Αποτελεί πραγματικό άθλο το να καταλάβει ο μέσος Ευρωπαίος τι διαμείβεται τις τελευταίες εβδομάδες -και τι θα διαμειφθεί τις προσεχείς- μεταξύ Βερολίνου, Παρισιού, Βρυξελλών και Κανών. Η Ευρωζώνη είναι μια πραγματική ζούγκλα αλληλοσπαρασσόμενων συμφερόντων -αλλά ως γνωστόν όταν παλεύουν οι ελέφαντες την πληρώνουν τα βατράχια. Κι όταν χορεύουν ή απλώς παζαρεύουν, επίσης. Επομένως, αναρωτιέται κανείς με ποιου είδους ζούγκλα εκτός ευρώ μας τρομοκρατεί ο Ευάγγελος Βενιζέλος…
Πρωθυπουργοί, υπουργοί οικονομικών, κομισιονάριοι και άλλοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, εκπρόσωποι των τραπεζών, συναντώνται, διαβουλεύονται και διαγκωνίζονται σε καθημερινή βάση, σε ένα ατέλειωτο πολιτικο-οικονομικό παζάρι με δύο κυρίως διακυβεύματα: τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού τέρατος και το τελικό μοντέλο ελεγχόμενης χρεοκοπίας που θα επιβληθεί στην Ελλάδα.
Η διαπραγμάτευση αυτή έχει δύο κορυφαίους σταθμούς. Την ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής στις 23 του μηνός στις Βρυξέλες και τη σύνοδο κορυφής του G20, στις Κάνες, στις 3 Νοεμβρίου. Των δύο αυτών σταθμών, ωστόσο, προηγείται μια διόλου ανώδυνη «στάση» στην Αθήνα. Η έκβαση της ψηφοφορίας για το πολυνομοσχέδιο – σοκ που επιχειρεί τη χαριστική βολή στο λαϊκό εισόδημα, σε συνθήκες κοινωνικής έκρηξης, απεργιακής πολιορκίας και δημοσκοπικής κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, μπορεί να προκαλέσει περιπετειώδεις ανατροπές στην ατζέντα των ηγετών της Ε.Ε. και του G20.
Ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε σε μια σειρά. Το κεντρικό ζήτημα που απασχολεί αυτή τη στιγμή τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, και ιδιαίτερα τη γαλλική και γερμανική, είναι η αντοχή του τραπεζικού συστήματος όχι μόνο σε μια περίπτωση βαθύτερου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, αλλά και σε ένα ακραίο σενάριο ύφεσης στην Ευρωζώνη. Μέρκελ και Σαρκοζί τα βρήκαν μεν την περασμένη εβδομάδα επί της αρχής «υπεράνω όλων οι τράπεζες», διαφωνούν όμως στον τρόπο χρηματοδότησης του «κουμπαρά» που θα δημιουργηθεί υπέρ της ενίσχυσής τους.
Η γερμανική ηγεσία, σε απόλυτο συντονισμό με τις αναιδείς απαιτήσεις των αγορών, φαίνεται να επιδιώκει μια σημαντική ενίσχυση του ταμείου EFSF με κεφάλαια που μπορεί να φτάσουν και να ξεπεράσουν τα 2 τρισ. ευρώ, με τρόπο ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των τραπεζών δια παν ενδεχόμενο και με ενδεχόμενο τίμημα την κρατικοποίησή τους. Συζητάνε ακόμη και το ενδεχόμενο να καλύψουν οι κυβερνήσεις το κολοσσιαίο αυτό ποσό, με χρήματα των φορολογούμενων πάντα, ενώ είναι διατεθειμένοι, όπως δήλωσαν Μέρκελ και Σόιμπλε, να υιοθετήσουν φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ακόμη και μονομερώς, στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί ευρωπαϊκή ή και παγκόσμια συμφωνία σ’ αυτό. Στις ιδέες αυτές, αν και με διαφοροποιήσεις, προσθέτουν το βάρος τους η αμερικανική ηγεσία αλλά και ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν, με δηλώσεις που «προγκάνε» τους Ευρωπαίους ηγέτες για πολιτική αβελτηρία.
Στον αντίποδα αυτών των ιδεών, οι Γάλλοι βγάζουν φλύκταινες στην ιδέα να προσφύγουν στο ταμείο EFSF για να στηρίξουν τις εκτεθειμένες στο ελληνικό (και όχι μόνο) χρέος τράπεζές τους. Προτείνουν μεν τη μετατροπή του EFSF σε τράπεζα, αλλά μόνο για την κάλυψη των κρατικών χρεών και όχι για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Στην ίδια περίπου πλευρά στέκεται και το τραπεζικό λόμπι που δηλώνει την αλλεργία του σε κάθε σκέψη για μερική κρατικοποίηση των τραπεζών. Ο Τζόζεφ Άκερμαν της Deutsche Bank, από τους αρχιτέκτονες της «μακαρίτισσας» συμφωνίας της 21ης Ιουλίου, «απείλησε» πως οι προτάσεις για ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε συνδυασμό με το συζητούμενο μεγαλύτερο κούρεμα του ελληνικού χρέους μπορεί «να οδηγήσουν σε πιστωτική κρίση την πραγματική οικονομία». Και ο πρόεδρος των Γερμανών τραπεζιτών, Αντρέας Σμιτς, κήρυξε «αντίσταση» στα σχέδια αναγκαστικής ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, δηλώνοντας πως η παρούσα κρίση δεν είναι τραπεζική κρίση, αλλά πολιτική κρίση εμπιστοσύνης και οι τράπεζες δεν πρέπει να πληρώσουν για μια κρίση που δεν έχουν προκαλέσει».
Απειλούν με ύφεση
Πίσω από αυτές τις δηλώσεις, αλλά και τις διακηρύξεις των τραπεζιτών ότι προτιμούν να κόψουν τα δάνεια και να ζητήσουν ενίσχυση από τους μετόχους τους, παρά να πέσουν στην ανάγκη των κρατών, κρύβεται μια χειροπιαστή απειλή: η «Διεθνής» της τοκογλυφίας, και ιδιαίτερα ο ευρωπαϊκός της βραχίονας, μοιάζει διατεθειμένη να ρισκάρει μια βαθιά και μακρόχρονη ύφεση στην Ευρωζώνη, πιστή στο δόγμα της δημιουργικής καταστροφής. Η φιλοσοφία ότι «η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες» ποντάρει σε μια μαζική απαξίωση κρατικών και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων που, μετά το τέλος της ύφεσης, θα πλουτίσουν τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια και, φυσικά, θα αναβαθμίσουν ακόμη περισσότερο τον ρόλο της χρηματοπιστωτικής «χούντας» στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.
Οι ζυμώσεις αυτές έχουν απελευθερώσει τις βαθύτερες αντιθέσεις στον πυρήνα της καπιταλιστικής ολιγαρχίας, που μερικές φορές μοιάζουν ακατάληπτες ως προς το στρατηγικό και ταξικό τους περιεχόμενο. Ωστόσο, περιλαμβάνουν ως παρεμπίπτον πρόβλημα και τη διαχείριση του ελληνικού χρέους. Το αν, πότε και υπό ποια θεσμική πατέντα θα χρεοκοπήσει η Ελλάδα συναρτάται και πάλι με το πόσο θα διακινδυνεύσουν οι τράπεζες. Αυτή τη στιγμή, μεταξύ γερμανικής και γαλλικής ηγεσίας, ευρωκρατών και τραπεζών, μέσω της διεθνούς ένωσής τους, του IIF διεξάγεται ένα μπρα ντε φερ για το εύρος της διαγραφής του ελληνικού χρέους. Ακούγονται και διαρρέουν ποσοστά «κουρέματος» από 35% μέχρι και 70%, όπως πρότεινε η ελβετική τράπεζα UBS. Οι τράπεζες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι «δεν αντέχουν» αυτά τα ποσοστά, και σ’ αυτό συντάσσονται οι γαλλικές πρωτίστως, αλλά και οι γερμανικές τράπεζες. Και φυσικά οι ελληνικές, που στην περίπτωση αυτή έχουν την κρατικοποίηση στο τσεπάκι.
Η γερμανική πολιτική ηγεσία εμφανίζεται πιο «ριζοσπαστική» στο πεδίο αυτό, με τον υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε να επιχειρηματολογεί μαχητικά ότι «σε μια δημοκρατία δεν είναι δυνατόν οι επενδυτές να αντλούν μόνο τα κέρδη και οι φορολογούμενοι να πληρώνουν τις ζημιές». Δηλώσεις σαν αυτή αποτελούν προσπάθεια εναρμόνισης προς τη γερμανική κοινή γνώμη που εμφανίζεται εξαιρετικά εχθρική απέναντι στις τράπεζες (το 74% των Γερμανών τάσσεται κατά της ενίσχυσής τους και υπέρ του αυστηρού ελέγχου τους). Αλλά, πέρα από αυτές τις «δημοκρατικές» διακηρύξεις, υπάρχουν οι γνωστοί πραγματικοί φόβοι να επαναληφθεί το «ελληνικό πρόβλημα» πολλαπλάσιο σε μια χώρα του μεγέθους της Ιταλίας, της Ισπανίας ακόμη και της Γαλλίας, πράγμα που καταγράφηκε ήδη στην απόφαση του οίκου-λύκου Standard & Poor’s να υποβαθμίσει το ισπανικό χρέος αλλά και στη συνεχή διεύρυνση του spread των γαλλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών.
Τίμημα και όφελος
Οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για το πόσο κούρεμα του ελληνικού χρέους μπορούν ν’ αντέξουν οι τράπεζες, πέρα από το 21% που υποτίθεται ότι προβλέπεται στην διαδικασία ανταλλαγής ομολόγων με βάση την απόφαση της 21ης Ιουλίου, συνεχίστηκαν χθες στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών του G20, αλλά και στην παράλληλη συνάντηση της Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Ένωσης IIF στο Παρίσι. Για μια ακόμη φορά, η Γερμανίδα καγκελάριος, πιστή στην τακτική ένα βήμα μπρος δύο πίσω, έβαλε φρένο στις προσδοκίες, δηλώνοντας ότι «μια μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη διαγραφή χρέους θέλει χρόνο και προσοχή». Η δήλωση αυτή ερμηνεύεται ως μήνυμα διάθεσης συμβιβασμού με τη γαλλική ηγεσία και τους τραπεζίτες που είναι απρόθυμοι για ένα κούρεμα των ελληνικών ομολόγων άνω του 21%. Προς το παρόν φαίνεται να προκρίνεται μια ήπια διεύρυνση μέχρι το ποσοστό 35%, στο βαθμό που το δεχτούν οι τράπεζες.
Ποιο είναι το τίμημα ενός τέτοιου, πιο «γενναιόδωρου» κουρέματος; Το είπε ορθά κοφτά ο κ. Σόιμπλε: «Η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεχθεί εποπτεία». Και εποπτεία σημαίνει πολύ απλά «κυβέρνηση τρόικας», με τοποτηρητή σε κάθε υπουργείο και απόλυτο έλεγχο στο κρατικό θησαυροφυλάκιο και τη διαχείρισή του, επιτήρηση της αυστηρής εφαρμογής της λιτότητας με τα ισχύοντα και τα επερχόμενα μέτρα, αλλά και διαχείριση – εκποίηση της κρατικής περιουσίας μέσω του τερατώδους σχεδίου Eureca ή άλλων ευφάνταστων παραλλαγών του.
Και ποιο το όφελος; Μια αρκετά αποκαλυπτική διάσταση για το υποτιθέμενο όφελος απ’ αυτή τη μερική διαγραφή χρέους δίνουν, για τους δικούς τους φυσικά λόγους, οι εγχώριοι τραπεζίτες που θέλουν με κάθε τρόπο να αποφύγουν την αναγκαστική κρατικοποίησή τους. Ο Μ. Σάλλας, του ομίλου Πειραιώς, σε ανακοίνωσή του παρέθεσε στοιχεία κατά τα οποία πάνω από 200 δισ. του χρέους των 360 δισ. εξ ορισμού εξαιρούνται από το συζητούμενο «κούρεμα». Από τα υπόλοιπα 160 δισ. βεβαιότητα συμμετοχής στο «κούρεμα» υπάρχει μόνο για τα μισά που αντιστοιχούν σε ομόλογα που κατέχουν εγχώριες τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές. Έτσι, το τελικό λογιστικό όφελος σε χρέος υπό διαγραφή μετά βίας υπερβαίνει τα 20 – 25 δισ., σταγόνα στον ωκεανό του χρέους, που ενδεχομένως να εκμηδενιστεί από τον νέο δανεισμό που περιμένει η χώρα.
Τα «καρφιά» Σάλλα και τα αντίστοιχα που προ ημερών εκτόξευσε η Alpha Bank, πέρα από την ιδιοτέλεια που περιέχουν, αποτελούν ένδειξη ότι οι αντιθέσεις που διαπερνούν τους συντελεστές του καπιταλιστικού παιγνίου διεθνώς, έχουν «μολύνει» και τον πυρήνα της εγχώριας ολιγαρχίας, ένα μέρος της οποίας φαίνεται να αναζητεί και εναλλακτική πολιτική λύση.
Η σταθερά της λιτότητας
Σε κάθε περίπτωση, τις επόμενες εβδομάδες και μέχρι τις συνόδους της Ε.Ε. και του G20 θα δούμε πολλούς ακόμη αγώνες πυγμαχίας και αλλαγές συμμαχιών ανάμεσα σε βασικούς και δευτερεύοντες πόλους της ολιγαρχίας. Μέσα από τις αντιθέσεις τους, ωστόσο, αναδεικνύεται μια σταθερά στην οποία συγκλίνουν. Ό,τι κι αν αποφασίσουν για το χρέος και για τη στήριξη των τραπεζών, το κόστος των αποφάσεών τους θα πέσει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που βυθίζονται όλο και βαθύτερα στη λιτότητα. Τι πιο χαρακτηριστικό; Στον απόηχο του «σερί» υποβαθμίσεων από τους «λύκους αξιολόγησης» οι κυβερνήσεις της Ιβηρικής προανήγγειλαν εντός ολίγων ωρών νέα πακέτα λιτότητας, τη στιγμή που η ανεργία στις δυο χώρες καταρρίπτει ρεκόρ τριών δεκαετιών, με πάνω από 5 εκατομμύρια ανέργους, στην πλειοψηφία τους νέους. Ακόμη κι όσοι πιστεύουν ότι η Ευρωζώνη δεν είναι ζούγκλα, όπως ο λαλίστατος β’ αντιπρόεδρος, θα πρέπει να συνηθίζουν στην ιδέα της μετατροπής της σε κοινωνική έρημο.