Η δικτύωση είναι μια λέξη αρκετά δημοφιλής τον τελευταίο καιρό.

Πιο συγκεκριμένα, η ανάγκη για δικτύωση, η έλλειψη αυτής, η χρησιμότητά της.

Τα μεμονωμένα προβλήματα των δομών πρόληψης και θεραπείας στην ουσία είχαν πολλά κοινά και προκλήθηκε μια μακρά διαδρομή, κατά την οποία υπήρχε επικέντρωση στο εσωτερικό και την ιδιαιτερότητα του κάθε φορέα.

Έχουμε φτάσει στο συμπέρασμα, μετά από πολλές συζητήσεις και στοχασμούς, ότι αυτή την εποχή της κρίσης είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ η ανάγκη για δικτύωση και συνεργασία φορέων, ανθρώπων, θεσμών και επαγγελμάτων. Και η αλήθεια είναι ότι τώρα που έχουν προκύψει αξεπέραστα προβλήματα στη θεσμική κατάσταση και τη βιωσιμότητα των δομών πρόληψης, θεραπείας και επανένταξης, ένας κοινός αγώνας με ενοποιημένη σκέψη αποτελεί ουσιαστικά μονόδρομο.

Όλοι γνωρίζουμε ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να αναζητά την ύπαρξη των άλλων και τη βοήθειά τους, προκειμένου να επιβιώσει. Αυτό συναντάται σε όλες τις κοινωνίες. Επίσης, σε εποχές που η ζωή είναι δύσκολη σε επίπεδο οικονομικό και κοινωνικό, έχουμε παρατηρήσει η συλλογική διεκδίκηση να έχει επιφέρει αποτελέσματα.

Στη σημερινή εποχή, οι συνθήκες είναι δύσκολες, βιώνουμε πολυσύνθετα κοινωνικά προβλήματα, ενώ επικρατεί και έντονη, μαζική δυσαρέσκεια. Εντούτοις, υπάρχει παράλληλα κι ένα έντονο μούδιασμα. Επομένως, ένα ερώτημα που γεννάται είναι: τι έχει συμβεί στη φύση του ανθρώπου, και χρειάζεται να σκεφτεί και να αναζητήσει εκ νέου τους άλλους και τη συνεργασία τους, να πειστεί για την αναγκαιότητα της ένωσης και του κοινού σκοπού;

Στη σημερινή εποχή αναφέρουμε συχνά τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών, την απουσία συλλογικοτήτων από την κοινωνική ζωή ως κύρια αιτία για σειρά κοινωνικών προβλημάτων, όπως την αποξένωση, την απομόνωση, τον ρατσισμό, την χρήση ουσιών, τις εξαρτήσεις, την έλλειψη κινήτρου και νοήματος.

Γιατί, ωστόσο, έφτασαν να διαρραγούν οι κοινωνικοί δεσμοί και θεσμοί, να χάσουν τη σημασία τους οι συλλογικότητες, να χάσει την αξία και την αναγκαιότητά της η συνεργασία; Δεν μας ήταν πλέον χρήσιμη; Είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε τι ακριβώς έγινε την εποχή πριν την κρίση και ποια ήταν τότε η κυρίαρχη νοοτροπία, η κυρίαρχη τάση τόσο στον κοινωνικό όσο και στον επιστημονικό τομέα και στην «αγορά εργασίας».

Στις «καλές εποχές» -και όταν λέω «καλές εποχές» αναφέρομαι σε περιόδους κατά τις οποίες υπήρχε φαινομενικά ευημερία και κάποια ανάπτυξη-, προέκυψε η ανάγκη αυτή η ανάπτυξη να επεκταθεί και στις επιστήμες, να επέλθει περισσότερη γνώση και εξειδίκευση, να αυτονομηθούν μεμονωμένα κομμάτια της επιστήμης. Ο κάθε επιστήμονας, για να εξελιχθεί, έπρεπε να περιοριστεί σε συγκεκριμένο κομμάτι στο οποίο θα ήταν πια ειδικός και να επενδύσει σε συγκεκριμένη ειδίκευση. Και αυτό οδηγούσε σε περαιτέρω γνώση και εμβάθυνση, που ήταν και είναι ακόμη ζητούμενο από την «αγορά εργασίας».

Επομένως, ένα δεδομένο για κάθε επιστήμονα ήταν και είναι να βρει, όσο το δυνατόν συντομότερα, σε ποιόν συγκεκριμένο τομέα θα ήθελε να εξελιχθεί – και να επικεντρωθεί εκεί. Δηλαδή, η εξέλιξη είχε κυρίως να κάνει με τον κατακερματισμό και τον περιορισμό σε συγκεκριμένο αντικείμενο για μια γνώση εις βάθος αλλά όχι εις πλάτος.

Είναι αρκετά περιοριστικό να καλείσαι να διαλέξεις συγκεκριμένο κομμάτι επιστήμης, προτού αντιληφθείς την ολότητα της επιστήμης και τις περιοχές όπου διαφορετικές επιστήμες συναντώνται. Είναι σαν να εκπαιδεύεσαι να εστιάσεις και όχι να αντιλαμβάνεσαι τα μέρη ως σύνολο.

Συνδυαζόμενο με τη γενικότερη τάση του ωφελιμισμού, του ανταγωνισμού, της τάσης «να ξεχωρίσω», που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της φαινομενικής άνθησης γίνεται αντιληπτό πως τελικά δεν ήταν και τόσο αναγκαία η συνεργασία. Το να είναι οι άνθρωποι μέλη ενός δικτύου, κάποιες φορές βιωνόταν περισσότερο απειλητικά παρά βοηθητικά. Δεν υπήρχε κοινός σκοπός, όραμα. Υπήρχε προσωπικός στόχος και το να αφιερώσεις την ενέργειά σου σε άλλους ανθρώπους, τον χρόνο σου, σήμαινε ότι τον στερούσες απ’ τον εαυτό σου και από αυτά που θα μπορούσες να κάνεις προκειμένου να τον υλοποιήσεις.

Και όλοι έχουμε εκτεθεί στο ότι «ο χρόνος είναι χρήμα». Οπότε και η ενασχόληση με τις συλλογικότητες, όπου περιέχεται και η επικοινωνία μεταξύ των επιστημόνων, δεν φάνταζε απαραίτητος: γιατί φαινομενικά όλα πήγαιναν καλά.

Αυτό που έλειψε ξεκάθαρα από την εποχή πριν την κρίση ήταν η ικανότητα να βλέπουμε τα πράγματα ως μέρη ενός συνόλου με δυναμικές που τα καθορίζουν. Και αυτό δεν έγινε μια μεμονωμένη μαγική στιγμή και χάσαμε την ικανότητα. Για καιρό ανταποκρινόμασταν στα μηνύματα της εποχής που ωθούσαν στην αχρηστία των συνδέσεων, ικανοποιώντας έτσι και καθησυχάζοντας τον φόβο των ανθρώπων, προσφέροντας μια ψευδαίσθηση προσωπικής επιτυχίας αν και εφόσον υπήρχε ακολουθία με «το πνεύμα της εποχής».

Αντίστοιχα, τότε στεκόμασταν ειρωνικά απέναντι σε κάθε κίνηση κριτικής και επισήμανσης των αντιφάσεων, γιατί αυτό χαλούσε την ψευδαίσθηση της ευκολίας στην προσωπικής επιτυχία. Καθετί τέτοιο αποτελούσε μια περιττή γκρίνια, που λίγοι ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν.

Επομένως, για καιρό χτιζόταν μια απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών και μια επικέντρωση στον μεμονωμένο προσωπικό χώρο. Αυτή, όπως είναι φυσικό, εξαπλώθηκε σε όλους τους χώρους, σε πολιτικό, κοινωνικό και επιστημονικό τομέα.

Ο κατακερματισμός, ή αλλιώς εξειδίκευση στην επιστήμη, επεκτάθηκε και στους χώρους εργασίας. Όχι μόνο στο αντικείμενο της εργασίας καθεαυτό, αλλά κυρίως έφερε μια τάση να μην μοιράζεται το αποτέλεσμα της εργασίας, να μην προσλαμβάνεται ως όλον, αλλά ως κομμάτια που στην καλύτερη περίπτωση θα προστεθούν αλλά δεν θα αλληλεπιδράσουν.

Αυτό δεν θα μπορούσε να μην αφορά και τις ανθρωπιστικές επιστήμες.

Παρόλο που η ιδιαιτερότητά τους ήταν ότι θεσμικά ή οικονομικά κατά κανόνα δεν γνώρισαν στιγμές άνθησης -πάντα υπήρχαν προβλήματα-, αυτό δεν εμπόδισε την νοοτροπία του κατακερματισμού και της απομόνωσης να παρεισφρήσει και να αναπτυχθεί και στον δικό μας κλάδο.

Κάθε δομή είχε τη δική της φιλοσοφία και είναι θεμιτό. Κάθε επιστήμονας είχε τη δική του κατεύθυνση το οποίο είναι επίσης θεμιτό. Αλλά είναι αναγκαία η διάθεση επικοινωνίας, προβληματισμού και αναστοχασμού πάνω στην αποκτηθείσα εμπειρία προκειμένου να αποτελέσει παρακαταθήκη γνώσης και όχι μεμονωμένη εμπειρία των επαγγελματιών.

Φαίνεται πως όσο η ανάγκη του κατακερματισμού εδραιώνεται και υποστηρίζεται ιδεολογικά και επιστημονικά, όσο επεκτείνεται στην καθημερινότητά μας και στο χώρο εργασίας, ο κάθε επαγγελματίας θα αντιμετωπίζει το όποιο επαγγελματικό πρόβλημα ως προσωπικό πρόβλημα ή την όποια επιστημονική αποτυχία ως προσωπική αποτυχία και αντίστοιχα το όποιο επιστημονικό επίτευγμα ως προσωπικό επίτευγμα.

Είναι φανερό πως η επιστημονική επιτυχία είναι εύκολο να αγκαλιαστεί, αλλά στην περίπτωση των προβλημάτων, των θεσμικών αδιεξόδων, προκύπτει η ανάγκη να επικαλεστούμε τις συλλογικότητες. Οι συλλογικότητες, όμως, δεν εμφανίζονται από μόνες τους. Προαπαιτούν κοινά σημεία, όραμα και μοίρασμα. Προαπαιτούν τους κοινωνικούς δεσμούς, που δεν θα συγκολληθούν από μόνοι τους, αλλά θα χρειαστεί να πειστούμε για την αναγκαιότητα του δεσμού.

Και όχι για λόγους επιβίωσης και ευκαιριακά, αλλά επειδή πραγματικά πιστεύουμε πως ως επιστήμονες δεν είμαστε αρκετοί. Χρειαζόμαστε τους άλλους για να αποκτήσουν τα κομμάτια μια προοπτική και μια συνοχή.

Φορείς, όπως είναι τα Κέντρα Πρόληψης, που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό χώρο, αλλά στον ίδιο χρόνο και έχοντας κατά κανόνα κοινές αρχές και φιλοσοφία, δημιούργησαν συχνά εκ του μηδενός προσπάθειες δικτύωσης, επικοινωνίας, τόσο μεταξύ των επαγγελματιών όσο και σε επίπεδο κοινών δράσεων, καλών πρακτικών. Συνδιοργάνωσαν συνέδρια, προκάλεσαν τις συνεργασίες μεταξύ των Κέντρων Πρόληψης, αλλά και με άλλους φορείς όπως το ΚΕΘΕΑ και το 18 ΑΝΩ.

Στην ουσία η ανάγκη για επικοινωνία και μοίρασμα των δυσκολιών, των απαιτήσεων της εργασίας, η ανάγκη να ανταλλαχθούν και διαχυθούν η γνώση, η εμπειρία, τα συμπεράσματα προκειμένου να ελεγχθούν περαιτέρω, αποτελεί απόδειξη της ανεπάρκειας των δομών, όταν αυτές είναι απομονωμένες.

Ειδικά στην περίπτωση των Κέντρων Πρόληψης που είναι αρκετές δομές, μοιρασμένες σε όλη την Ελλάδα αλλά με ξεχωριστή διοίκηση, είναι σαν εξαρχής να δημιουργήθηκαν για να λειτουργήσουν ανεξάρτητα και στον μικρόκοσμό τους.

Αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι οι διοικήσεις των Κέντρων Πρόληψης αποτελούνται από πολιτικά πρόσωπα (κυρίως πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων είναι δήμαρχοι ή εκπρόσωποι Δήμων και Περιφερειών), γίνεται κατανοητό ότι το ενδιαφέρον για μια συνολική ματιά στην έννοια της πρόληψης, ανεξάρτητα από τον χώρο δραστηριοποίησης τους είναι σαν να είναι «εκτός θέματος».

Παρόλα αυτά, η ενστικτώδης ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας κοινής πορείας ενεργοποιήθηκε και έγιναν σημαντικές προσπάθειες. Και ωστόσο, δεν επαρκούν.

Στην εμπειρία της πρόληψης είναι απαραίτητο να γίνει μια σύνθεση. Όχι απλά μια συγκέντρωση ή παρουσίαση αποσπασματικών δράσεων, αλλά διάλογος, επικοινωνία των προβληματισμών, καταγραφή τους, έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε ένα προσανατολισμό ενοποίησης. Και στη συνέχεια χρειαζόμαστε τη διασύνδεση με τη γνώση και την εμπειρία των δομών θεραπείας και επανένταξης, όπως και διασύνδεση με όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες.

Η εικόνα και η γνώση που υπάρχει σε κάθε δομή που ασχολείται με τον άνθρωπο εάν ενωθεί με τις υπόλοιπες είναι σαν να φωτίζεται ένα σύνολο του οποίου είμαστε μέρος. Αυτό έχει σημασία από τη στιγμή που το σύνολο επηρεάζει και καθορίζει τα μέρη του.

Η διάκριση ενός επιστήμονα μπορεί να έρχεται όταν καταφέρνει κάτι συγκεκριμένο και πρωτότυπο, αλλά η ανάγκη της εποχής δείχνει ότι η πρωτοτυπία βρίσκεται στην ενοποίηση και στη συνεργασία.

Προφανώς και είναι απαραίτητο ο κάθε επιστήμονας να κινείται στα πεδία τα οποία έχει σπουδάσει. Συχνά στις ανθρωπιστικές επιστήμες τα αντικείμενά τους δεν μπορούν να διαχωριστούν αυστηρά, όπως δεν μπορεί και ο κάθε άνθρωπος ή η κάθε ομάδα ή μια κοινότητα να χωριστεί σε κομμάτια.

Όταν αναφερόμαστε στο πεδίο της πρόληψης ή της θεραπείας έχουμε ένα σύνολο δεδομένων τα οποία πρέπει να γνωρίζουμε σε βάθος, αλλά κυρίως οφείλουμε να μάθουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα δεδομένα αλληλοτροφοδοτούνται και διαιωνίζονται.

Μια οικογένεια είναι ένα σύστημα, όπως και ένα σχολείο, όπως και μια κοινότητα, και μια θρησκεία και ένα κράτος που αλληλεπιδρώντας με τα υπόλοιπα συστήματα καθορίζει με συγκεκριμένη δυναμική τις συμπεριφορές των μελών του.  Καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα συσταθεί μια οικογένεια, τον σκοπό που θα έχει, τη χρησιμότητα του σχολείου, τον τρόπο επομένως με τον οποίο μια οικογένεια θα επικοινωνήσει με το σχολείο, τους προσωπικούς στόχους που θα θέσει το κάθε άτομο-μέλος της κοινωνίας για να ανελιχθεί ή απλά για να βρει μια θέση.

Επίσης, όλα αυτά τα συστήματα καθορίζουν και το περιθώριο στο οποίο θα κληθούν να βρουν τη θέση τους άνθρωποι που δεν τα κατάφεραν με την κανονικότητα.

Και είναι και η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που καθορίζεται από όλα τα παραπάνω και τα επηρεάζει με τη σειρά της.

Στα Κέντρα Πρόληψης το βλέπουμε συχνά: πίσω από όλες τις δύσκολες  καταστάσεις υπάρχει έλλειψη συνεργασίας, έλλειψη επικοινωνίας βαθιά εδραιωμένη. Συγκεκριμένα αυτό το παρατηρούμε  στις οικογενειακές σχέσεις, στις κοινωνικές-επαγγελματικές σχέσεις, όπως επίσης και στο σχολείο.

Συχνά ακούμε από τους εκπαιδευτικούς να δυσκολεύονται από την έλλειψη επικοινωνίας στην καθημερινότητά τους. Μας αναφέρουν, λόγου χάρη, ότι δεν μπορούν να συνεργαστούν με τους συναδέλφους τους. Εκπαιδευτικοί ειδικότητας που δεν ενημερώνονται από τους υπόλοιπους εκ των προτέρων για το κλίμα της τάξης και για προβλήματα που τυχόν έχουν προκύψει.

Μας αναφέρουν ότι υπάρχει η νοοτροπία, πως ο κάθε δάσκαλος είναι υπεύθυνος για το τι συμβαίνει στην τάξη του και συχνά αποσιωπά προβλήματα για να μην φανεί ότι δεν είναι «αρκετός» στον παιδαγωγικό του ρόλο και ότι δεν έχει έλεγχο της κατάστασης, λες και δεν είναι ευθύνη όλου του σχολείου η κάθε τάξη και η διαμόρφωση μιας συνολικής πολιτικής αντιμετώπισης.

Κάποιες φορές και εμείς αντιμετωπιζόμαστε με καχυποψία, γιατί αν κληθούμε να δουλέψουμε με μία τάξη, λόγω αυτής της νοοτροπίας, θα υπονοηθεί ότι ο εκπαιδευτικός της τάξης δεν είναι αρκετά καλός, συνεπώς τότε βιώνεται σαν παραβίαση η παρουσία των «ειδικών» στις τάξεις.

Χαρακτηριστικά έχουμε ακούσει από διευθυντή σχολείου να του αναφέρει μια μητέρα: «Δουλειά σας είναι να κρατάτε τα παιδιά μας ασφαλή, όχι να φέρνετε ψυχολόγους». Η εικόνα, δηλαδή, που είχε η συγκεκριμένη μητέρα ήταν ότι ήρθαν οι ψυχολόγοι στο σχολείο και όχι ότι εμείς κληθήκαμε  εκεί γιατί τα παιδιά δεν μπορούσαν να συνεργαστούν και να αναπτύξουν βασικές κοινωνικές δεξιότητες.

Μας αναφέρουν οι εκπαιδευτικοί μεγάλη δυσκολία στο να επικοινωνήσουν με τους γονείς και ότι συχνά σαμποτάρουν το έργο τους, απαξιώνουν το σχολείο και δεν ωθούν τα παιδιά να το σεβαστούν. Επίσης, οι δάσκαλοι παρατηρούν -κάτι το οποίο βλέπουμε κι εμείς- ότι τα παιδιά δεν συνεργάζονται μεταξύ τους, δεν έχουν μάθει να φέρονται ομαδικά, αλλά κυρίως να σκέφτονται ομαδικά. Είναι σαν να ήρθαν στο σχολείο όχι για να ενταχθούν αλλά για να ξεχωρίσουν με τον οποιοδήποτε τρόπο, είτε θετικά είτε αρνητικά.

Βλέπουμε, επομένως, συνολικά μια διάθεση μη επικοινωνίας και μη συνεργασίας. Όλος ο κοινωνικός ιστός διαπνέεται από μια αμηχανία και μια καχυποψία ως προς τον άλλον. Το πραγματικό μοίρασμα των δυσκολιών οι άνθρωποι  δεν το βλέπουμε ως ευκαιρία για ολόπλευρη προσέγγιση, αλλά ως ένδειξη αδυναμίας και μη επάρκειας. Το βιώνουμε απειλητικό ως προς τον εγωισμό μας.

Με τα σύγχρονα δεδομένα δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτάρκεια του «ειδικού», δηλαδή ότι υπάρχει ο κατάλληλος ειδικός για κάθε περίπτωση. Κανένας ειδικός δεν είναι αρκετός όταν μιλάμε για πολυπαραγοντικά φαινόμενα.

Τα ζητήματα συνεργασίας έρχονται διαρκώς στο προσκήνιο είτε έχουν να κάνουν μεταξύ ανθρώπων, είτε μεταξύ θεσμών, ή ακόμα και μεταξύ κρατών. Βλέπουμε τι συμβαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πως αντιμετωπίζουν το προσφυγικό ζήτημα. Για ποια ένωση κρατών μιλάμε;

Η απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, κοινού οράματος, συμφωνίας αντιλήψεων και επομένως γρήγορων αντανακλαστικών απέναντι σε ό,τι προκύπτει, η απουσία της αίσθησης κοινού συμφέροντος είναι δεδομένα που δείχνουν ότι όταν κάτι κατακερματίζεται χάνει τη δύναμή του, δεν είναι συμπαγές, χάνει την ετοιμότητά του και χρειάζεται πολύς χρόνος για να επανενωθεί με τα υπόλοιπα μέρη και να αποκατασταθεί ως ολότητα.

Επομένως -και κλείνοντας-, όταν κάνουμε λόγο για δικτύωση και συνεργασία στην αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου της εξάρτησης, στην ουσία αναφερόμαστε σε θεμέλια που πρέπει να ξαναχτιστούν και θα ορίζουν με τη δημιουργία τους ότι είναι επιστημονική απαίτηση και κοινωνική αναγκαιότητα η επιθυμία μας να συναντηθούμε με τον άλλον.

 

* Η Άννα Τζάκου είναι Κοινωνιολόγος, Κέντρο Πρόληψης Περιστερίου «Οδοιπορικό»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!