Το ΚΚΕ τοποθετήθηκε κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών και καταψήφισε την κύρωσή της από το ελληνικό κοινοβούλιο. Το κόμμα διακηρύσσει ότι οι θέσεις του παραμένουν απαράλλαχτες από τότε που ανέκυψε το ζήτημα με την ονομασία της ΠΓΔΜ και πως με συνέπεια αντιπαλεύει τις λύσεις που εξυφαίνονται από τους ιμπεριαλιστές και το ΝΑΤΟ στην περιοχή. Κάτι τέτοιο άλλωστε ισχυρίζεται ότι συμβαίνει και με τα υπόλοιπα εθνικά ζητήματα.
Η στάση όμως ενός πολιτικού οργανισμού δεν κρίνεται από τις διακηρύξεις του, αλλά από τις πραγματικές διαστάσεις που έχουν η πράξη και οι επιδιώξεις του. Κρίνεται από το αν εργάζεται για να αποτρέψει εξελίξεις που επιδιώκουν οι κυρίαρχες τάξεις και από το τι γεγονότα δημιουργεί το ίδιο. Στη βάση αυτή, δεν μπορεί να μην τεθεί το ερώτημα τι ακριβώς έκανε το ΚΚΕ για να μην περάσει η Συμφωνία των Πρεσπών.
Το ΚΚΕ λοιπόν, δεν έδειξε καμιά διάθεση να μην περάσει η Συμφωνία των Πρεσπών, δεν έκανε ουσιαστικά τίποτα για να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, ενδιαφέρθηκε για να «καταγραφεί» απλώς η αντίθεσή του στη Συμφωνία, με το βλέμμα στραμμένο στη δική του κομματική συγκρότηση και τις επερχόμενες εκλογές.
Πού στηρίζεται όμως αυτή η διαπίστωση; Τι θα έπρεπε να κάνει ένας πολιτικός οργανισμός που θα επιδίωκε πραγματικά να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη;
Καταρχάς, θα προσπαθούσε να εκφραστεί όσο το δυνατόν πιο μαζικά και ενωτικά η αντίθεση του λαού σε αυτή τη συμφωνία. Θα επιχειρούσε να υπάρξουν μαζικές κινητοποιήσεις με ένα μίνιμουμ πλαίσιο για την αποτροπή της. Θα επιδίωκε τη συνεννόηση με κάθε δημοκρατικό παράγοντα και κοινωνική ομάδα σε αυτό το κορυφαίο θέμα. Θα αξιοποιούσε κάθε τρόπο να εκφραστεί ο λαός και να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη, όπως το δημοψήφισμα. Θα καταδίκαζε τις αντιδημοκρατικές εκτροπές και τα πραξικοπήματα που έγιναν στη Βουλή για τις «Πρέσπες». Θα υποστήριζε πειστικά ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι έκνομη και μειοψηφική μέσα στη Βουλή και τον λαό, απαιτώντας να μην προχωρήσει στην εκτέλεση των συμβολαίων που έχει αναλάβει.
Αν η Συμφωνία των Πρεσπών, υπό οποιοδήποτε ειδικότερο πρίσμα, αποτελεί δυσμενέστατη εξέλιξη για τον λαό αλλά και για την ειρήνη στην περιοχή, τότε δεν θα έπρεπε να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποτροπή της; Η προφανής απροθυμία του ΚΚΕ να διεξάγει πραγματικό πολιτικό αγώνα για το θέμα αυτό, είναι ενδεικτική για τον προσανατολισμό του κόμματος
Πιστεύει κανείς ότι το ΚΚΕ κινήθηκε έστω και κατ’ ελάχιστο σε μια τέτοια κατεύθυνση; Η απάντηση είναι προφανής. Δεν επεδίωξε καμιά σοβαρή αντιπαράθεση με μαζικούς όρους. Δεν ζήτησε δημοψήφισμα, παρ’ όλο που η πλειοψηφία του κόσμου το θέλει και θα καταψήφιζε τη Συμφωνία σε αυτό. Συμμετείχε στη γενική καταγγελία κάθε συλλαλητηρίου και οποιασδήποτε μαζικής εναντίωσης στη Συμφωνία σαν εθνικιστικής. Το ίδιο διοργάνωσε μια κομματική συγκέντρωση στο… Πάρκο Ελευθερίας, σε απόσταση ασφαλείας από τη Βουλή. Δεν προχώρησε σε καμιά ουσιαστική καταγγελία όσων γίνονται μέσα στο κοινοβούλιο και δεν έκανε καμιά κίνηση να μπλοκαριστούν με οποιονδήποτε τρόπο οι εξελίξεις. Ο γραμματέας του κόμματος στις αρχές της χρονιάς δήλωνε «εκλογές Μάρτη, Μάη, άντε Σεπτέμβρη θα έχουμε, έτσι κι αλλιώς. Δεν έχει κανένα νόημα». Κανένα νόημα λοιπόν να έπεφτε η κυβέρνηση χωρίς να κυρώσει τη Συμφωνία, αφού και πάλι καπιταλισμό θα είχαμε…
Αν όμως η Συμφωνία των Πρεσπών, υπό οποιοδήποτε ειδικότερο πρίσμα, αποτελεί δυσμενέστατη εξέλιξη για τον λαό αλλά και για την ειρήνη στην περιοχή, τότε δεν θα έπρεπε να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποτροπή της; Η προφανής απροθυμία του ΚΚΕ να διεξάγει πραγματικό πολιτικό αγώνα για το θέμα αυτό, είναι ενδεικτική για τον προσανατολισμό του κόμματος.
Επί της ουσίας, η αποστροφή του Αλ. Τσίπρα για τον «ετερόκλητο όχλο» είναι κοινή στους περισσότερους χώρους της Αριστεράς. Το ΚΚΕ ειδικότερα, έχει επανειλημμένα δείξει ότι αντιτίθεται σε οποιαδήποτε κίνηση αντίστασης του λαού που δεν ελέγχει απόλυτα το ίδιο. Στην πραγματικότητα, δεν πιστεύει ότι ο ίδιος ο λαός μπορεί να ενεργοποιηθεί και να επιβάλλει πολιτικές εξελίξεις. Χαρακτηριστικότερη όλων, η στάση του απέναντι στο λαϊκό κίνημα της περιόδου 2010-12 και ειδικότερα απέναντι στις «Πλατείες». Όλο του το ενδιαφέρον εξαντλείται σε κινητοποιήσεις που αφορούν στο δικό του κομματικό δυναμικό και τις παρατάξεις του, καθώς και στην εκλογική του καταγραφή.
Στο βάθος, «ρεαλισμός»
Δεν πρόκειται όμως μόνο για αυτό. Το ΚΚΕ διαχρονικά κινήθηκε στις ράγες της «σύνθετης ονομασίας». Όσο όμως κι αν ο Δ. Κουτσούμπας δηλώνει ότι «η ονοματολογία αποπροσανατολίζει, κρύβει τους πραγματικούς κινδύνους για τους λαούς, που είναι οι σχεδιασμοί των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε.», το θέμα του ονόματος αποτέλεσε και αποτελεί καθοριστικό σημείο των σχεδιασμών αυτών και δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτούς.
Αυτό δείχνει σαν να μην το αντιλαμβάνεται το ΚΚΕ, για αυτό μέχρι την τελευταία στιγμή επιμένει να διευκρινίζει ότι καταψηφίζει «για τον κύριο λόγο ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ είναι συστατικό στοιχείο και προϋπόθεση της Συμφωνίας». Έτσι, με την αποκλειστική περιστροφή γύρω από το ΝΑΤΟ, με τρόπο όμως που καταντά γενικόλογος και χάνει κάθε αιχμή, «αποσύρεται» από το ουσιαστικό ζήτημα και βέβαια βρίσκεται σε απόσταση από το λαϊκό πατριωτικό αίσθημα στο θέμα αυτό.
Πρέπει δε να επισημάνουμε ότι το ΚΚΕ από την εποχή που ανέκυψε το ζήτημα στη σύγχρονη μορφή του, κινήθηκε στο έδαφος ενός «ρεαλισμού». Η στάση του, πολύ απέχει από μια «θέση αρχών» απέναντι στις εξελίξεις που επιβάλλουν οι μεγάλες δυνάμεις στην περιοχή. Πέρα από τις διαφοροποιήσεις του, επί της ουσίας δεν διαχωρίστηκε από την κυρίαρχη στάση του πολιτικού κόσμου στο ζήτημα αυτό. Υποστήριξε από τη δεκαετία του ‘90 τη θέση της «σύνθετης ονομασίας» και χαιρέτισε το 1995 την ευθυγράμμιση του πολιτικού κόσμου στη θέση αυτή. Αυτή όμως η στροφή δεν ήταν παρά κίνηση ευθυγράμμισης με τον τρόπο που από τότε η «Διεθνής Κοινότητα» ήθελε να επιλύσει το ζήτημα στο πλαίσιο της γενικότερης ανάφλεξης της περιοχής.
Όπως και στο Κυπριακό έτσι και στο θέμα της ΠΓΔΜ, η θέση του ΚΚΕ υπήρξε «υπεύθυνη» απέναντι στους διεθνείς συσχετισμούς. Στην περίπτωση της Κύπρου, ευθυγραμμίζονταν μέχρι πρόσφατα με τις θέσεις του πολιτικού κόσμου και διεθνών παραγόντων για διζωνική ομοσπονδία. Μόλις το 2016 άλλαξε στάση υποστηρίζοντας ότι η διζωνικότητα σημαίνει «εθνικισμό και γκετοποίηση», ενώ το 2011 η Αλ. Παπαρήγα δήλωνε ότι «για το ΚΚΕ, η επίλυση του Κυπριακού μία διάσταση πρέπει να έχει τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους, διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία». Ας αφήσουμε λοιπόν τα περί διαχρονικής και συνεπούς στάσης αρχών που διαρκώς δικαιώνεται για να δούμε την πραγματική στάση κάθε πολιτικής δύναμης.