Του Γιώργου Λιερού
Οι ψηφοφόροι την Κυριακή, 5/7, έγιναν λαός γιατί ανέλαβαν τον κίνδυνο της ρήξης με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν τάχθηκαν φυσικά υπέρ του εθνικού νομίσματος ή υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, ο καθένας που ψήφιζε «όχι» λάμβανε σοβαρά υπ’ όψιν του και δεν δείλιαζε πλέον ακόμη και μπροστά σ’ αυτά τα ενδεχόμενα. Και δεν φοβόταν παρ’ όλο που όλοι καταλάβαιναν ότι το δημοψήφισμα ήταν μάλλον μια κίνηση απεγκλωβισμού της τελευταίας στιγμής και όχι ένα μέρος μιας καλά προετοιμασμένης και σχεδιασμένης στρατηγικής.
Οι έχοντες και κατέχοντες, το πολιτικό κατεστημένο μαζί με το λεγόμενο ΚΚΕ, τα ΜΜΕ, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όλοι αυτοί που το 2011 συγκέντρωσαν πάνω τους την οργή των «πλατειών» εμφανίζονταν τώρα απέναντι στον λαό ενωμένοι σε ένα τερατόμορφο σύμπλεγμα. Από τη μια αυτοί που μπορούν να διασωθούν από τη δρομολογημένη καταστροφή της χώρας σε θύλακες ανεπτυγμένης οικονομίας, από την άλλη αυτοί που δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να δημιουργήσουν εξαρχής έναν καινούργιο, έναν καλύτερο τόπο.
Η διαίρεση σε Δεξιά και Αριστερά ξεπεράστηκε. Για πρώτη φορά στην πρόσφατη νεοελληνική Ιστορία είδαμε με τόσο καθαρό τρόπο να διχάζεται το πολιτικό σώμα όχι σε Δεξιά και Αριστερά αλλά σε τάξη εναντίον τάξης. Οι από πάνω εξαπολύοντας μια πρωτόγνωρη εκστρατεία φόβου πρόσβαλλαν την τιμή των αποκάτω, τους έθιξαν στο φιλότιμο. Έτσι, χωρίς να το θέλουν ξύπνησαν κάτι πολύ περισσότερο, κάτι πολύ πιο μεγάλο απ’ ό,τι είχαν απέναντί τους για να χειραγωγήσουν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μνήμες αγώνα και αντίστασης, φαντασιακές σημασίες που η καταγωγή τους χάνεται στο βάθος χρόνου, η περηφάνια από τις παλιές νίκες, η ξεχασμένη ευφορία από τις γιορτές και τα πανηγύρια, ένα ολόκληρο λαϊκό ασυνείδητο, μια λαϊκή ιδιοπροσωπία που μέχρι πρότινος έφτανε στην επιφάνεια μόνο κρυπτογραφημένη σε θραύσματα της σχολικής παιδείας, στις αφηγήσεις των παππούδων και στα επεισόδια στις παρυφές των διαδηλώσεων έγιναν πλειοψηφική λαϊκή θέληση μέσα από ένα βροντερό όχι στον φόβο.
***
Συμβάν με τη φιλοσοφική έννοια του όρου απεκάλεσε ο Αλέν Μπαντιού ό,τι έγινε την Κυριακή, 5/7/2015. Οι αποκάτω απέκτησαν «πρόσωπο», ένα «πρόσωπο» για όλη την κοινωνία, ξέπλυναν την ντροπή των τελευταίων δεκαετιών, δεν είναι πια οι τεμπέληδες και οι διεφθαρμένοι Έλληνες αλλά ένας λαός, ένας μεγάλος λαός που τον θαυμάζουν οι λαοί όλου του κόσμου. Πώς φράσαμε όμως σ’ αυτό το συμβάν; Ποια είναι τα πραγματικά επίδικα σήμερα;
Στην Ελλάδα συμπίπτει η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού με την κρίση του εγχώριου μοντέλου ανάπτυξης και μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις (άνοδος της Ασίας, υποβάθμιση της Ευρώπης, γερμανική ηγεμονία). Δεν πρόκειται μόνο για μια από τις συνηθισμένες οικονομικές κρίσεις τις οποίες αντιμετωπίζει το ΔΝΤ με το «δόγμα του σοκ» και τα προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής – πάνω σ’ αυτό το σημείο ο Σόιμπλε έχει απόλυτα δίκιο. Ένα πρόγραμμα δομικής αναπροσαρμογής στοχεύει στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και στην καταστροφή των λιγότερο παραγωγικών κεφαλαίων ώστε να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου συνολικά και να ξεκινήσει ένας νέος ανοδικός κύκλος συσσώρευσης. Αυτό ακριβώς έκανε ο Πινοσέτ ή η Θάτσερ.
Το πρόγραμμα όμως που απέρριψε ο Τσίπρας στις 26/6 στρεφόταν εναντίον όλων ανεξαιρέτως των παραγωγικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας (εναντίον της γεωργίας, της μεταποίησης τροφίμων και του τουρισμού, ενώ ωθούσε σε μετεγκατάσταση το εξαιρετικά ευκίνητο και πανίσχυρο εφοπλιστικό κεφάλαιο). Δεν επρόκειτο για τη δημιουργική καταστροφή του Σουμπέτερ, αλλά για σκέτη καταστροφή. Πώς είναι δυνατόν το ΔΝΤ, παραβιάζοντας το ίδιο του το καταστατικό, να αναλάβει τη δανειοδότηση μιας χώρας πριν το χρέος της κουρευτεί και καταστεί βιώσιμο; Εάν οι δανειστές ενδιαφέρονται πράγματι για την αποπληρωμή των δανείων πώς είναι δυνατό να προτείνουν ένα πρόγραμμα το οποίο σε ορίζοντα τετραετίας θα προκαλέσει επιπλέον ύφεση 12% κατά τον Münchau και 10% κατά τον Ν. Χριστοδουλάκη; Και εάν το μόνο πρόβλημα είναι η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί οι δανειστές δεν διευκόλυναν την πολύ πιο φιλική σε αυτούς συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, πολύ περισσότερο μάλιστα που η οικονομία τα τέλη του 2013 και το πρώτο εξάμηνο του 2014 άρχισε να δείχνει κάποια πρώτα δειλά σημάδια ανάκαμψης;
***
Οι «παραδοξότητες» του ελληνικού προγράμματος δομικής αναπροσαρμογής μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο αν αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόγραμμα σαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου το οποίο δεν είναι απλώς οικονομικό αλλά επίσης και γεωπολιτικό. Εάν αληθεύει ότι στην Ευρώπη αναλογούν το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 50% των δαπανών στην κοινωνική πρόνοια, τότε τα προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής που έχουν εφαρμοστεί στις ευρωπαϊκές χώρες μέχρι σήμερα δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Παντού εκτός Ευρώπης η πλήρης εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων οδήγησε όχι μόνο στη δημιουργία πολλών κοινωνιών μέσα στην ίδια κοινωνία και στη διάσπαση του εθνικού πολιτικού σώματος αλλά επίσης στην κατάτμηση του εθνικού χώρου σε ζώνες. Στη συνέχεια αυτής της κατάτμησης η κάθε εθνική επικράτεια, ή καλύτερα η κάθε μητρόπολη περιέχει και μια Ευρώπη και μια Αφρική, ζώνες μιας ανεπτυγμένης οικονομίας, ειδικές οικονομικές ζώνες, ζώνες από τις οποίες έχει αποσυρθεί η πολιτεία και επικρατεί ο νόμος των οπλισμένων συμμοριών κτλ. Προφανώς ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα υφίστανται πολλές ενδιάμεσες βαθμίδες.
Στην Ευρώπη η κατάτμηση σε ζώνες φαίνεται ότι θα πάρει επίσης τη μορφή μιας ιεραρχίας εθνικών κρατών υπό την ηγεμονία της Γερμανίας· η Ελλάδα μαζί με την Αλβανία, το Κόσοβο κ.λπ. προορίζεται για μια από τις τελευταίες βαθμίδες σαν χώρα σκουπίδι. Αν δούμε το πρόγραμμα της δομικής αναπροσαρμογής όχι σαν μια ελληνική αλλά σαν μια ευρωπαϊκή διαδικασία -που βρίσκεται μόνο στα πρώτα στάδια- τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι, όπως στα εθνικά προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής καταστρέφονται βιομηχανικές περιοχές, πόλεις ή κλάδοι της οικονομίας, έτσι και στην ευρωπαϊκή περίπτωση μπορούν να καταστραφούν και ολόκληρες χώρες. Χωρίς να σημαίνουν όλα αυτά βέβαια ότι δεν θα διασωθούν παντού, περισσότερο ή λιγότερο ευρείς, θύλακες ανεπτυγμένης οικονομίας. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας παραδειγματικής καταστροφής, χωρίς να έχουν προηγηθεί οι τελευταίες τρεις δεκαετίες στις οποίες εξανεμίστηκαν τα επιτεύγματα της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, χωρίς την είσοδο τη χώρας στο ευρώ που εξάρθρωσε ό,τι είχε απομείνει από τον παραγωγικό ιστό της χώρας (την είσοδο σε μια νομισματική ένωση με εξαιρετικά άνισες οικονομίες και χωρίς ένα αναδιανεμητικό μηχανισμό που να ανακυκλώνει τα εξ αιτίας του κοινού νομίσματος ελλείμματα των αδυνάτων με τα πλεονάσματα των ισχυρών).
***
Τέλος, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας ότι το γερμανικής έμπνευσης σχέδιο δομικής αναπροσαρμογής που σκιαγραφήσαμε συνδέεται στενά με τις γερμανικές γεωπολιτικές φιλοδοξίες και θα μπορούσε να προκαλέσει την σφοδρή αντίδραση άλλων πιο ισχυρών γεωπολιτικών κέντρων. Στον πυρήνα του βρίσκεται η αναβίωση του γερμανικού εθνικισμού· η εφαρμογή του θα αναζωπυρώσει συμμετρικά και πολλούς άλλους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς. Τα πραγματικά μεγέθη στα οποία στηρίζεται το κοινωνικό και πολιτισμικό του δυναμικό είναι μικρά και ανεπαρκή αν συγκριθούν με εκείνα των άλλων παγκόσμιων παικτών. Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου δεδομένη. Μια δομική αναπροσαρμογή σε αυτή την έκταση και βάθος, συνυφασμένη μάλιστα με τους εθνικισμούς που ρήμαξαν δυο φορές την Ευρώπη τον 20ό αιώνα, δύσκολα μπορεί να διαπραγματευτεί μια σχέση με εγχειρήματα του είδους ΣΥΡΙΖΑ1 ή του Podemos, με λύσεις οι οποίες εφαρμόστηκαν με επιτυχία στη Λ. Αμερική αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ χωρίς να απειλήσουν το κεφάλαιο. Η Ευρώπη αποποιείται τα πλεονεκτήματα -κυρίως την σταθερότητα- που δίνει ένα διπολικό σύστημα και ωθεί έτσι τις κοινωνικές συγκρούσεις στα άκρα.
Ο λαός ο οποίος εμφανίστηκε με δυναμικό τρόπο στη σκηνή την Κυριακή, 5/7/2015, θα καταφέρει με την αυτοοργάνωσή του να δώσει μόνιμο χαρακτήρα στην παρουσία του; Τα πολλαπλά διακυβεύματα της κοινωνικής σύγκρουσης στη Ελλάδα σήμερα δεν έχουν να κάνουν απλώς με σημειακές επαναδιαπραγματεύσεις στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, δεν μπορούν να έχουν μια αίσια έκβαση για τους από κάτω αν οι τελευταίοι αφήσουν την πολιτική στην αριστερά και τις κοινωνικές λειτουργίες στους κρατικούς θεσμούς.
(1) Για έναν μετριοπαθή ΣΥΡΙΖΑ, για έναν ΣΥΡΙΖΑ που δεν ήταν αποφασισμένος και προετοιμασμένος για ρήξη, η πιο συνετή επιλογή θα ήταν να επιλέξει την άνοδό του στην κυβερνητική εξουσία μόνο όταν θα έχει ολοκληρωθεί η δομική αναπροσαρμογή και θα έχει αρχίσει η ανάπτυξη.