είτε το αίσθημα είναι ο φόβος που προκαλείται από την εμφάνιση ενός αρπακτικού πουλιού, είτε “ένα παράφορο κέφι” που ξεσπάει όταν τα ζώα είναι υγιή και ιδίως νέα, είτε απλώς η επιθυμία να εκδηλωθεί μια περίσσεια εντυπώσεων και ζωτικής δύναμης – η αναγκαιότητα της μετάδοσης εντυπώσεων, της λαλιάς, του παιχνιδιού ή απλώς μιας αίσθησης εγγύτητας με άλλα συγγενή ζωντανά πλάσματα διέπει τη Φύση, και είναι, όσο και κάθε άλλη φυσική λειτουργία, ένα διακριτικό γνώρισμα ζωής και ευαισθησίας» (Πιοτρ Κροπότκιν, Αλληλοβοήθεια. Ένας παράγοντας της εξέλιξης, 1890-96, σ. 54-55) (1).

Το εντυπωσιακό αυτό απόσπασμα από το κλασικό έργο του Κροπότκιν συναντάει αναπάντεχα τη σκέψη του Νίτσε που σχολίαζα στο προηγούμενο άρθρο (Δρόμος, φ. 390, 13-1-2018): όλη αυτή η ζωτική δύναμη που διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη τη φύση συγγενεύει βαθύτατα με τη θέληση για δύναμη που αναγνωρίζει ο Νίτσε ως αρχή της ζωής και του κόσμου. Με μια πολύ κρίσιμη διαφορά: ο Κροπότκιν υπογραμμίζει εδώ όχι την ανταγωνιστική, διαχωριστική και επιθετική διάσταση αυτής της δύναμης αλλά το ρόλο της στη συνύπαρξη, τη συνεργασία και τη συνακόλουθη εξέλιξη των ειδών. Καθώς περνάμε στους ανθρώπους, ο μεν Νίτσε βλέπει αυτά τα ζωτικά ένστικτα να ωθούν τους λίγους θεληματικούς «βαρβάρους» να αρπάζουν ό,τι μπορούν σε βάρος των πολλών, αποκαλύπτοντας έτσι τις τρομερές καταβολές και βλέψεις της εξουσίας· ενώ για τον Κροπότκιν, «Ο φανταστικός βάρβαρος –ο άνθρωπος που πολεμά και σκοτώνει για το καπρίτσιο του– δεν ήταν ποτέ πιο υπαρκτός απ’ ό,τι ο “αιμοβόρος” άγριος. Ο πραγματικός βάρβαρος ζούσε, αντίθετα, κάτω από ένα ευρύ φάσμα θεσμών, γυρεύοντας να εκτιμήσει τι μπορεί να είναι χρήσιμο ή επιζήμιο για τη φυλή ή την ομοσπονδία του, κι αυτοί οι θεσμοί κληροδοτούνταν με ευλάβεια από γενιά σε γενιά …» (σ. 130).

«Πόση απώθηση της ζωντανής και κληρονομημένης εμπειρίας και πόση προβολή ιδεολογικών σχημάτων χρειάστηκε για να φτάσουμε να αντιλαμβανόμαστε το νεωτερικό έθνος-κράτος ως ανώτερη βαθμίδα προόδου και ενσάρκωση μιας “εθνικής κοινότητας”;»

Ψέγοντας τους ιστορικούς που μεγαλοποιούν τις δραματικές, εμπόλεμες στιγμές της ιστορίας, ο Κροπότκιν επιχείρησε έναν αναπροσανατολισμό (πρόδρομο των κατευθύνσεων που θα έδινε αργότερα στην ιστορία η Σχολή των Annales με τη συνδρομή της συγκριτικής εθνογραφίας): μέσα από ένα θησαυρό εμπειρικών τεκμηρίων και ενδείξεων από διάφορες εποχές και περιοχές του κόσμου, παρουσίασε τα μέσα με τα οποία οι μάζες διαμόρφωναν την κοινή ζωή τους (από την κοινοκτημοσύνη της γης και τα κοινοτικά έργα μέχρι την υποστήριξη όσων βρίσκονταν σε ανάγκη) σύμφωνα μ’ ένα εθιμικό δίκαιο βασισμένο σε κανόνες ισότητας και αμοιβαιότητας. Εκλαμβάνοντας την κοινότητα ως οργάνωση της αλληλοβοήθειας, αποτύπωσε τόσο την ανεξάντλητη πολυμορφία όσο και την κοινή γενική μορφολογία και εξέλιξή της· όπως συνόψισε σ’ ένα κείμενο διάλεξης της ίδιας εποχής: «Η ιστορία δεν ήταν ποτέ μια αδιάκοπη παράδοση. Ξανά και ξανά η εξέλιξη σταμάτησε σε μια ορισμένη περιοχή για να ξαναρχίσει αλλού. Η Αίγυπτος, η Εγγύς Ανατολή, οι ακτές της Μεσογείου, η κεντρική Ευρώπη έγιναν όλες με τη σειρά τους το θέατρο της ιστορικής ανάπτυξης. Όμως κάθε φορά η εξέλιξη αυτή ξεκινούσε από τη φάση της πρωτόγονης φυλής, για να περάσει έπειτα από την κοινότητα του χωριού, κι αργότερα από την ελεύθερη πόλη, και να πεθάνει τέλος στη φάση του κράτους» (Το κράτος – ο ιστορικός του ρόλος, κεφ. Χ) (2). Καθένας απ’ αυτούς τους σταθμούς σήμαινε επαναπροσδιορισμό του κοινοτικού δεσμού από νέους παράγοντες, όπως η εδαφική οργάνωση σε συνδυασμό με υπερτοπικές αδελφότητες στην κοινότητα του χωριού· η διπλή ομοσπονδία μικρών εδαφικών μονάδων και συντεχνιών στην ελεύθερη πόλη· ή οι θεσμοί αυτοπεριορισμού απέναντι στον πλούτο, την εξουσία και την ταξική διαφοροποίηση στις μεσαιωνικές πόλεις (περιορισμός του εμπορίου και έλεγχος της κερδοσκοπίας, κατοχύρωση πολιτικών ελευθεριών κ.ά.) (Αλ., κεφ. III ώς VI). Η ανάλυση δείχνει ότι η κοινότητα δεν προσέκρουε σε τέτοια όρια λόγω αρχαϊσμού και βαρβαρότητας (όπως θα ήθελαν τα ανιστόρητα στερεότυπα περί «εργασιακού –ή άλλου– μεσαίωνα»), αλλά τα θέσπιζε επί τούτου ως εγγυήσεις της ύπαρξής της, προϋποθέσεις μιας ολοκληρωμένης μορφής ζωής, κοινωνίας και πολιτισμού.

***

Είναι δύσκολο να φανεί εδώ η λεπτότητα και πολυπλοκότητα μιας ανάλυσης η οποία, αντί να προβάλλει εξωραϊστικά έναν ιδεατό τύπο κοινότητας, παρακολουθεί τις αντιφάσεις που οδήγησαν σε πιο σύνθετες αλλά και σε αντίρροπες, διαλυτικές μορφές. Οι αρνητικές δυνάμεις εκκολάπτονταν τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον των ελεύθερων πόλεων –φεουδάρχες, ηγεμόνες, παπική αυθεντία, ρωμαϊκό δίκαιο– όσο και μέσα στα ίδια τους τα σπλάχνα – αυτονομημένες αδελφότητες, μυστικές εταιρείες, στρατιωτικές ομάδες ή πλούσιες οικογένειες και, το σπουδαιότερο, περιορισμός των ελευθεριών στους αστούς και πριμοδότηση του εμπορίου και της βιοτεχνίας σε βάρος των αγροτών (Αλ., κεφ. VI). Σε τέτοια φαινόμενα είχαν την αφετηρία τους τα νεότερα ευρωπαϊκά κράτη, ξεκινώντας πολλές φορές από μια ανάθεση προστασίας ή διαιτησίας που εξελίχθηκε σε κηδεμονία και μεταστράφηκε εν τέλει σε συστηματικό πόλεμο ενάντια στην ίδια την πόλη. Το κράτος είναι λοιπόν ένας «θεσμός που αναπτύχθηκε στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών για να εμποδίσει την άμεση ένωση μεταξύ των ανθρώπων, να ανακόψει την ανάπτυξη της τοπικής και ατομικής πρωτοβουλίας, να συντρίψει τις ελευθερίες που υπήρχαν, να εμποδίσει τη νέα τους άνθηση – όλα αυτά για να υποτάξει τις μάζες στη θέληση μειονοτήτων» (Κρ., Χ). Παρ’ όλα αυτά ο Κροπότκιν δεν κλείνει μ’ αυτή τη δυσοίωνη διάγνωση. Κόντρα στον πολυσυζητημένο ατομικισμό της εποχής του, επισημαίνει την άνθιση νέων μορφών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας (από εργατικά συνδικάτα και σοσιαλιστικές οργανώσεις ή αγροτικές κοινοπραξίες και συνεταιρισμούς μέχρι κάθε λογής κοινωνικές ή πολιτιστικές ενώσεις, σωματεία και λέσχες) που κατακλύζουν τον σύγχρονο κόσμο και επανοικειοποιούνται λειτουργίες παραδομένες, αιώνες τώρα, στο κράτος (Αλ., κεφ. VII-VIII).

Μετά απ’ όλα αυτά, αναρωτιέται κανείς πόση απόκρυψη πραγματικών δεδομένων, απώθηση της ζωντανής και κληρονομημένης εμπειρίας και προβολή ιδεολογικών σχημάτων χρειάστηκε για να φτάσουμε να αντιλαμβανόμαστε το νεωτερικό έθνος-κράτος ως ανώτερη βαθμίδα προόδου και ενσάρκωση μιας «εθνικής κοινότητας», μεγαλύτερης και πιο εξελιγμένης από τις παραδοσιακές (3) – την οποία κάποιοι μάλιστα θα ήθελαν να δουν, στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης, να ξεπερνιέται από ακόμη υψηλότερες βαθμίδες υπερεθνικής, μα πάντα κρατιστικής, ενοποίησης. Απέναντι στις ωμές η εκλεπτυσμένες μορφές κυριαρχίας, όπου ενσαρκώνεται, όπως διέγνωσε ο Νίτσε, η ανταγωνιστική θέληση για δύναμη των αρχόντων και η περιφρόνησή τους για τις τύχες των μαζών, μόνη απάντηση φαίνεται να υπήρξε πάντα η ιστορική κοινότητα στις πολύμορφες εκφάνσεις της που ανίχνευσε ο Κροπότκιν και που αναβιώνουν ακόμη, όπως προέβλεψε, «στα κοινά» των σημερινών και αυριανών, απτών ή άυλων, πραγματικών και ονειρικών πολιτειών μας.

  1. Kropotkin, Mutual Aid. A Factor of Evolution, 1890-96 (οι παραπομπές είναι στην αγγλική έκδοση).
  2. Kropotkine, L’État, son rôle historique, 1906.
  3. Με τα κριτήρια που διαμορφώνει ο Κροπότκιν –κυριαρχία, αυτοδιοίκηση, ομοσπονδοποίηση, αλληλοβοήθεια, παραγωγική και καταναλωτική οργάνωση– γίνεται φανερό ότι ο ίδιος ο όρος εθνική κοινότητα (ή και υπερεθνική, ευρωπαϊκή κ.λπ.) είναι σχήμα οξύμωρο, όταν τουλάχιστον δεν περιορίζεται σε πολιτισμικά (γλωσσικά, εθνοτικά κ.ά.) χαρακτηριστικά, αλλά δηλώνει πολιτική υπόσταση κρατικού τύπου. Η τελευταία δεν αποτελεί ανώτερη μορφή κοινότητας προσαρμοσμένη τάχα στις σύγχρονες απαιτήσεις, αλλά βάναυση ακύρωση ή διαστρέβλωση κάθε αληθινής κοινοτικής μορφής, και σαν τέτοια δεν είναι υπερασπίσιμη, παρά μόνο ως μεταβατικός στόχος υπό όρους απελευθερωτικού αγώνα ή αντίστασης σε ξένη κυριαρχία. Κατά τα άλλα το κράτος, όπως και το κεφάλαιο, συνεχίζει τον ασίγαστο πόλεμό του ενάντια στην κοινωνία, παραμένοντας εχθρός και υπονομευτής κάθε ουσιαστικής προσπάθειας των ανθρώπων να οργανώσουν την κοινή ζωή τους – γι’ αυτό η δοξολογία του και η κινητοποίηση υπέρ συμβόλων και ονομάτων απέναντι σ’ ένα κρατίδιο-μαριονέτα μάλλον ξαστοχεί πολιτικά γελοιοποιώντας τους ίδιους τους όρους της αναμέτρησης.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!