Χάλασαν την ησυχία των δημοτικών συμβούλων και του δήμαρχου Καβάλας οι εργαζόμενοι και απολυμένοι στη βιοτεχνία Δελφίνι, την προηγούμενη Δευτέρα. Αρκετές δεκάδες από αυτούς, με διστακτικά στην αρχή βήματα, με ένα πανό που έγραφε «Απολυμένοι – Δελφίνι» μπήκαν στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου και με συνθήματα, όπως «στέλνουν το Δελφίνι στη Βουλγαρία 400 άνθρωποι στην ανεργία», απαίτησαν την ουσιαστική στήριξη και παρέμβαση ώστε να αντιμετωπίσουν το φάσμα της ανεργίας που τους πλακώνει.
Εισέπραξαν ευχολόγια, αλλά και παρατηρήσεις γιατί άργησαν τόσο, γιατί δεν ενημέρωσαν πιο μπροστά, γιατί δεν έχουν σωματείο. Το συμπέρασμα που βγήκε ήταν ότι κανείς δεν ήξερε τίποτα. Δεν ήξερε ο δήμαρχος κ. Σιμιτσής, που πριν λίγα χρόνια ήταν νομικός σύμβουλος της επιχείρησης. Δεν ήξερε η αντιπολίτευση γιατί κανείς δεν τους είπε τίποτα. Δεν ήξερε το Εργατικό Κέντρο γιατί δεν πήγαν στη νομική υπηρεσία του. Δεν ήξερε το ΠΑΜΕ γιατί ποτέ δεν πήγαν στα συλλαλητήριά του.
Τους εργαζόμενους τους συναντήσαμε πρώτη φορά στην απεργία της 5ης Μαΐου. Εκεί δειλά-δειλά με ένα μικρό πανό φτιαγμένο από υλικά της βιοτεχνίας έκανε την εμφάνισή της μια πεντάδα. Στις 20 Μαΐου, στην επόμενη απεργία, ήταν περισσότεροι και από τους πιο δραστήριους στην πορεία. Η σαφώς πιο δυναμική παρουσία τους στον δήμο ήταν ενισχυμένη και με απολυμένους που ακόμα ψάχνουν για δουλειά. Ήταν 400 εργαζόμενοι (200 μόνιμοι και άλλοι τόσοι συμβασιούχοι) σε ένα εργοστάσιο που ποτέ δεν είχε σωματείο. Η τρομοκρατία ήταν μέχρι το τέλος ισχυρή.
Η εργοδοσία (γερμανική) αποφασίζει κάποια στιγμή την δραστηριοποίησή της μόνο στην Βουλγαρία, όπου υπήρχε ήδη ένα εργοστάσιο και προχωρά σε απολύσεις (πάντα νόμιμες με βάση το 2%). Το εργατικό κόστος ήταν ο μοναδικός λόγος γιατί η κερδοφορία της είναι δεδομένη. Μέσα σε δυο χρόνια έχουν απολυθεί οι περισσότεροι και παραμένει ένα μικρό δυναμικό που μαθαίνει τη δουλειά στου Βούλγαρους και αναλαμβάνει τις τελευταίες εργασίες, ενώ οι περισσότερες μηχανές έχουν ήδη μεταφερθεί. Η βιοτεχνία Δελφίνι είναι η τελευταία επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας στην Καβάλα. Σε μια πόλη που πριν δυο δεκαετίες απασχολούσε στον κλάδο ιματισμού 8.500 εργαζόμενους.
Αυτό που έβγαλε τους εργαζόμενους και τους απολυμένους στο δρόμο, ήταν η αγωνία για το αύριο. Οι περισσότεροι είναι 40 – 50 χρόνων, με πολλά χρόνια δουλειάς στην πλάτη τους, αλλά πολύ μακριά από τη συνταξιοδότηση. Το επίδομα ανεργίας μικρό και για μικρό διάστημα, δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες, όταν μάλιστα πολλοί από τους απολυμένους είναι σύζυγοι.
Αυτά συζήτησαν μετά την παρέμβαση τους στον δήμο. Και εκεί διαμορφώθηκαν και οι πρώτες προτάσεις. Γιατί εκεί εστιάσθηκε και η πίεση που άσκησαν οι επικεφαλής των δημοτικών παρατάξεων.
Όπως δήλωσε η εκπρόσωπος των εργαζομένων, Λαμπρινή Αντωνιάδου, «αυτό που θέλουμε είναι δουλειά. Να ξαναλειτουργήσει το εργοστάσιο. Να αγοραστούν μηχανές και πρώτες ύλες. Και αυτό το ζητάμε από το δήμαρχο, το νομάρχη, τους βουλευτές».
Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, ο δήμαρχος πέρασε στην αντεπίθεση. «Δεν είναι όπως τα λένε οι εργαζόμενοι.
Δεν ανήκουν στην ίδια περίπτωση με αυτή της Κομοτηνής, όπου εκεί ο
εργοδότης με τη συμπαράσταση του δήμου πέτυχε την επιδότησή του. Θα συζητήσουμε σύντομα και με τον εργοδότη της επιχείρησης, που είναι όμως νόμιμος».
Αυτό που απομένει, «είναι τα προγράμματα του ΟΑΕΔ», προτείνει ο -πολύ δραστήριος στο να κλείνει φωνές- πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, κ. Τιάκας.
Αλλά αυτό που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν είναι πεντάμηνες επιδοτήσεις και αυτοαπασχόληση, αλλά αξιοπρεπή επιβίωση και για αυτή παλεύουν.
Β.Λ.