Ο Μάρτιν Σουλτς έπεισε προχθές, χωρίς μεγάλη δυσκολία, τους συνέδρους του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) γι’ αυτό που εξαναγκάστηκε να αποδεχτεί κι ο ίδιος, παρόλο που μετά τη συντριπτική ήττα του στις ομοσπονδιακές εκλογές δήλωνε ότι «ποτέ δεν θα ξαναμπούμε σε συγκυβέρνηση ως ο μικρότερος εταίρος». Δηλαδή τους έπεισε «να παραμερίσουμε τα μικροκομματικά οφέλη για χάρη του γενικότερου καλού της Γερμανίας». Σε απλά… γερμανικά, να του δώσουν το πράσινο φως ώστε να ξαναρχίσει τις συνομιλίες με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ (CDU) και τους Βαυαρούς συμμάχους της (CSU). Στόχος, τον οποίο επιθυμούν διακαώς όλοι οι ισχυροί συστημικοί παράγοντες αφότου απέτυχαν οι μακρές διαπραγματεύσεις της Μέρκελ με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, η ανανέωση του Μεγάλου Συνασπισμού. Και η συνακόλουθη ελπίδα ότι έτσι θα μπει τέλος στην πρωτοφανή πολιτική αστάθεια. Οι μόνοι που δεν πείστηκαν ήταν οι νεολαίοι του SPD και λίγοι ακόμη σύνεδροι, οι οποίοι είχαν διακηρύξει την αντίθεσή τους σε μια τέτοια «αυτοκτονική» πολιτική*.
Το SPD πήρε λοιπόν την καταρχήν απόφαση, ενώ το ίδιο αναμένεται να κάνει τις επόμενες μέρες, χωρίς διόλου αντιρρήσεις βέβαια, και το κόμμα της Μέρκελ. Όμως μένουν ακόμη να γίνουν πολλά πριν επαληθευθεί η ελπίδα της άρχουσας τάξης να απαλλαγεί από την αστάθεια και τον εφιάλτη πρόωρων εκλογών. Καταρχήν «δεν θα χαλάσουμε τις γιορτές του λαού», για να παραφράσουμε την περίφημη ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου. Δηλαδή δεν πρόκειται να ξεκινήσει καμία ουσιαστική διαβούλευση πριν τελειώσουν οι ιερές για τους Γερμανούς χριστουγεννιάτικες διακοπές (θα μπορούσε κανείς να τους κατηγορήσει για ανευθυνότητα… μεσογειακού τύπου). Από αρχές Ιανουαρίου λοιπόν οι επίσημες συνομιλίες, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον δύο μηνών. Άλλωστε, για να σχηματιστεί η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση τον Μάρτιο (όπως όλοι εκτιμούν) προαπαιτούμενο είναι οι συνομιλίες να τελεσφορήσουν. Κι αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο.
Σύμφωνα με το SPD, οι διαπραγματευτές του θα είναι σκληροί απέναντι στην Μέρκελ και τους Βαυαρούς, απαιτώντας τα υπουργεία-κλειδιά (Οικονομικών και Εξωτερικών), καθώς και να γίνει δεκτή η «γραμμή Μακρόν» για τη διαχείριση της Ε.Ε.
Η αστάθεια έχει βαθιές ρίζες
Για να πειστούν οι Σοσιαλδημοκράτες να πουν το ναι, έλαβαν την υπόσχεση ότι οι διαπραγματευτές τους θα είναι σκληροί απέναντι στην Μέρκελ και τους Βαυαρούς, απαιτώντας τα υπουργεία-κλειδιά (Οικονομικών και Εξωτερικών), καθώς και να γίνει δεκτή η «γραμμή Μακρόν» για τη διαχείριση της Ε.Ε. Σύμφωνα με την εισήγηση της ηγεσίας του SPD, οι διαπραγματεύσεις θα έχουν «ανοιχτή έκβαση», με την έννοια ότι αν δεν γίνουν αποδεκτά τα αιτήματα των Σοσιαλδημοκρατών δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο νέων εκλογών. Τέλος, ο Σουλτς δεσμεύτηκε ότι σε κάθε περίπτωση ένα έκτακτο συνέδριο του SPD θα συγκληθεί για να επικυρώσει το όποιο αποτέλεσμα των συνομιλιών.
Στην πραγματικότητα πρόκειται βέβαια, σε κάποιο βαθμό, για τεχνητή μεγέθυνση των δήθεν «τεράστιων διαφορών» που χωρίζουν τους Σοσιαλδημοκράτες από το κεντροδεξιό στρατόπεδο της Μέρκελ. Μια χαρά συνεννοήθηκαν και συγκυβέρνησαν τη Γερμανία (και την Ε.Ε.) τα προηγούμενα χρόνια. Είναι αναγκαία όμως και μια διαχείριση της πλειοψηφίας της βάσης του SPD, που θεωρεί τον Μεγάλο Συνασπισμό αποτυχία. Ακόμη και στην περίπτωση που «όλα πάνε κατ’ ευχήν», πάντως, η μακροβιότητα μιας ενδεχόμενης συγκυβέρνησης Μέρκελ-Σουλτς δεν είναι δεδομένη. Η αστάθεια, που έχει εγκατασταθεί πλέον ακόμη και στο εσωτερικό των κυρίαρχων της Ευρώπης, έχει πολύ βαθύτερες ρίζες από τα «καπριτσιόζικα» αποτελέσματα της κάλπης. Οι ισχυροί της Γερμανίας δεν έχουν ακόμη βρει κοινή απάντηση στο ερώτημα πώς θα συνεχιστεί η ηγεμονία της σε μια «αναποτελεσματική» Ε.Ε. και πώς θα αντιμετωπιστούν οι αυξανόμενες αποκλίσεις και κεντρόφυγες τάσεις
* Βλ. φύλλο 384