Του  Σωκράτη Μαντζουράνη.

Τα κουσούρια κάθε ανθρώπου είναι, γενικά, ένα πρόβλημα.
Με δεδομένο ότι τα κουσούρια μου είναι ουκ ολίγα, εγκατέλειψα τη βοήθεια της αυτοκριτικής και επέλεξα άλλες τακτικές αντιμετώπισής τους.
Τα αποδέχτηκα, τα βάφτισα «ειδικές δεξιότητες», τα συμπαθώ και συχνά τα χρησιμοποιώ για να διαπιστώνω κατά πόσο ισχύει το «αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του».
Άλλωστε, τώρα πια στα εξήντα και κάτι, άλλα περιθώρια δεν βλέπω να έχω.
Ένα από τα πιο αγαπημένα μου, είναι αυτό του «ονειροπαρμένου», του αιθεροβάμονα, αυτού που του αρέσουν τα… παραμύθια.

Από μικρός έτσι ήμουν κι έτσι, λίγο-πολύ, συνεχίζω μέχρι τα τώρα.

Μ’ αρέσουν αυτά τα «ταξίδια» που δεν τα ξεκινάς αφού πρώτα λογαριάσεις κόστος και στόχο, αλλά τα τολμάς έτσι, χωρίς τερτίπια και κόλπα, γιατί σε σπρώχνει το ίδιο το «παραμύθι». Δεν είναι η φυγή η απόλαυση αυτού του «ταξιδιού».
Δεν είναι το ξόρκισμα της πραγματικότητας το ζητούμενο.
Είναι αυτή η εντελώς ανθρώπινη επιθυμία να γευτώ και ν’ αγγίξω το όραμα, είναι που μπορώ να μην επιτρέπω στον «κακό το λύκο» να φάει την κοκκινοσκουφίτσα ή να τον ξεμπροστιάζω κάθε φορά που μεταμφιέζεται σε γιαγιά.
Ομολογώ πως μ’ αρέσουν τα παραμύθια και στενοχωριέμαι που όλο και πιο συχνά, επικαλούμενος αυτή την αναθεματισμένη την εμπειρία και την ωριμότητα, αναβάλλω το… «παραμύθιασμα» και το αιθεροβατείν και επιτρέπω στην αθωότητα να με εκδικείται.
Μπορεί όμως και να λιγοστεύουν τα όνειρα.
Ίσως και οι… ονειροπαρμένοι.
Ποιος ξέρει…
Όμως, το παλεύω το πράγμα και νιώθω πως τούτος ο κόσμος δύσκολα θα ξορκίσει τα… όνειρα.
Ποτέ δεν ξεμείναμε απ’ αυτά.
Από «ονειροπαρμένους» είχαμε πάντα μια έλλειψη κι αυτό το πληρώνουμε ακριβά, μέχρι σήμερα.
Όπως και να έχει, δεν μπορώ να απαλλαγώ απ’ αυτό το «κουσούρι του παραμυθιού» και μεταξύ μας δεν θέλω να το ξεφορτωθώ.
Μ’ αρέσει…
Μ’ αρέσουν τα «παραμύθια» που μου λένε τα πρόσωπα των παιδιών στις πορείες, στις καταλήψεις, στους έρωτές τους…
Μ’ αρέσουν τα «παραμύθια» που διαβάζω στα μάτια των γερόντων που ακόμα κονταροχτυπιούνται με το όνειρο.
Μ’ αρέσουν τα γλυκόπικρα «παραμύθια» των δρόμων, των εργοστασίων, των εξεγέρσεων του κόσμου, των όπου γης ασυμβίβαστων, των απανταχού ονειροπόλων.
Μ’ αρέσουν όλα τα «παραμύθια» που μου έλεγε μικρό η μάνα μου, η γιαγιά η Δαμασκηνή κι αυτή η μικρή ψυχοκόρη μας, η Μαρικούλα, όταν παραδινόμουν στην αγκαλίτσα της τρισευτυχισμένα ανήμπορος.
Με σημάδεψαν όλα τούτα τα… παραμύθια, μα ένα πιο πολύ απ’ όλα.
Είναι το «παραμύθι» του μπάρμπα-Ευριπίδη, που δούλευε παραγιός στο μπακάλικο του πατέρα μου, στη Μυτιλήνη.
Καθόμασταν σ’ ένα βράχο έξω από το λιμάνι, αυτός να δολώνει την πετονιά του για κανένα κεφαλόπουλο κι εγώ να διαλύομαι στο Αιγαίο και στην απέναντι Ανατολή.
«…Άκουσε, γιε μου…
Ο κόσμος δεν θα είναι πάντα έτσι.
Θα γίνει κάποτε ένας κόσμος, όπου όλοι θα έχουν δουλειά, φαΐ και ρούχα και όμορφα σπίτια και θα είναι πάντα χαρούμενοι.
Άσε πια τα παιδιά.
Εκεί να δεις…
Όμορφα παιχνίδια γεμάτος ο τόπος και ρούχα και παπούτσια στα πόδια τους ολοχρονίς.
Καινούργια παπούτσια.
Θα φοράν όλα τα παιδιά κάτι όμορφα γυαλιστερά κόκκινα παπούτσια.
Όλα θα φοράν κόκκινα παπούτσια!
– Θα γίνει στ’ αλήθεια θείο-Ευριπίδη;
– Άμα το θέλεις πολύ, θα γίνει. Κι άμα δεν τα καταφέρουμε εμείς, θα ’ρθουν καλύτεροι άνθρωποι από ’μας και θα τον φτιάξουν».
Μ’ ένα μαγικό τρόπο, κάθε φορά που πάω να «αξιοποιήσω» το ρεαλισμό της ωριμότητας, κάθε φορά που η μιζέρια γίνεται «επιτροπή», η σκοπιμότητα «συνθετικό κείμενο», τα βαρύγδουπα «όργανα» λυμφατικές παρέες και οι σοβαρές αποφάσεις προφάσεις ακινησίας, να ’σου μπροστά μου ο μπάρμπα-Ευριπίδης να δολώνει στο βράχο και να με διαβεβαιώνει:
– Κι άμα δεν τα καταφέρετε εσείς, θα ’ρθουν καλύτεροι άνθρωποι…
Μ’ αρέσουν τα… παραμύθια.
Χαίρομαι που τα καταφέρνω να μ’ αρέσουν ακόμα, αν κι είναι πια βάσανο.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!