Το ταξίδι που πραγματοποίησε ο Αλ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη την περασμένη βδομάδα, με σκοπό να συναντήσει τον Μπουτάρη και να τον χρίσει επικεφαλής της δημοκρατικής παράταξης στην πόλη, δεν ήταν μια τυχαία κίνηση. Ασφαλώς και δεν είχε τοπικό μόνο χαρακτήρα, ούτε ήταν απλώς μια μικροκομματική ζαριά πανελλαδικής εμβέλειας, εν όψει και των δημοτικών εκλογών που πλησιάζουν. Σηματοδοτεί ευρύτερες πολιτικές στοχεύσεις, και αυτό είναι το θέμα που διερευνούν τα σημειώματα που παρουσιάζονται στις δύο αυτές σελίδες.

Κεντροαριστεροί σχεδιασμοί

Δύο δρόμοι υπάρχουν για τη χώρα, σύμφωνα με τις κυβερνητικές αφηγήσεις. Ο ένας είναι αυτός της προόδου και της κοινωνικής ευαισθησίας. Ο άλλος, αυτός της συντήρησης, του «σκότους» και της νεοφιλελεύθερης αναλγησίας. Μπορεί να φαίνεται πολύ εύκολο να αποδομήσει κανείς αυτό το σχήμα, ειδικά μετά από όσα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, όσα υλοποιεί η κυβέρνηση Τσίπρα σε όλους τους τομείς. Παρ’ όλα αυτά, αυτό επιστρατεύεται, με κάποιο τρόπο λειτουργεί, και έχει ορισμένα αποτελέσματα. Οι ιδιαίτερες μορφές που παίρνει η πολιτική αντιπαράθεση, ο ειδικός τρόπος με τον οποίο ασκούν πολιτική τα κόμματα, έχει κάθε φορά σημασία για να ερμηνεύσει κανείς όσα συμβαίνουν. Διαφορετικά, θα διαπιστώσει απλώς ότι «όλοι ίδιοι είναι» αφού εφαρμόζουν τελικά την πολιτική που έρχεται «απ’ έξω» στα κρίσιμα θέματα. Διαπίστωση «τίμια» μεν που όμως κινδυνεύει να συσκοτίσει την κατάσταση όπως αυτή σήμερα διαμορφώνεται.

Μετατόπιση με σημασία

Είναι εμφανές ότι υπάρχει μια μετατόπιση στην πολιτική του Αλ. Τσίπρα και η περίπτωση Μπουτάρη αποτελεί ενδεικτικό σημείο για αυτή. Ο σημερινός ένοικος του Μαξίμου, δεν ασκεί μια πολιτική με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ που απλώς ρίχνει δίχτυα για κάποιες συμμαχίες με τον κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο. Εκείνο που επιχειρεί είναι να υπερβεί το «κόμμα» και να πρωταγωνιστήσει απευθείας ο ίδιος στη διαμόρφωση ενός ευρύτερου πόλου με κεντρώο, κεντροαριστερό χαρακτήρα.

Δεν έχουμε δηλαδή το σχήμα «Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) + Κέντρο (ΠΑΣΟΚικές και λοιπές δυνάμεις) = Κεντροαριστερά», αλλά μια προσπάθεια να εδραιωθεί ο ίδιος σαν επικεφαλής αυτού του πόλου απέναντι στη Δεξιά. Θα το διαπιστώσουμε αν παρατηρήσουμε τη φρασεολογία που επιλέγεται τελευταία, αλλά και τις κινήσεις οι οποίες γίνονται. Χαρακτηριστική άλλωστε είναι και η έντονη ανησυχία στον χώρο του «Κινήματος Αλλαγής» για τις πρωτοβουλίες που παίρνονται, για αυτό και επιχειρείται με κάθε τρόπο να χαραχτούν διαχωριστικές γραμμές.

Παραδοσιακά, η Κεντροαριστερά είχε τη δυνατότητα, μέσα από την αντιπαράθεση με τη Δεξιά, να συγκροτείται, εκφράζοντας ή επηρεάζοντας ευρύτερα στρώματα. Δεν είναι πάντα σκέτα τα «ταξικά συμφέροντα» που καθορίζουν ποια πολιτικά μπλοκ θα διαμορφωθούν. Η «πολιτική» έχει τον δικό της αυτόνομο ρόλο, ασχέτως αν συχνά απογυμνώνεται από τη σύγκρισή της με την πραγματικότητα

Θα έλεγε κανείς ότι η πλευρά Τσίπρα άργησε να προβεί στη μετατόπιση αυτή. Επέμεινε ως τώρα σε μια αδόκιμη πολιτική, νόμιζε ότι θα συγκροτήσει ορισμένες κομματικές δυνάμεις, με βάση και τις δυνατότητες που δίνει η κρατική εξουσία, και θα σύρει σε κάποιες συνεργασίες τον ΠΑΣΟΚικό χώρο. Το σχήμα αυτό δεν προχωρούσε, αντιμετώπιζε διαρκώς δυσκολίες, ενώ και γενικότερα γίνεται σαφές ότι το στενά δικομματικό μοντέλο που στο παρελθόν λειτούργησε σαν βασικός πυλώνας της συστημικής σταθερότητας μέσα από την εναλλαγή, σήμερα δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει.

Η γενικότερη διαλυτική κατάσταση που επικρατεί στο κοινωνικό επίπεδο, επεκτείνεται και στο πεδίο της πολιτικής και κανείς για να παίξει ένα ρόλο προσπαθεί να διαβάσει ευρύτερες διεργασίες και να συνδεθεί με αυτές. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί και ο ρόλος των διεθνών παραγόντων, για τους οποίους παραδοσιακά το εγχώριο πολιτικό προσωπικό προσπαθούσε να καταλάβει τι «χρησμούς» βγάζουν ώστε να προσαρμοστεί αναλόγως. Μόνο που η «άσκηση» αυτή, είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολη και σύνθετη από ό,τι παλιότερα.

Έτσι λοιπόν, για να επανέλθουμε στα πιο συγκεκριμένα, ο Τσίπρας πάει στη Θεσσαλονίκη και δίνει το χρίσμα στον Μπουτάρη. Αύριο μπορεί να κάνει το ίδιο με τον Κατσιφάρα στην Πελοπόννησο και τον Αρναουτάκη στην Κρήτη, μεθαύριο να γίνει κανονικό μέλος στην ευρωπαϊκή «σοσιαλιστική οικογένεια», ενώ ήδη σχολιάζεται η χρήση του συμβολικού Κάραβελ από όπου οι προεδρικές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ προαναγγέλλουν φόρουμ για την «προοδευτική ανασυγκρότηση» και εξαγγέλλουν στην ουσία μια τυπική «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» του χώρου.

Όχι, δεν ήταν μέχρι χτες αυθεντική «Αριστερά» ο χώρος αυτός και σήμερα «πασοκοποιείται». Αλλά ο εδικός τρόπος με τον οποίο επιχειρείται πλέον να ασκηθεί πολιτική, θα επηρεάσει τις εξελίξεις και θα φέρει ευρύτερες ανακατατάξεις.

Επιχείρηση εγκλωβισμού

Όλη αυτή τη διαδικασία έχει ένα πολύ βασικό διακύβευμα. Να εγκλωβιστεί σε μια ανοιχτά φιλοσυστημική και πλήρως προσαρμοσμένη κατεύθυνση, το μεγάλο δυναμικό που έχει επιδείξει κατά καιρούς ριζοσπαστικά αντανακλαστικά ή που μπορεί να επηρεαστεί από μια «αντιδεξιά» στρατηγική.

Βέβαια, ο ριζοσπαστισμός που τα προηγούμενα χρόνια αναπτύχθηκε στην Ελλάδα ήταν μέρος ευρύτερων ζυμώσεων και δεν είχε στενά «αριστερά» χαρακτηριστικά. Δεν είναι λοιπόν βέβαιο ότι όλα τα τμήματά του θα αλληθωρίσουν κατευθείαν μπροστά σε έναν παγιδευτικό διπολισμό. Υπάρχουν όμως άλλα κομμάτια, πολιτικά «ακροατήρια» ή κοινωνικά στρώματα (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι), τα οποία η πολιτική Τσίπρα έχει δυνατότητες να χειριστεί.

Εκείνο που θα προβάλλεται διαρκώς ως επίδικο, δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Το στρατόπεδο που ναι μεν δεν κατάφερε να αποφύγει τα μνημόνια και τα εφάρμοσε, αλλά τώρα προχωρά στην «καθαρή έξοδο», κι ας έχει κι αυτή «τα προβλήματά της», απέναντι σε μια σκληρή ρεβανσιστική Δεξιά που θέλει να τα διαλύσει όλα και θα σαρώσει ό,τι έχει απομείνει.

Δεν θα μείνουν όλοι ανεπηρέαστοι από την αντιπαράθεση αυτή. Πολύς κόσμος που δεν εντάσσεται στον ΣΥΡΙΖΑ –μέχρι και οργανωμένες αριστερές δυνάμεις– ήδη στην ουσία στρατεύεται μαζί του σε διάφορα θέματα, ακόμα και με πιο καλυμμένους τρόπους. Η αντιμετώπιση της περίπτωσης Μπουτάρη υπήρξε ενδεικτική. Και μια ΠΑΣΟΚικού τύπου «αντιδεξιά» στάση, ευδοκιμεί σε διάφορους χώρους («Μην έρθει ο Κούλης»). Ακόμα και η διαρκής κόντρα του «Ρουβίκωνα» με τον Μητσοτάκη, σαν να είναι αυτός στην κυβέρνηση, προσφέρεται για συμπεράσματα. Όλοι κάνουν τους υπολογισμούς τους για την επόμενη μέρα και εφόσον η κούρσα έχει δυο άλογα, κάπου πρέπει να ποντάρουν…

Παραδοσιακά, η Κεντροαριστερά είχε τη δυνατότητα, μέσα από την αντιπαράθεση με τη Δεξιά, να συγκροτείται, εκφράζοντας ή επηρεάζοντας ευρύτερα στρώματα. Δεν είναι πάντα σκέτα τα «ταξικά συμφέροντα» που καθορίζουν ποια πολιτικά μπλοκ θα διαμορφωθούν. Η «πολιτική» έχει τον δικό της αυτόνομο ρόλο, ασχέτως αν συχνά απογυμνώνεται από τη σύγκρισή της με την πραγματικότητα. Με την έννοια αυτή, ο εγκλωβισμός τμημάτων της αμφισβήτησης, του ριζοσπαστισμού ή της Αριστεράς (πιο παρωχημένη έννοια σήμερα) είναι μια επιχείρηση μεγάλης σημασίας.

Από την άποψη αυτή, ένα από τα βασικά ζητούμενα σήμερα για τις όποιες δυνάμεις ενδιαφέρονται για διαφορετικές εξελίξεις, θα ήταν κυρίως η αντιμετώπιση αυτού του εγκλωβισμού. Το πώς μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει, είναι σίγουρα ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα πραγματοποιηθεί με όρους «υπεράσπισης» ή «διαφύλαξης» μιας πολλαπλά διάτρητης ταυτότητας.

Σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο της Αυγής της περασμένης Κυριακής, ο Τσίπρας από τη μια και ο Μητσοτάκης από την άλλη, εκπροσωπούν τους δυο μοναδικούς, ρεαλιστικούς δρόμους για τη χώρα. Τα πράγματα μοιάζουν απλά κι ο καθένας καλείται απλώς να διαλέξει ποιον προτιμάει…

Οι ελίτ θέλουν απορρύθμιση

Οι σχεδιασμοί που εκτυλίσσονται στο εσωτερικό, ποντάρουν στη στήριξη των διεθνών κέντρων, «πουλώντας» το γεγονός ότι μπορούν να διασφαλίσουν τη σταθερότητα του συστήματος στην Ελλάδα. Οι σχεδιασμοί αυτοί, έχουν ένα μεγάλο πρόβλημα. Μετράνε λάθος την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε και κυρίως τον τρόπο που σήμερα κινούνται οι παίκτες του βαθύτερου συστήματος, αυτοί που αποκαλούνται συνήθως ελίτ ή και «αγορές».

Οι παράγοντες αυτοί δεν συμπεριφέρονται σήμερα με «συμβατικό» τρόπο. Δεν επιδιώκουν τη «συντήρηση», αλλά περισσότερο επενδύουν σε αλλαγές και ανατροπές, ακόμα και σε χαοτικές καταστάσεις. Ώστε να αναζητηθούν πιθανά στο μέλλον νέες ισορροπίες, όταν αυτές καταστούν εφικτές. Δεν πρόκειται για «παραλογισμό». Είναι το αποτέλεσμα της παρόξυνσης όλων των αντιθέσεων και ανταγωνισμών με φόντο μια εξελισσόμενη κρίση που δεν σχετίζεται κυρίως με κάποιους πεσμένους οικονομικούς δείκτες, αλλά με τα γενικευμένα αδιέξοδα του δυτικού κόσμου σε όλα τα επίπεδα.

Παλιές διευθετήσεις, κρατικές οντότητες, διεθνείς θεσμοί και σύνορα, βρίσκονται στο στόχαστρο των «παγκοσμιοποιητών». Στο πλαίσιο αυτό, απεργάζονται την απορύθμιση και του ίδιου του πολιτικού εποικοδομήματος, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Μπορεί οι «ορθολογιστές» πολιτικοί να προβάλλονται σαν μια συνετή λύση απέναντι σε «δημαγωγούς» και «λαϊκιστές», αλλά η αλήθεια είναι ότι συνολικά ο παλιός πολιτικός κόσμος απαξιώνεται από τους «βαθείς» συστημικούς παράγοντες

Παλιές διευθετήσεις, κρατικές οντότητες, διεθνείς θεσμοί και σύνορα, βρίσκονται στο στόχαστρο των «παγκοσμιοποιητών». Στο πλαίσιο αυτό, απεργάζονται την απορύθμιση και του ίδιου του πολιτικού εποικοδομήματος, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Μπορεί οι «ορθολογιστές» πολιτικοί να προβάλλονται σαν μια συνετή λύση απέναντι σε «δημαγωγούς» και «λαϊκιστές», αλλά η αλήθεια είναι ότι συνολικά ο παλιός πολιτικός κόσμος απαξιώνεται από τους «βαθείς» συστημικούς παράγοντες.

Φαίνεται ότι σήμερα είναι προτιμότερες πολιτικές λύσεις χαμηλού κόστους και άμεσης ανάλωσης. Πολιτική και πολιτικοί, δηλαδή, με όλο και λιγότερες δόσεις του πολιτικού στοιχείου. Χωρίς έντονες διαφοροποιήσεις και πρόσημο, αλλά και χωρίς μεγάλη διάρκεια. Γιατί οι πιο μόνιμες λύσεις σημαίνουν και περισσότερο αυτόνομους ρόλους και οι φορείς τους αξιώνουν στην πορεία να έχουν όλο και περισσότερο τις δικές τους επιδιώξεις, αλλά και πιο ανθεκτικούς μηχανισμούς. Με συνέπεια, μεταξύ άλλων, να μην είναι ευέλικτοι και συμβατοί με τις διαρκείς αναπροσαρμογές που επιζητά σήμερα το κεφάλαιο.

Στη σημερινή εποχή, λοιπόν, οι όποιοι πολιτικοί διαμεσολαβητές, σαν αναγκαίο κακό που δεν μπορεί ακόμα να εξαλειφθεί πλήρως, πρέπει να λειτουργούν όλο και περισσότερο «αλά καρτ». Να βγάζουν κάποια δουλειά, δηλαδή, να αμείβονται βέβαια κάπως για αυτή και να έρχονται οι επόμενοι.

Το παραδοσιακό ευρωπαϊκό σκηνικό, με το μονοπώλιο δύο μεγάλων «πολιτικών οικογενειών», ουσιαστικά δεν υφίσταται πια. Στις περισσότερες χώρες, δεν έχουν εκλείψει τα μεγάλα δεξιά κόμματα, αλλά κι αυτά με διχασμούς στο εσωτερικό τους, ενώ η παλιά σοσιαλδημοκρατία φυτοζωεί και όλο και περισσότερα «υβριδικά», μπερδεμένα και ανορθόδοξα σχήματα εμφανίζονται και διεκδικούν ρόλο. Η Μ. Βρετανία, με όσα έγιναν στο δημοψήφισμα, είναι ένα παράδειγμα, η Ιταλία με τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών, επίσης. Στη Γερμανία, οι όρκοι των σοσιαλιστών ότι δεν κάνουν κυβέρνηση με τη Μέρκελ, παραμερίστηκαν χωρίς πολλά-πολλά. Αλλά και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο παραδοσιακός διπολισμός μόνο σαν κέλυφος διατηρήθηκε, με τους πάντες να διχάζονται γύρω από το φαινόμενο Τραμπ.

Μιλώντας για χώρες όπως η Ελλάδα, που λογαριάζεται βέβαια με εντελώς διαφορετική διαβάθμιση σε σχέση με τις προαναφερθείσες, κανείς δεν θέλει να «παντρευτεί» τους ντόπιους πολιτικούς. Ούτε βέβαια να δει να αναπαράγεται το παλιότερο σκηνικό με δυο-τρεις οικογένειες («βιολογικές» εδώ, όχι πολιτικές) να μονοπωλούν την πολιτική ζωή και το κράτος. Η κόντρα της Τρόικας από την αρχή της μνημονιακής περιόδου με τις πολιτικές κάστες δεν ήταν σκηνοθετημένη, αλλά πραγματική. Ακόμα, αν δούμε για παράδειγμα πώς στήθηκε μέσα σε λίγες μέρες το «κόμμα» του Στ. Θεοδωράκη, αλλά και πώς εγκαταλείφθηκε και «κάηκε» όταν έδειξε ότι θα παίξει συμπληρωματικά στο παλιό κομματικό σκηνικό, θα βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα.

Από την άποψη αυτή, οι πολιτικές που σκοπεύουν να σταθεροποιηθούν μέσα από έναν διπολισμό και να αποκτήσουν έναν μονιμότερο ρόλο, με τις ευλογίες κάποιων ξένων κέντρων, θα συναντήσουν μεσοπρόθεσμα αρκετούς σκοπέλους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!