από τον Δημήτρη Ουλή
Δεν εισηγούμαι την επιστροφή σε κάποιο είδος ανέφελης φυσιοκρατίας. Υποστηρίζω, όμως, ότι οι δρόμοι που οδηγούν από τη «φύση» στον «πολιτισμό» είναι απείρως πιο δαιδαλώδεις και συγκοινωνούντες από όσο η «κλασική» τουλάχιστον ανθρωπολογία θα ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε. Και υποστηρίζω ακόμα ότι στη μανιώδη προσπάθειά μας να διανύσουμε το δρόμο αυτό βιαστικά και ώς το τέρμα, χάσαμε κάτι ουσιωδώς ανθρώπινο, κάτι που αμαυρώνει ανεπανόρθωτα την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Ειδάλλως, δεν μπορώ να εξηγήσω αυτήν τη δίψα για φύση και για θάλασσα που μοιάζει ώρες-ώρες με στερητικό σύνδρομο, αυτήν τη βεβαιότητα που μας κατακλύζει ύστερα από μια ολιγοήμερη παραμονή μας στην εξοχή, ότι ο αστικός μας βίος ισοδυναμεί με μια διαστροφή, μια ανωμαλία, μια διαβολεμένη φάρσα.
Παραθερίζω εδώ και αρκετές μέρες σε ένα απόμερο χωριό της Λακωνίας, με ελάχιστες ανάγκες και ελάχιστα χρήματα, προσπαθώντας να εξηγήσω στον εαυτό μου γιατί αισθάνομαι ζάμπλουτος μ’ όλα αυτά. Αντιπαρερχόμενος την αυθόρμητη απάντηση ως υπερβολικά εύλογη για να είναι αληθινή («κάνεις την ανάγκη φιλότιμο», «βαπτίζεις τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες»), αναγκάζομαι να καταφύγω για πολλοστή φορά στην ανεκτίμητη αξία των αρχετύπων. Πάρτε για παράδειγμα την ησυχία: ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσα χρόνια είχα να κοιμηθώ με ακουστικό φόντο μονάχα το φλοίσβο του κύματος και το επίμονο βάσιμο των γρύλων – μακριά από τουριστικά κακαρίσματα κλωσών και μουγκρίσματα χιμπατζήδων, ντάπα-ντούπα και ρακέτες. Το θορυβώδες σενάριο του clubbing και της ξαπλώστρας παραέχει φυσικοποιηθεί, μας έχουν μάθει κυριολεκτικά να μισούμε την ησυχία – να τη θεωρούμε ως συνώνυμη του νεκροταφείου. Να, όμως, που σε τούτο το απόμερο χωριό, συλλαβίζω ξανά τη μεταφυσική και ποιητική διάσταση της ησυχίας, τους ανεξάντλητους δημιουργικούς της υπαινιγμούς, τη δύναμή της να επανασυγκολλά τα διασκορπισμένα μας θραύσματα. Και καθώς απελευθερώνομαι από τη σιδερόμπαλα του στερεότυπου, νιώθω να μεταμορφώνομαι σε πρωτεργάτη μιας πραγματικά επαναστατικής οικολογίας της σκέψης.
Πάρτε ένα άλλο παράδειγμα: τα εκατομμύρια των αστεριών σε κατράμι ουρανό-φωτεινές καρφιτσοκεφαλές με σαφή περιγράμματα, πάνω σε κατάμαυρο καμβά. Είχα να το δω από το 2011 στο Ξηροπήγαδο της Κρήτης, και ομολογώ ότι τούτη τη φορά, η νοσταλγία του απείρου συνδυάζεται μέσα μου με μια ακαθόριστη μελαγχολία για τον νυχτερινό αττικό ουρανό – αυτό το ξέπλυμα φωτοσκίασης, αυτό το αρρωστημένο ημίφως πλυσταριού. Πλην, όμως, η πεντάχρονη κόρη μου είδε για πρώτη φορά στη ζωή της τόσα πολλά αστέρια. Μπορεί μια τέτοια εμπειρία να κοστολογηθεί;
Ας αναφέρω, τέλος, τα καταπράσινα νερά: το πρωτόπλαστο συναίσθημα ότι η ηδονή της αρμύρας σου χαρίστηκε χωρίς κινδύνους και απαγορεύσεις – και τι ανέλπιστη τύχη να βρίσκεις ένα αντρικό μαγιό, κολυμπώντας στα βαθιά. Είμαι 44 χρονών, με σίγουρο σύνδρομο μέσης ηλικίας, με ματαιώσεις και ανασφάλειες ένα σωρό. Όσο, όμως, τα αρχέτυπα εξακολουθούν να με κατεργάζονται σωματικά και ψυχικά, όσο με περπατούν και με κατέχουν σαν αγαθά πνεύματα, είμαι σίγουρος ότι ένα κομμάτι του εαυτού μου θα παραμείνει για πάντα νέο.