Του Μάρκου Δεληγιάννη
Καθώς το καλοκαίρι και πάλι προκλητικά την εμφάνισή του πραγματοποιεί στης ζωής την εξαίσια θεατρική σκηνή, οι ακρογιαλιές φορώντας τ’ ασπρογάλανα εσώρουχα, τρυφερά θωπεύουν των κορμιών τη γύμνια. Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε. Αβάσταχτος ο χωρισμός. Ένας χρόνος μακριά απ’ της θάλασσας την απέραντη αγκαλιά. Από ψηλά ο ουρανός, τα σύννεφα- νομάδες παρακολουθεί, καθώς με τον ήλιο ερωτοτροπούν, γράφοντας στίχους χωρίς λέξεις πάνω στης θάλασσας τις καταγάλανες σελίδες. Ξέχειλα, φίλοι μου, είναι της ζωής τ’ αμπάρια από πραμάτειες μοναδικές. Η θάλασσα πόσο περίτεχνα του βράχου την εμμονή αποκοιμίζει. Το κορίτσι, γυμνόστηθο αυτάρεσκα χαμογελάει. Πόσα πολλά η θάλασσα της έχει μάθει. Μόνο ο ποιητής παράμερα στενάζει. Αυτός, τις λέξεις πρέπει να τιθασεύσει, την οδύνη του στο χαρτί ν’ αποτυπώσει. Κοίταξε, φίλε μου, της Σελήνης τον χρωστήρα, πώς της νύχτας το γκρίζο περίτεχνα το ασημίζει. Της φύσης η σκηνογραφία απλόχερα προσφέρει καταφύγιο στου έρωτα την αιδημοσύνη.
Καιρός κι εμείς τη μάσκα της πικρίας απ’ το πρόσωπο να πετάξουμε, το αύριο με θυμό να διεκδικήσουμε. Κι εσύ, σύντροφε, άνοιξε διάπλατα της γνώσης τα παράθυρα, άφησε της νιότης τον αέρα ορμητικός στα κομματικά γραφεία να εισβάλει, την ατμόσφαιρα ν’ ανανεώσει. Κι έπειτα κάνε κάτι πολύ απλό. Κάνε ένα περίπατο. Διάσχισε πεζός αυτή την πόλη που σε γέννησε. Κοίταξε τους ανθρώπους από κοντά. Άκουσέ τους. Έχεις τόσα πολλά να διδαχτείς. Μη χάνεσαι τα βράδια σε άστοχες περιπλανήσεις, ψάχνοντας να βρεις ίχνη που οδηγούν στον έβδομο ουρανό. Η ζωή, η πραγματικότητα, δεν χρειάζονται χάδια, ούτε στιλβώματα, ούτε χρώματα φανταχτερά. Όχι, δεν έχουν ανάγκη απ’ τα δικά σου τα ψιμύθια.
Κι ύστερα χάνεσαι, σύντροφέ μου, μες στο δάσος των άηχων λέξεων. Πλατειάζεις, μακρηγορείς. Χάνεις χρόνο πολύτιμο στων τηλεοπτικών καναλιών την πομπώδη ακινησία. Σύντροφε, η συντομία είναι του ταλέντου η ερωμένη. Αυτό μην το ξεχνάς. Πόσο ανώφελο, πόσο ανόητο είναι, να μιλάς, να συζητάς για πράγματα, που πιθανόν να μην γνωρίζεις, ενδεχομένως και να μην καταλαβαίνεις. Πόσο κακόηχα, τούτες τις κρίσιμες ημέρες, οι παραφωνίες ηχούν. Και τι όπλα, τι πολεμοφόδια, προσφέρεις στου αντίπαλού σου του ταξικού, το οπλοστάσιο. Καιρός οι πομποί να συντονιστούν στη μια και μοναδική συχνότητα, αυτήν του Κινδύνου και εκεί, μόνον εκεί, να εκπέμπονται όσα μηνύματα γράφτηκαν απ’ της συλλογικότητας τη γραφίδα. Δεν έχει σημασία, σύντροφε, τι βλέπει ο καθένας, αλλά πώς η ομάδα το είδε και τι αποφάσισε. Δεν είναι κατάλληλος καιρός για διενέργεια μαθημάτων επαναστατικής κατάρτισης. Ένας ολόκληρος λαός αγωνιά. Της Ευρώπης οι εργαζόμενοι, σε μας το βλέμμα τους έχουν στραμμένο. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Η Αριστερά είναι το μόνο ανάχωμα στη φαιά πλημμυρίδα που απειλεί τα πάντα να παρασύρει. Η μόνη Ελπίδα στην έρημο του νεοφιλελευθερισμού. Ας το κατανοήσουμε αυτό: το αύριο το πολυπόθητο δεν θάρθει καβάλα σε μια δροσοσταλίδα, αλλά μέσα απ’ της Καισαρικής τομής τα αίματα, θα ξεπροβάλει τη ζωή να διεκδικήσει. Ο αγώνας δε θέλει πίκρα κι απαισιοδοξία, μόνο πάθος κι έρωτα. Καιρός πια ν’ αποβάλουμε την πλήξη που βασιλεύει στης επανάληψης την απραξία. Τα αδιέξοδα των διαφόρων ομάδων δεν θάβρουν τη λύση στις βραδινές περιπλανήσεις μες στους λαβύρινθους των ατέλειωτων συζητήσεων, αλλά στην οργανωμένη πάλη. Ας μην πνιγόμαστε, σύντροφε, μέσα στους ποταμούς δακρύων που η ανάλγητη Ευρώπη των τοκογλύφων εξακολουθεί αδιάφορη να προκαλεί.
Με βήμα αταλάντευτο, με μάτι ψυχρό, με φωνή σταθερή, ας προχωρήσομε ολόρθοι σαν ορθόπλωρο βαπόρι το σκοπό μας να πετύχουμε. Καλοκαίριασε πια. Οι αφέγγαρες νύχτες έφυγαν. Ας μην αφήσουμε τις χιλιοειπωμένες λέξεις να μας μπερδέψουνε. Το αύριο μας ανήκει.