H συγγραφέας Δώρα Κασκάλη μιλά στον Κώστα Στοφόρο.
Είναι από τις περιπτώσεις που ο πρόλογος μοιάζει μάλλον περιττός. Η συγγραφέας Δώρα Κασκάλη -που μας συστήθηκε με τη συλλογή διηγημάτων Στο τρένο- στη συνέντευξή της λέει πολλά σημαντικά και ουσιώδη και δίνει η ίδια το στίγμα του πολύ ενδιαφέροντος όσο και επίκαιρου μυθιστορήματός της Κάτω που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Οι ήρωες του μυθιστορήματός σου ζουν σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και επηρεάζονται άμεσα από την οικονομική και την πολιτική πραγματικότητα. Θα χαρακτήριζες το βιβλίο σου «στρατευμένο»;
Νομίζω πως έχει δοθεί στον όρο «στρατευμένη» λογοτεχνία ένα πολύ ειδικό ιστορικό βάρος. Ένα μυθιστόρημα που γράφεται σήμερα, όπως το δικό μου, έχει ένα άλλο βλέμμα απέναντι στην πραγματικότητα. Αν στράτευση είναι η απομάκρυνση από τις ομφαλοσκοπήσεις και το αυτιστικό σύμπαν πολλών από τους λογοτεχνικούς ήρωες των προηγούμενων δεκαετιών και η ανάδειξη της ιδιαιτερότητας της ανθρώπινης κατάστασης μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, νομίζω ναι, ότι μπορεί το μυθιστόρημά μου να ενταχθεί σε ένα είδος νέου «κοινωνικού» μυθιστορήματος που ανατέμνει -ή τουλάχιστον προσπαθεί να το κάνει- τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα που μας ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια, αναδεικνύοντάς τα μέσα στο μικρόκοσμο των ηρώων του.
Θέλω να πω ότι η ανθρώπινη ζωή, όπως αποτυπώνεται στην πλοκή του βιβλίου, ενδιαφέρει και ως προς τις αιώνιες υπαρξιακές αναζητήσεις της αλλά και στο βαθμό που αλλοιώνεται ή συντρίβεται κάτω από τις μυλόπετρες της ιστορίας. Ξεκινώντας με τη συγγραφή του Κάτω, ήθελα πρωτίστως να γράψω ένα μυθιστόρημα στο οποίο θα πρωταγωνιστεί εκτός από το θέμα του και η απόλαυση της αφήγησης. Αν ήθελα να κάνω πολιτική καταγγελία ή κοινωνιολογική ανάλυση, θα προτιμούσα να γράψω ένα αυστηρά ακαδημαϊκό κείμενο. Κι αυτό νομίζω ότι είναι το βασικό μειονέκτημα της στρατευμένης λογοτεχνίας, γιατί η θέση του συγγραφέα καπελώνει τελικά το όποιο αισθητικό αποτέλεσμα.
Όλα τα κεφάλαια του μυθιστορήματος φέρουν ως τίτλο ένα γυναικείο όνομα. Προσπάθησες να δεις τα πράγματα με μια «γυναικεία» οπτική;
Η αφηγηματική σκοπιά ήταν λιγάκι παρακινδυνευμένη: γυναίκες αφηγήτριες μονοπωλούν σχεδόν το μυθιστορηματικό χρόνο, ενώ ο ανδρικός λόγος λανθάνει ή εγκιβωτίζεται εξιστορώντας το παρελθόν, με μόνη εξαίρεση τα mottos σε κάθε κεφάλαιο, τα οποία προέρχονται σχεδόν όλα -με εξαίρεση ένα απόσπασμα από ποίημα της Δημουλά- από κείμενα αντρών, λογοτεχνών ή διανοητών. Δεν ήθελα, όμως, να γράψω ένα μονοθεματικό μυθιστόρημα, να περιοριστώ δηλαδή στη γυναικεία οπτική, χάνοντας το ανδρικό κοινό. Προτίμησα την ειρωνεία, τις μέτριες θερμοκρασίες, την αποστασιοποιημένη αφήγηση. Νομίζω ότι δηλώνουν πιο ανάγλυφα αυτά που θα έλεγε με λιγότερο διεισδυτικό τρόπο ένα στρατευμένο κείμενο «γυναικείας γραφής». Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, όταν μιλούμε στην Ελλάδα για γυναικεία οπτική, αναφερόμαστε ως επί το πλείστον σε ένα συγκεκριμένο είδος γραφής που ανθίζει στους εύφορους και εξαιρετικά προσοδοφόρους λειμώνες της παραλογοτεχνίας.
Στο βιβλίο μου οι γυναίκες μιλούν, αλλά τα θέματα που τις απασχολούν δεν διαφέρουν, εν πολλοίς, από αυτά που βασανίζουν και τους άντρες δευτεραγωνιστές, μολονότι είναι πάντα δεσπόζον και το ζήτημα των σχέσεων των δύο φύλων στη συγχρονία και τη διαχρονία του.
Έχεις δώσει κάποια δικά σου χαρακτηριστικά στις ηρωίδες του βιβλίου σου;
Ως ένα βαθμό ναι. Βέβαια, κάποτε και άντρες ήρωες των διηγημάτων μου μοιράζονται το αυτοβιογραφικό υλικό που πάει να μετασχηματισθεί σε λογοτεχνία και να ξεφύγει από τις πηγές του, επι-κοινωνώντας με το θυμικό και το συναισθηματικό οπλοστάσιο του εκάστοτε αναγνώστη. Εννοώ δηλαδή ότι τα μυθιστορηματικά πρόσωπα αρδεύονται από το στομάχι τού συγγραφέα και τις αναμνήσεις του από πρόσωπα με τα οποία συναντήθηκε σε όλη τη διάρκεια του βίου του. Όμως το τελικό αποτέλεσμα, μιλώντας πάντα για την καλή λογοτεχνία, πρέπει να διεγείρει την αναγνωστική συγκίνηση και να μην καταντά ένας περίκλειστος κόσμος αυτοεξομολόγησης που δεν αφορά κανέναν εκτός από το δημιουργό του.
Βρήκα εξαιρετική την ηρωίδα σου που το όνομά της είναι «Δημοκρατία» αλλά τη φωνάζουν «Μπέμπα». Τι θέλησες να αναδείξεις με αυτό τον τρόπο;
Η ζωή της Δημοκρατίας συμπυκνώνει με τον πλέον συμβολικό τρόπο την ιστορία της Ελλάδας, από τη χούντα μέχρι σήμερα. Διαχειρίστηκε με τρόπο πολιτικάντικο και καιροσκοπικό την ίδια τη ζωή της, βόλεψε τα παιδιά και τους συγγενείς της στο Δημόσιο, έκανε προκοπή με τις γνωριμίες της στο εκάστοτε κυβερνόν κόμμα. Είναι μια Δημοκρατία που έχει χάσει το πραγματικό της νόημα, υιοθετώντας ένα καλλιτεχνικότερο ψευδώνυμο, τόσο ταιριαστό με την εποχή της ανόδου της ασημαντότητας και της τηλεοπτικής αισθητικής του ευ ζην, που διάβρωσε τις πιο θεμελιακές αξίες του ανθρώπινου προσώπου μας και της κοινωνικής συνύπαρξης. Ωστόσο, μιλώντας για τη μυθιστορηματική ηρωίδα μου, έχει και μια ανθρωπιά αυτή η γυναίκα, δεν το βάζει κάτω ακόμη και μπροστά στο θάνατο.
Η κρίση είναι παρούσα σε κάθε σελίδα του βιβλίου σου. Στον επίλογο κλείνεις, μάλιστα, με μια ιδιότυπη εξέγερση. Πιστεύεις πως τα πράγματα θα αλλάξουν; Πώς θα γίνει αυτό;
Τέλη του 2008 είχα στα χέρια μου μια πρώτη μορφή του βιβλίου. Συνεχείς διορθώσεις με έφτασαν ώς το καλοκαίρι του 2010, οπότε και γράφτηκαν τα δύο τελευταία του κεφάλαια. Ο βασικός κορμός του υπήρξε δυσάρεστα προφητικός, γιατί γράφτηκε σε μια περίοδο ανύποπτη, όταν μόλις ξεκινούσε στη Δύση η κρίση με την κατάρρευση κάποιων τραπεζών-κολοσσών και τα τοξικά ομόλογα που μόλυναν τις δυτικές οικονομίες, αλλά φάνταζαν πολύ μακρινά για μας. Δεν θέλησα όμως να γράψω μια ιστορία για την κρίση, χαϊδεύοντας τα γούστα των αναγνωστών ή προσπαθώντας να είμαι επικαιρική. Η έγνοια μου ήταν να περιγράψω με αφορμή το μικρόκοσμο ενός νησιού, τα αμαρτήματα που οδήγησαν στη μεγάλη πλέον κλίμακα σε μια πολλαπλή κρίση: υπαρξιακή, κοινωνική, πολιτική, οικονομική, μια κρίση τελικά στο ίδιο το φαντασιακό του ελληνικού έθνους.
Προχωρώντας στα τελευταία κεφάλαια, η κρίση ανατρέπει όλες τις μικρές ζωές. Κάποιες από τις ηρωίδες μου επιλέγουν να αντισταθούν συσπειρώνοντας τις δυνάμεις τους στις μικρές κοινωνίες της αγάπης και της αλληλεγγύης, επιστρέφοντας πίσω στην ύπαιθρο και την αυτάρκεια της πρωτογενούς παραγωγής. Κάποιοι άλλοι βρίσκουν την ευκαιρία να αλλάξουν ριζικά την παραδομένη στις συμβάσεις ζωή τους. Άλλοι επιλέγουν να αναλάβουν έναν πιο δυναμικό ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Όλοι, όμως, επιλέγουν τη ζωή.
Μέσα σε ένα πραγματικά ζοφερό τοπίο ήθελα να υπενθυμίσω τις βασικές σταθερές της ζωής, να δώσω στον τάφο, στον οποίο ζουν πολλοί από τους ήρωές μου, μια έξοδο διαφυγής. Στο τελευταίο κεφάλαιο, η συγγραφέας ηρωίδα μου, περιγράφοντας μια μυθιστορηματική δυστοπία θέλει να υπερασπιστεί τη δική της ουτοπία, ότι μέσω της τέχνης μπορεί να αλλάξει ο άνθρωπος.
Δεν είμαι τόσο αισιόδοξη. Δεν ξέρω αν τα πράγματα θ’ αλλάξουν γρήγορα. Βρισκόμαστε ακόμη σε μια κατάσταση σοκ: οι ανατροπές του βιοτικού επιπέδου μας, η διάχυτη αίσθηση της ήττας ή μιας ευκαιρίας χαμένης που είχαμε ως κράτος, είναι πολύ καταλυτικές για να μας επιτρέψουν να αναστοχαστούμε τις ριζικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε ατομικό αλλά και εθνικό επίπεδο.
Πιστεύω ότι στο ατομικό επίπεδο τα πράγματα θα αλλάξουν με την προσκόλληση στη δημιουργία, με την εμμονική υπεράσπιση της ζωής σε όλη την καλειδοσκοπική πολυμορφία της, με την κατάφαση και όχι την άρνηση. Στο συλλογικό επίπεδο η αλλαγή θα προκύψει μόνο με τον επαναπροσδιορισμό των υποχρεώσεών μας ως πολιτών, με ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα υπογραφεί απ’ όλους μας…
Μπορεί να είναι μια λύση, μια διέξοδος η «επιστροφή στο χωριό»;
Νομίζω ότι για αρκετούς ανθρώπους που έμειναν άνεργοι σε μια οικονομία σε διαρκή ύφεση μπορεί να είναι και η μόνη διέξοδος επιβίωσης. Ήδη το κάνουν κάποιοι, αυτοί τουλάχιστον που κράτησαν τα πατρογονικά τους σπίτια και κτήματα. Έχει κι αυτή η ζωή τις δυσκολίες της, έζησα σε χωριό και ξέρω, αλλά νομίζω ότι τα πράγματα είναι καλύτερα στην επαρχία, η οποία βιώνει λιγότερο έντονα την κρίση, σε σχέση με την Αθήνα. Χρειάζεται, όμως ένα εθνικό πλάνο για την αναβίωση της γεωργίας, το ξαναζωντάνεμα των εγκαταλειμμένων χωριών. Οτιδήποτε γίνει αποκλειστικά και μόνο από τους ιδιώτες, θα είναι σπασμωδικό και χωρίς διάρκεια ζωής. Για μένα αυτή η επιστροφή στο χωριό λειτουργεί σε επίπεδο συμβολικό και ως επιστροφή στην πατρίδα, στη μνήμη, στην παράδοση, αλλά όχι με την έννοια της προγονοπληξίας και της προσκόλλησης στη συντήρηση και το παρελθόν. Έχει περισσότερο να κάνει με ένα κοίταγμα στις δημιουργικές και ζωογόνες δυνάμεις του παρελθόντος για να είναι αποτελεσματικότερο το άλμα μας στο μέλλον.