Για την ταινία “Η οδύνη” του Εμανουέλ Φινκιέλ

Ο συγκλονιστικός λόγος της ανυπέρβλητης Μαργκερίτ Ντυράς ζωντανεύει στο σινεμά με την εκτός κάδρου αφήγηση σε α’ πρόσωπο της ταινίας Η Οδύνη, του 56χρονου Γάλλου Εμανουέλ Φινκιέλ, βασισμένης στο ομότιτλο αυτοβιογραφικό βιβλίο της, που εκδόθηκε το 1985, για την αβάσταχτη εμπειρία, επί κατοχής, της αναμονής του αγαπημένου συζύγου της Ρομπέρ Αντέλμ, αντιστασιακού ποιητή και συγγραφέα που εκτοπίστηκε στο Νταχάου. Ο Φινκιέλ επιχειρεί να αποδώσει σκηνοθετικά την οδύνη της αναμονής του αγαπημένου, εν καιρώ πολέμου, που στο κείμενο της Ντυράς μετουσιώνεται στη φιλοσοφική έννοια της αιώνιας προσμονής, που λαμβάνει σταδιακά διαστάσεις αυθυπαρξίας.

* * *

Λίγο πριν την Απελευθέρωση, τον Ιούνιο του 1944, στο κατεχόμενο ακόμα Παρίσι, η συγγραφέας Μαργκερίτ (Μελανί Τιερί), στην προσπάθειά της να στείλει δέμα στον μόλις συλληφθέντα σύζυγό της Ρομπέρ, έρχεται σε επαφή με τον Ραμπιέ (Μπενουά Μαζιμέλ), Γάλλο αξιωματούχο της Γκεστάπο, ο οποίος την προσεγγίζει ως σύνδεσμος με τον σύζυγό της. Προκειμένου να της μεταφέρει νέα του, απαιτεί καθημερινές συναντήσεις, μεταξύ υπονοούμενου εκβιασμού και υποδόριου εμμονικού φλερτ, ενώ διαρκώς επιχειρεί να την παγιδέψει και να της αποσπάσει πληροφορίες για το αντιστασιακό δίκτυο. Λιγομίλητη η δύσπιστη Μαργκερίτ προσπαθεί να ξεγλιστρήσει δίχως να προδοθεί αλλά και να μην προδώσει, ενώ διχάζεται ανάμεσα στον Ραμπιέ, με την αυταπάτη πως έτσι προσεγγίζει τον Ρομπέρ και στον Ντιονύς (Μπενζαμέν Μπιολέ), προστάτη-άγγελο, συναγωνιστή και φίλο.

Σ’ αυτό το περίεργο κλίμα καχυποψίας, χαρακτηριστική σκηνή αποτελεί η διαπόμπευση ενός αντιστασιακού, ως προδότη της πατρίδας, σε μια από τις λίγες ταινίες που τοποθετούν στο κινηματογραφικό κάδρο Γάλλους δωσίλογους, στο πλευρό των ναζί κατακτητών.

Ο φακός απαθανατίζει και τα «μετόπισθεν» του πολέμου, με γυναίκες πολιτικών κρατούμενων έξω από κρατητήρια, στη σκηνή όπου και η Μαργκερίτ αναζητά τον Ρομπέρ, λίγο πριν την μεταγωγή του. Στη θέα των εξερχόμενων φορτηγών, οι γυναίκες τρέχουν ξοπίσω, με τη λαχτάρα να αντικρύσουν τους αγαπημένους τους.

Η μετάβαση από τον φόβο εν μέσω δωσιλογισμού στην ιστορική στιγμή που «μυρίζει υποχώρηση» δίνεται στη σκηνή της κρίσιμης τελευταίας συνάντησης Μαργκερίτ-Ραμπιέ σε πολυτελές εστιατόριο. Σε επιδεικτικό κλίμα ευδαιμονίας, έντονα μακιγιαρισμένες Γαλλίδες, φορτωμένες ακριβά μπιζού, χορεύουν στην αγκαλιά γερμαναράδων. Τα παραμορφωμένα είδωλά τους μέσα από καθρέφτη αποπνέουν παρακμή, ενώ οι εκτός κάδρου σκέψεις της Μαργκερίτ «σύντομα όλοι αυτοί θα βουλιάξουν», προμηνύουν την ανατροπή που πλησιάζει. Στη σκέψη «ο φόβος με εγκατέλειψε», η Μαργκερίτ πίνει απελευθερωμένη κρασί, αγνοώντας τα δηλητηριασμένα βλέμματα των γυναικών που συνεργάστηκαν. Το ερωτικό τραγούδι Jattendrai, από πλανόδιους μουσικούς, συμπυκνώνει το νόημα της οδυνηρής προσμονής, προδικάζοντας και την επιστροφή της λευτεριάς, αντίστοιχα με το Θα Ξανάρθεις, στο Θίασο (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η αρχή της υποχώρησης αποτυπώνεται με την Μαργκεριτ να κάνει ποδήλατο στους δρόμους του Παρισιού, ντυμένη στα κόκκινα, ενώ την προσπερνούν φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες σε άτακτη εκκένωση. Στο πίσω πλάνο, μέσα σε πανικό μαζεύονται οι σβάστικες, ενώ στον ουρανό παρελαύνουν σμήνη συμμαχικών βομβαρδιστικών.

Η Μαργκερίτ παρακολουθεί τον εορτασμό της Απελευθέρωσης μέσα από κλειστά πατζούρια, σε μια περίοδο «αθωότητας» σύμφωνα με την Ντυράς, όπου καμιά από τις φρικαλεότητες των ναζί δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί. Μέσα από την εκτός κάδρου αφήγηση, γίνεται αναφορά της Ντυράς στην επέλαση των Γκωλιστών στην εξουσία, που «ξαναγράφουν την ιστορία, από έναν κόσμο σε πόλεμο έτοιμο να ξεχάσει τα πάντα».

Δίνοντας εικόνα στην ανείπωτη υπαρξιακή διάσταση της αναμονής, η ταινία στέκεται στην αλληλέγγυα παρηγοριά. Ο Ντιονύς στηρίζει την Μαργκερίτ που παραληρεί από πυρετό, ενώ αρνείται να τραφεί, ένοχη για τη δική της επιβίωση, στην εφιαλτική σκέψη ενός Ρομπέρ νεκρού. Η ίδια φιλοξενεί μια ηλικιωμένη Εβραία, που περιμένει την επιστροφή της ανάπηρης κόρης της, πλένοντας και σιδερώνοντας τα φορέματά της, ώσπου συνειδητοποιεί πως έχουν περάσει ήδη έξι μήνες. Αυτή η χαμένη αίσθηση του χρόνου μεταφέρει τη διασταλτική διάσταση του παρόντος της προσμονής.

Με την άφιξη των αποστεωμένων, με απλανές βλέμμα αιχμαλώτων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης διαχέονται οι φήμες για τις εκατόμβες πτωμάτων, όταν «Οι λέξεις σωπαίνουν, δεν καταφέρνουν να πουν ό,τι είδαν τα μάτια…».

 * * *

Η επιλογή ενός ηλιόλουστου καλοκαιρινού Παρισιού γίνεται το φωτεινό φόντο της απελευθέρωσης και έρχεται σε σκληρή αντίθεση με την απόγνωση της Μαργκερίτ, που κινηματογραφείται συχνά από πίσω, σαν αντίστροφο πορτρέτο, σκεπτική, διαρκώς με τσιγάρο στο χέρι.

Ο ερμηνευτικός αυτοσχεδιασμός των ηθοποιών καταγράφεται από κοντά με μπέτακαμ, σε συνεχόμενη λήψη, που ανιχνεύει συναισθηματικές εντάσεις, ενώ αιχμαλωτίζει σε κοντινά πλάνα αντικείμενα που υποδηλώνουν την αναμονή: τηλέφωνο, τασάκι με αναμμένο τσιγάρο… Η λαχτάρα της επιστροφής του αγαπημένου μεταφέρεται αναπαραστατικά σαν σε όνειρο, στο μεταίχμιο της παραίσθησης.

Η ανεξίτηλη αίσθηση ενός φόβου που τρώει τα σωθικά υπογραμμίζεται με τα ατονικά αποσπάσματα που επέλεξε ο Φινκιέλ από το Lento e deserto, του Κονσέρτου για πιάνο και ορχήστρα (1985) του Ούγγρου αβάν γκάρντ συνθέτη Γκιέργκι Λιγκέτι (1923-2006), οι πρωτοποριακές μουσικές του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί και από τον Κιούμπρικ.

Ήχοι ατονικών συνθέσεων με έντονες ρυθμικές εναλλαγές για σόλο βιολί, φλάουτο ή πιάνο ακούγονται σε κάθε συνάντηση Μαργκερίτ-Ραμπιέ, εντείνοντας καχυποψία και φόβο, σε συνδυασμό με κάποια ανετάριστα πλάνα.

Παράλληλα με τη μη γραμμική αφήγηση, για να αποδώσει ο Φινκιέλ σκηνοθετικά τον πόνο των αναμνήσεων αλλά και τον φόβο του δωσιλογισμού, επινοεί τον διπλασιασμό της φιγούρας της Μαργκερίτ. Η μια φιγούρα ντύνεται πολύχρωμα και καλλωπίζεται μπροστά απ’ τον καθρέφτη, για να συναντήσει τον Ραμπιέ, ενώ στο ίδιο πλάνο, η άλλη, μαυροντυμένη και σκεπτική, παρατηρεί από το βάθος, καπνίζοντας.

Ο επαναληπτικός ρυθμός λέξεων στην Οδύνη ανακαλεί τον τρόπο γραφής της Ντυράς και στο σενάριο του αριστουργηματικού Χιροσίμα αγάπη μου (1959), του Αλέν Ρενέ.

* * *

Ένα λογοτεχνικό έργο αποκτά οπτικοακουστική διάσταση και αναγεννιέται μετασχηματίζοντας το προσωπικό βίωμα σε συλλογική μνήμη, με το σινεμά να συμβάλει στη διατήρηση και δημοσιοποίηση της ιστορικής μνήμης του Ολοκαυτώματος.

Μεταπολεμικά, κυριάρχησαν ταινίες που παρουσίαζαν τον γαλλικό λαό σχεδόν μαζικά οργανωμένο στην Αντίσταση, εξιδανικευμένη άποψη, που ταυτίστηκε με το γκωλικό πατριωτισμό και αμφισβητήθηκε σθεναρά μετά το ’60.

Η ταινία του Φινκιέλ ευθυγραμμίζεται με την πολιτική άποψη της Ντυράς, που κυκλοφόρησε το βιβλίο της επί προεδρίας Μιτεράν, φίλου και συναγωνιστή της από την Αντίσταση.

Ο σκηνοθέτης σκαρώνει επάξια μια βαθιά αντιπολεμική ταινία, από τις λίγες που δείχνει το σημαινόμενο της μετάβασης από τον πόλεμο προς την Απελευθέρωση, στη συνείδηση του γαλλικού λαού. Δίχως να δείχνει μάχες, αλλά ούτε και γλέντια, τολμά να αποκαλύψει τη σκοτεινή πλευρά της φιλοναζιστικής Γαλλίας που σπάνια απεικονίζεται κινηματογραφικά, με εξαίρεση το συγκλονιστικό τετράωρο ντοκιμαντέρ του Μαρσέλ Οφύλς Ο οίκτος και η θλίψη (1971), ενώ ταυτόχρονα επαναφέρει μέσα από το σινεμά και τη δημοσία συζήτηση γύρω από μια αντικειμενικότερη εικόνα όσων αντιστάθηκαν, αλλά και όσων συνεργάστηκαν με τη φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισύ.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

 INFO

7η Εβδομάδα Αφρικανικού Κινηματογράφου (3-9/5/2018), στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με ελεύθερη είσοδο, με 16 ταινίες από 8 αφρικανικές χώρες. Το αφιέρωμα θα μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη (10-16/5/2018) στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. 

Στο κινηματογραφικό αφιέρωμα 50 χρόνια από τον Μάη του ’68, του Φιλοπρόοδου Ομίλου Υμηττού, τη Δευτέρα 7/5/2018 στις 20:30, προβάλλεται η ταινία Ξένοιαστος Καβαλάρης (1969, Ντένις Χόπερ) με ελεύθερη είσοδο. Ακολουθεί συζήτηση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!