Συνέντευξη στον Αντόνιο Κασούτι

Η συζήτηση, της οποίας εκτενή κομμάτια δημοσιεύουμε, είναι μεταξύ του Τσέχου μαρξιστή φιλοσόφου Κάρελ Κόσικ και του Αντόνιο Κασούτι. Ολόκληρη μπορείτε να τη βρείτε στο βιβλίο του Κ. Κόσικ Η κρίση της νεωτερικότητας, εκδόσεις Ψυχογιός, 2003.

 

Κύριε καθηγητά, έχετε θεωρηθεί, δικαιολογημένα κατά τη γνώμη μας, ως ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του τσέχικου μαρξισμού (ή νεομαρξισμού)· αλλά η μαρξιστική ερμηνεία μοιάζει να έχει «στριμωχθεί», μια και η ιστορία (ή μάλλον η πράξη) νίκησε την ιδεολογία. Ποια είναι η θέση σας; Είναι δυνατόν να απλουστεύσουμε τα πάντα έτσι;

Θυμάμαι ότι πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια, όταν συχνά με καλούσαν για τις ανακρίσεις, οι ανακριτές της Κρατικής Ασφάλειας με ρωτούσαν: Είστε μαρξιστής; Εκείνον τον καιρό απαντούσα: «Εάν είναι μαρξιστές ο Μπρέζνιεφ και ο Χούζακ, εγώ δεν μπορώ να είμαι μαρξιστής. Εάν εγώ είμαι μαρξιστής, αυτοί είναι ορκισμένοι αντιμαρξιστές». Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει. Μετά την ανατροπή τον Νοέμβριο του 1989, στους καθωσπρέπει κύκλους δεν γίνεται λόγος για το συγγραφέα του Κεφαλαίου (μετά τον Σπινόζα και τον Χέγκελ επαναλαμβάνεται η ιστορία του «ψόφιου σκύλου») και οι πρόκριτοι της Πράγας έσπευσαν να επιδείξουν την πίστη τους στην οικονομία της αγοράς διαγράφοντας τα ονόματα του Μαρξ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ από το κατάστιχο. Μέσα σε μία τέτοια κατάσταση θεώρησα πράξη στοιχειώδους εντιμότητας (είναι ίσως απαραίτητο να θυμηθούμε τι σήμαινε η εντιμότητα, η ντροπή, η αιδώς στην αρχαία Ελλάδα; Η εντιμότητα είναι η βασική αρχή της δημοκρατίας) να υπερασπιστώ δημοσίως εκείνον τον μεγάλο στοχαστή. Γνωρίζω τα προσκόμματα που έχει να αντιμετωπίσει μια τέτοιου είδους προσέγγιση. Όποιος ελκύεται από μια ορισμένη τάση και θεωρείται θωμιστής, χουσερλιανός, χαϊντεγκεριανός, εκτίθεται στον κίνδυνο να βάλει την υπογραφή του στη θεωρία και να χάσει την ικανότητα να σκέπτεται. Θα έλεγα, λοιπόν, εάν πρέπει να αποφασίσω για το πού ανήκω, ότι είμαι ένας οπαδός της κριτικής σκέψης. Μία τέτοια έκφραση είναι ενδεχομένως ασαφής, αφού η μια από τις δύο λέξεις πλεονάζει: η σκέψη είναι στην ουσία της κριτική και η αληθινή κριτική είναι σκεπτόμενη.

Η σκέψη είναι ένα μεγάλο δώρο και μοιάζει να είναι κάτι το προφανές, αλλά είναι επίσης επώδυνη, κοπιαστική, δύσκολη. Γι’ αυτό συχνά ανταλλάσσεται μ’ ένα υποκατάστατο, που είναι ο υπολογισμός. Ο υπολογισμός γίνεται δίχως κούραση, από μόνος του. Οι άνθρωποι υπολογίζουν πώς να κάνουν αγορές σε καλή τιμή, πώς να κερδίζουν πολλά, πώς να απομακρύνουν έναν αντίπαλο και να εξασφαλίζουν ένα υψηλό λειτούργημα ή ένα καλό πόστο, υπολογίζουν και έχουν την εντύπωση ότι γνωρίζουν τη ζωή και ότι ξέρουν πώς πάνε τα πράγματα στον κόσμο. Αντιθέτως, οι άνθρωποι στην πραγματικότητα δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει γύρω από αυτούς, και κυρίως σ’ αυτούς. Υποκύπτουν στην εντύπωση και γίνονται εύκολη λεία της ιδεολογίας, της παλαιάς ή της νέας. Η σκέψη και η ιδεολογία αποκλείουν η μία την άλλη. Η ιδεολογία δεν σκέφτεται, αλλά υπολογίζει και παραπλανά.

 

Μείνατε σιωπηλός για μεγάλο διάστημα, μετά τη σύντομη και ταραγμένη εποχή που ονομάστηκε Άνοιξη της Πράγας. Γιατί; Επρόκειτο για μία σιωπή που προετοίμαζε κάτι καινούργιο ή όχι;

Τι είναι η σιωπή και τι σημαίνει σιωπώ; Σ’ αυτή τη φλύαρη εποχή που ζούμε μήπως δεν είναι εύγλωττη η σιωπή και μήπως δεν θυμίζει στην ύπαρξη το ουσιώδες και τα ουσιαστικά πράγματα, που ο επιφανειακός λόγος παραλείπει και συσκοτίζει;

Η σκέψη είναι ένα μεγάλο δώρο και μοιάζει να είναι κάτι το προφανές, αλλά είναι επίσης επώδυνη, κοπιαστική, δύσκολη. Γι’ αυτό συχνά ανταλλάσσεται μ’ ένα υποκατάστατο, που είναι ο υπολογισμός. Ο υπολογισμός γίνεται δίχως κούραση, από μόνος του

Οι λόγιοι έχουν την τάση να υπερεκτιμούν τη σημασία της λέξης που γράφεται ή προφέρεται, και γι’ αυτό συχνά τους διαφεύγει το νόημα της σιωπής του λαού (της πλειοψηφίας). Με τη σημασιολογική διαφορά των τριών φράσεων: η πλειοψηφία σωπαίνει, η πλειοψηφία άρχισε να σιωπά, η πλειοψηφία υποχρεώθηκε να σωπάσει, έρχεται στο φως η διαφορά των ιστορικών καταστάσεων. Σε κρίσιμες στιγμές, πλήθη εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων βγαίνουν στο δρόμο, στις πλατείες, στο ύπαιθρο, και με τον αμέτρητο αριθμό τους δηλώνουν την πολιτική τους στάση. Το πλήθος που φωνάζει συνθήματα, που διαλαλεί τη δόξα ή το όνειδος, αποφασίζει για την ιστορία: στεριωμένες κυβερνήσεις πέφτουν, καθεστώτα που παραπαίουν ξαναστέκονται για λίγο στα πόδια τους. Ο λαός, που στην Πράγα τον Νοέμβριο του 1989 μόνο με τη σωματική του παρουσία στους δρόμους έριξε κάτω ένα σάπιο και μουχλιασμένο καθεστώς, σήμερα σωπαίνει. Σωπαίνει, άραγε, γιατί είναι κουρασμένος και απογοητευμένος, γιατί είναι απασχολημένος με τις υποθέσεις του, με τη δουλειά, με το κέρδος, με το κυνήγι της περιουσίας του, ή γιατί δεν έχει τίποτα να πει και αφήνει άλλους, τους εκπροσώπους του, να μιλάνε γι’ αυτόν και εξ ονόματός του; Ή μήπως θα εξέφραζε ευχαρίστως την έλλειψη ικανοποίησης και τους φόβους του, αλλά δεν έχει την ευκαιρία να το κάνει και δεν είναι ικανός να διατυπώσει τις εντυπώσεις του με τις κατάλληλες λέξεις; Ή έχει εκ νέου βυθιστεί, όπως τόσες άλλες φορές ήδη, στην αδιαφορία από την οποία θα τον ξυπνήσουν μόνο τα τραντάγματα του αύριο;

Οι λόγιοι συχνά δεν καταλαβαίνουν ότι η πλειοψηφία μιλάει και όταν σωπαίνει, αφού εκφράζει τη γνώμη της με τη γλώσσα της, την οποία οι μάστορες της πένας αγνοούν. Υπάρχει αυτός που πρέπει να σπείρει και να μαζέψει τους καρπούς, αυτός που πρέπει να χτίσει σπίτια, αυτός που πρέπει να οδηγήσει τα λεωφορεία και τα τρένα, αυτός που πρέπει να μοιράσει το ταχυδρομείο, αυτός που πρέπει να παραγάγει στα εργοστάσια, αυτός που πρέπει να υλοτομήσει το δάσος και να καλλιεργήσει το αμπέλι, αυτός που πρέπει να θεραπεύσει και να χειρουργήσει – να την η ευφράδεια των ανθρώπων, την οποία οι λόγιοι, τυφλωμένοι από το θαυμασμό για το εξαιρετικό και όντας οι ίδιοι αντικείμενο θαυμασμού για την εξαιρετικότητά τους, χαρακτηρίζουν ως κοινότοπη. Οι διανοούμενοι της εποχής μας, κακομαθημένοι νάρκισσοι και ματαιόδοξοι, είναι τόσο πολύ στραμμένοι προς τους εαυτούς τους, προς τη σπουδαιότητα τους και προς τους δικούς τους θορυβώδεις και μακροσκελείς λόγους, ώστε δεν ακούνε τι λέει η σιωπή του λαού (της άφωνης πλειοψηφίας, που δεν μιλάει) ή τι αναγγέλλουν τα γεγονότα, τα έργα, οι ιστορίες, των οποίων το νόημα και τις προειδοποιήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη τους.

Το 1958, σε μια μεγάλη συνέλευση «φιλοσόφων» από την Πράγα (συγκεντρώθηκαν γύρω στους διακόσιους), με προέτρεψαν να «συμβαδίσω με το πνεύμα της εποχής» και να απαρνηθώ τη φράση μου: «Έληξε η κυριαρχία της ιδεολογίας, αρχίζει η εποχή της κριτικής σκέψης». Αρνήθηκα. Το 1969, ο Γκούσταβ Χούζακ και ο τότε πρόεδρος προσπαθούσαν να με πείσουν να συμβαδίσω με «το πνεύμα της εποχής» και να εγκαταλείψω την άποψη μου, σύμφωνα με την οποία η 21η Αυγούστου του 1968 συνιστά μία στρατιωτική εισβολή. Αρνήθηκα. Μετά τον Νοέμβριο του 1989, φτάνουν σ’ εμένα σήματα από περισσότερες πλευρές, που μου λένε να εντάξω το μυαλό μου στο κόμμα, να λογικευθώ επιτέλους, να συμβαδίσω με «το πνεύμα της εποχής» και να ενωθώ κι εγώ με τους άλλους στην υπηρεσία της νέας ιδεολογίας που ανέρχεται. Μου δίνουν να καταλάβω ότι, σε μία τέτοια περίπτωση, θα μπορούσα να μιλάω στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση ή πως θα μου επέτρεπαν επίσης να κάνω δημοσιεύσεις, ακόμα και στην ονομαστή Literdrni noviny. Όποιος αρχίζει να σωπαίνει, δεν έχει δεσμευθεί σε κανέναν ότι θα μείνει σιωπηλός για πάντα, ούτε έχει απορρίψει την πιθανότητα να ζητήσει εκ νέου, κάποια στιγμή, το λόγο, εάν έχει κάτι να πει. Τι έκανα τα τελευταία είκοσι χρόνια, κατά τα οποία κυρίως σώπασα και κατά τα οποία η εξουσία επιχείρησε με απειλές να με κάνει να σωπάσω; Έζησα και στοχάστηκα επίσης. Δεν επινόησα τίποτα το καινούργιο, εξέτασα μόνο με τη σκέψη ζητήματα παλιά, πολύ παλιά, αιώνια, και πάντα επίκαιρα: τι είναι η αλήθεια, ποιος είναι ο άνθρωπος. Στοχάστηκα μάταια;

Το κυρίαρχο ιστορικό μοντέλο βρίσκεται στο τέλος του και φαίνεται να έχει εξαντλήσει τα όριά του: η ύπαρξή του είναι η κυριαρχία μίας στείρας επανάληψης του ομοίου σε μεγαλειώδεις διαστάσεις. Πράγμα που σημαίνει: όχι μόνο αυξάνεται ο πλούτος μίας προνομιούχας μειονότητας (οι κάτοικοι του Βορρά), αλλά διαδίδεται επίσης η κενότητα και η ένδεια πνεύματος, από τις οποίες γεννιούνται η βία, η απογοήτευση, τα ναρκωτικά, η απόγνωση, η απελπισία, η μαφία, η κάθε είδους πορνεία. Οι άνθρωποι έχουν εισαχθεί σε μία δικτατορική και αδιάκοπη ροή εικόνων (ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαφήμιση, κινηματογράφος) και καταναλώνουν παθητικά τα στερεότυπα που τους σερβίρονται, κατά τρόπο ώστε να χάνουν την έμπνευση και τη φαντασία τους: έχουν καταστεί θύματα των προκατασκευασμένων εικόνων. Τι θα μας σώσει από αυτή την καταστροφική ένδεια πνεύματος; Δεν υπάρχει, δεν υφίσταται κάποιος Θεός που θα μπορούσε να μας σώσει, και το να περιμένουμε τον ερχομό του αύριο, στο μέλλον, σημαίνει ότι παραμένουμε δέσμιοι της πνευματικής ένδειας που επικρατεί. Μόνο η φαντασία μπορεί να μας οδηγήσει έξω από την πνευματική ένδεια. Όλη η απελευθερωτική δύναμη αναβλύζει από τη δημιουργική φαντασία.

Απ’ όσα έχω πει προκύπτει ότι: το σοσιαλιστικό κίνημα είναι και πρέπει να είναι σε κρίση, γιατί κινείται στο εσωτερικό του κυρίαρχου μοντέλου, που έχει εξαντληθεί ιστορικά, που είναι στείρο και πνευματικά φτωχό, και του λείπουν το κουράγιο και η φαντασία για να το υπερβεί και να το θραύσει. Η κρίση της σύγχρονης εποχής έγκειται στο γεγονός ότι, συγκριτικά με το κυρίαρχο μοντέλο που υλοποιήθηκε στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία, στη Βόρεια Αμερική, απουσιάζει μία απελευθερωτική εναλλακτική λύση. Αυτή η εναλλακτική λύση δεν είναι κάτι διαφορετικό, αλλά το ίδιο εκείνο μέτρο και η ίδια εκείνη διάσταση, με τα οποία και μόνο καταφέρνει κανείς να υπερβεί τον περιορισμό του σπηλαίου, ασχέτως αν πρόκειται για στρατώνα ή για πολυτελές ενδιαίτημα, και οδηγεί προς το Ξέφωτο, προς την Κτίση του κόσμου. Η επιστροφή στην αρχαία πόλιν ή στη μεσαιωνική χριστιανική κοινότητα, που κατείχαν αυτή τη διάσταση, δεν είναι δυνατή, η ζωή στο εσωτερικό τους θα ήταν ανυπόφορη για τον σύγχρονο άνθρωπο.

Απ’ όσα έχω πει προκύπτει ότι: το σοσιαλιστικό κίνημα είναι και πρέπει να είναι σε κρίση, γιατί κινείται στο εσωτερικό του κυρίαρχου μοντέλου, που έχει εξαντληθεί ιστορικά, που είναι στείρο και πνευματικά φτωχό, και του λείπουν το κουράγιο και η φαντασία για να το υπερβεί και να το θραύσει

Μία απελευθερωτική εναλλακτική λύση μπορεί, συνεπώς, να γεννηθεί από τη δημιουργική και στοχαστική φαντασία, από την αναζήτηση της διάστασης που απουσιάζει από τη σύγχρονη εποχή.

Εάν η «αριστερά» δεν καταγράψει αυτή την πραγματικότητα, θα βρεθεί να συναγωνίζεται αλλά και να κάνει πλάτες στη «δεξιά» μέσα στη φάρσα του σήμερα, που είναι στείρα, θλιβερή, γελοία, μα μπορεί να μεταμορφωθεί σε μία αιματηρή, φάρσα, σε μία καταστροφή δίχως τέλος.

Η σκέψη πρέπει, να παραμείνει πιστή στον εαυτό της. Η ανώτατη και μοναδική πίστη της είναι: να σκέφτεται. Δεν πρέπει λοιπόν να ονειροπολεί και να επινοήσει ένα νέο παράδειγμα, θα είναι αρκετό να στοχαστεί πάνω σ’ αυτό που σήμερα κυριαρχεί και να προσπαθήσει να αναλύσει τη συμβίωση επιστήμης – τεχνικής – οικονομίας. Κάποτε έγραψα ότι, σ’ αυτή την τριάδα, έχουν κρυπτογραφηθεί, δηλαδή κρυφτεί, οι απελευθερωτικές δυνατότητες, και είναι υποχρέωση της σκέψης να αναρωτηθεί εκ νέου: τι είναι η οικονομία (τι είναι το σπίτι, η κατοικία, τι σημαίνει «διαχειρίζομαι»;), τι είναι η επιστήμη (τι σημαίνει για τον άνθρωπο να γνωρίζει τα πράγματα που είναι ουσιώδη και να ξέρει να τα διακρίνει από εκείνα που είναι δευτερεύοντα;), τι είναι η τεχνική (τι είναι η τέχνη τού να βρίσκεται στον κόσμο και να μη διαμένει σε μία σπηλιά, να έχει συνείδηση του κόσμου και να μην τον αρνείται;).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!