Σάββατο πρωί, στα Εξάρχεια, μπήκα σε ένα μικρό ψιλικατζίδικο, στην οδό Μαυρομιχάλη, για να πάρω το «Δρόμο της Αριστεράς». Περιμένοντας τα ρέστα, είδα πάνω στον πάγκο της κυρίας που είχε το κατάστημα δυο μικρά μακρόστενα κουτιά με διάφορα CD: 2 ευρώ τα δεξιά και 0,50 τα αριστερά. Καθώς τα έψαχνα, ξεχώρισα το Sticky Fingers των Rolling Stones και το 15 λαϊκά τραγούδια με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Τα έχω σε μεγάλους δίσκους, αλλά θα μου ήταν χρήσιμα, γιατί μερικές φορές είναι μεγάλο το βάρος από τα βινύλια που κουβαλάω στο ραδιόφωνο. Επί πλέον, ειδικά το LP των Stones, το αυθεντικό του εξώφυλλο, με πραγματικό φερμουάρ στο παντελόνι που απεικονίζεται μπροστά, κάτι που δεν υπάρχει στην ελληνική έκδοση, πρέπει να σωθεί από τη φθορά των μετακινήσεων.

 

I got the blues

Οδηγώντας προς τη Λυκόβρυση που μένει η αδερφή μου, έβαλα το Sticky Fingers στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου κι άρχισα να ακούω τα τραγούδια προσεκτικά σκεφτόμενος με συγκίνηση το ρόλο που έπαιξαν στα χρόνια μιας προηγούμενης νεότητάς μου. Συζητήσεις επί συζητήσεων, εάν είναι οι Μπιτλς καλύτεροι ή οι Ρόλινγκ Στόουνς, θαυμασμός για τον Μικ Τζάγκερ που εξέφραζε την ελευθερία σε μια εποχή που ήταν λιγότερη από σήμερα, και άλλα παρόμοια που έβαζε ο νους των εφήβων και των νέων φοιτητών τότε που αργά, βασανιστικά και ανυπόμονα ανακαλύπταμε τον κόσμο.

Όσο προχωρούσαν τα κομμάτια, αναθερμαίνονταν στο μυαλό μου οι παλιές αντιπαραθέσεις και γινόταν μια επανεκτίμηση αυτού του υλικού που σημάδεψε τη ζωή πολλών ανθρώπων στον κύκλο μου και στην εποχή μου. Πριν ακόμα τελειώσουν όλα τα τραγούδια αναρωτιόμουν πόσο δίκιο ή άδικο είχαμε, πόσο ίσια ή στραβά κάναμε τις επιλογές μας, πόσο άξιζαν ή δεν άξιζαν όλα αυτά τα ακούσματα, που έρχονταν από έναν άλλο κόσμο, από έναν άλλο πολιτισμό. Αλλά πάλι, γιατί αυτές οι αμφιβολίες; Αφού ακούγοντας τα ίδια τραγούδια, μετά από τόσες δεκαετίες που πέρασαν και τόσα άλλα ακούσματα που μεσολάβησαν, η γοητεία τους παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη και η δύναμή τους μάλλον αμείωτη. Ίσως γιατί, τελικά, οι Ρόλινγκ Στόουνς δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Γιατί δεν συμβόλιζαν μόνο την επιλογή και τη δυνατότητα μιας περιπετειώδους και έγχρωμης ζωής, με έντονα τα αντισυμβατικά στοιχεία, αλλά και γιατί μαζί με τα αφτιά μάς άνοιγαν και τα μάτια για να δούμε τους μακρινούς και διαφορετικούς υλικούς και πνευματικούς κόσμους πέρα κι έξω από τα στενά σύνορα της επικράτειάς μας. Ίσως γιατί, αυτό το συγκρότημα, ήταν το σήμα κατατεθέν αυτού που ονομάζαμε ροκ, το πιο σαφές, γνήσιο, δυνατό, ολοκληρωμένο, αντιπροσωπευτικό και ελκυστικό μοντέλο ενός πελώριου ρεύματος, αισθητικού, πολιτικού και κοινωνικού που ταρακούνησε τις ευαίσθητες νεανικές μας ψυχές.

Το στυλ των μουσικών είχε μια αυθάδεια και, μάλιστα, αυθάδεια με αυτοπεποίθηση. Πώς την είχαν αποκτήσει αυτά τα παιδιά από τις λαϊκές συνοικίες, που αν δεν γίνονταν μουσικοί ίσως και να δούλευαν σε συνεργεία μοτοσικλετών ή να γίνονταν εισπράκτορες στα κόκκινα λεωφορεία του Λονδίνου; Ο τρόπος που έπαιζαν, ο τρόπος που ντύνονταν, ο τρόπος που μιλούσαν και ο τρόπος που συμπεριφέρονταν, συμπυκνωνόταν στην φαινομενικά ατημέλητη σκηνική παρουσία του Μικ Τζάγκερ που έπαιρνε σβάρνα το πάλκο απ’ άκρη σ’ άκρη τρέχοντας, πηδώντας, εκτινάσσοντας τα χέρια του και κάνοντας στροφές γύρω από τον εαυτό του, προκλητικός και εριστικός, κόντρα σε κάθε εμφάνιση που θεωρούσε καθωσπρέπει το συντηρητικό κατεστημένο. Ο δικός μας τρόπος είναι δικός μας, καλύτερος και φευγάτος, υπονοούσε με κάθε του φιγούρα, είτε κουνούσε τα μαλλιά του είτε έβγαζε τη γλώσσα του ο Τζάγκερ. Εμείς υπάρχουμε τώρα και μπορούμε χωρίς εσάς κι αντίθετα από εσάς, έλεγε χωρίς ντροπή και χωρίς φόβο. Με κάτι μουσικές που έρχονταν από τα πιο βαθιά. Όχι από την αγγλική κουλτούρα, ούτε από την Οξφόρδη των μορφωμένων ούτε από το Νιούκαστλ των ανθρακωρύχων, αλλά από την περιθωριακή κουλτούρα των μαύρων της Αμερικής. Κι όσο περνούσε ο καιρός, το συγκρότημα ωρίμαζε και ο ήχος του γινόταν πιο σύνθετος και, ταυτόχρονα, πιο πρωτότυπος. Με λιγότερες μεταφορές και απομιμήσεις, όσο θαυμάσια κι αν τις απέδιδαν, λες και είχαν γεννηθεί από απογόνους των σκλάβων στις φυτείες του Μισισιπή. Μέσα από τις ηλεκτρισμένες ενορχηστρώσεις, τους αντικομφορμιστικούς στίχους και το περιγελαστικό ύφος τους βγήκε πολύ γρήγορα αυτό που ονομάστηκε ροκ στην πληρέστερη μορφή του. Όχι πως δεν συνέβαλαν και άλλοι σ’ αυτή την ωρίμαση που συντελείτο ταυτόχρονα στην Αγγλία και την Αμερική, αλλά η τελειότερη συνισταμένη αυτών των ωριμάσεων έβγαινε μέσα από το μυαλό, τα δάχτυλα, τα χέρια και τα πόδια αυτών των νέων που αποτελούσαν το συγκρότημα.

Ποιας προφορικής κουλτούρας παιδιά είναι άραγε, αυτοί οι Στόουνς; αναρωτιόμασταν καθώς μεγαλώναμε και θέταμε μεταξύ μας περισσότερα ερωτηματικά, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τις ρίζες και τις συνιστώσες αυτού του μουσικοκοινωνικού φαινομένου.

Ακούγοντας, λοιπόν, ξανά, το Sticky Fingers των Rolling Stones, εύρισκα εκ νέου τις απαντήσεις που δίναμε μελετώντας και εμβαθύνοντας στο αντικείμενο της προτίμησής μας στη μουσική. Σωστές αναλογίες, σκληρός ήχος που δεν ξεπερνάει ένα όριο, παρά μόνο ηθελημένα σε κάποια τραγούδια ή κάποια σημεία, χορευτικά και ακουστικά τραγούδια, λεπτές εμφυτεύσεις στοιχείων από τη μουσική της υπαίθρου, παρατεταμένα σολαρίσματα, άλλοτε με αγωνία, άλλοτε με θλίψη κι άλλοτε με εξάρσεις επιθετικότητας, από το κρύο στη ζέστη κι από τη ζέστη στο κρύο, χωρίς σημεία υποχώρησης και μετάνοιας. Όλο μπροστά, με το καλό και με το κακό. Με οργή ή με τρυφερότητα.

Από ποια παράδοση αυτά τα παιδιά έφτασαν να γράφουν στίχους με σημασία και νόημα, με μια νέα ποιητική γλώσσα, που ο συλλογισμός της, απλός και κατανοητός, ολοκληρώνεται πριν περάσουν τρία λεπτά;

Ίσως αυτή να είναι η πρώτη μεγάλη παγκοσμιοποίηση μεταπολεμικά, που το ροκ απλώθηκε, πριν ακόμα το συνειδητοποιήσει καλά-καλά η βιομηχανία, στα πέρατα του κόσμου, ενοποιώντας έναν μέχρι τότε κόσμο διάσπαρτο και κατακερματισμένο…

 

Κάνε κάτι να χάσω το τρένο

Μόλις τελείωσε το Sticky Fingers, με τις σκέψεις μου μισοτελειωμένες, έσπρωξα στην εσοχή το CD του Μητροπάνου και αμέσως η φωνή, όχι η πιο τέλεια του κόσμου, αλλά αισθαντικά πολύ διεισδυτική, πλημμύρισε τον κλειστό χώρο του αυτοκινήτου, μια άλλη γλώσσα, ένας άλλος ήχος, μια άλλη κουλτούρα. Αλλά πώς, όμως, και δεν αντέδρασε αρνητικά ο εγκέφαλός μου και πώς τα νευρικά μου κύτταρα προσαρμόστηκαν τόσο εύκολα, χωρίς αντίσταση, σ’ αυτό το άλμα από τους Στόουνς στον Μητροπάνο;

Σίγουρα, παίζει ρόλο η διαχρονική εξοικείωσή μου και με το ένα είδος μουσικής και με το άλλο, αλλά φτάνει αυτό ή κρύβεται και κάτι άλλο; Μήπως, τελικά, ό,τι ανήκει στη λαϊκή κουλτούρα, ανεξάρτητα από χώρα και εποχή, έχει μια εσωτερική συνάφεια που απορρέει από το ό,τι κάθε ολοκληρωμένο στοιχείο μιας λαϊκής κουλτούρας εμπεριέχει γέφυρες που ακουμπούν σε κάθε λαϊκή κουλτούρα; Γιατί μπορεί το ρεμπέτικο να μην μοιάζει μορφικά με το μπλουζ των μαύρων, ούτε να προέρχονται αμφότερα από συγγενείς κουλτούρες, μήπως, όμως, η λαϊκότητα και των δύο, δηλαδή η βαθιά τους σύνδεση με το λαϊκό αίσθημα, με το πιο πηγαίο και αυθόρμητο μέρος των αισθήσεων των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης, έχει ένα κοινό κλειδί, ένα κρίκο που διευκολύνει και επιτρέπει τη διασύνδεσή τους;

Ή μήπως, ο άνθρωπος όταν δεν έχει χτίσει φράχτες στις αισθήσεις του και στις αντιλήψεις του, με πιο οικουμενική παιδεία, μπορεί εύκολα να περνάει από τον ένα κόσμο στον άλλο, από τη μία κουλτούρα στην άλλη, από το ένα είδος μουσικής στο άλλο;

Ό,τι και να συμβαίνει, οι αισθητές διαφορές ανάμεσα στον Τζάγκερ και τον Μητροπάνο καθόλου δεν με εμπόδισαν στο υπόλοιπο της διαδρομής να ακούω τα λαϊκά τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη και του Σπύρου Παπαβασιλείου, να ξεχύνονται από τα μεγάφωνα. Και να σκέφτομαι, κάνοντας άθελα μου συγκρίσεις, ότι όσο κι αν μου αρέσουν οι Στόουνς, και μου αρέσουν πολύ, πάντα αισθανόμουν κάπως κρύα και ψεύτικα να πω σε μια κοπέλα ότι μου αρέσει, και πολύ περισσότερο ότι την αγαπώ, στα αγγλικά. Κι ακόμα ότι, παρατηρώντας ανθρώπους να χορεύουν υπό τους ήχους της ροκ μουσικής, ποτέ δεν ένιωσα την ίδια ένταση, συγκίνηση και ταύτιση που νιώθω βλέποντας ανθρώπους να χορεύουν ζεϊμπέκικο, χασάπικο, πεντοζάλη ή ικαριώτικο. Απολάμβανα τη μουσική, αλλά καμία συγγένεια δεν ένιωθα με αυτό το σπασμωδικό, δυσαρμονικό, ατσούμπαλο και αρρωστημένα μοναχικό κούνημα που προκαλείται από τη ροκ μουσική. Ενώ συνεχίζω να ακούω ροκ μουσική με ευχαρίστηση και συγκίνηση, νιώθω ότι δεν ταυτίστηκα με όλα τα συμπαρομαρτούντα, παρ’ όλο που αφιέρωσα πάρα πολύ χρόνο, προσήλωση, μελέτη και αγάπη.

Ίσως και γι’ αυτό, ακούγοντας τον Μητροπάνο που ήδη τραγουδούσε Πες μου που πουλάν καρδιές να αισθάνομαι πιο στο σπίτι μου, πιο κοντά στον εαυτό μου, πιο άμεσα στη γλώσσα μου, πιο σιμά στους οικείους μου. Εργάτες στις οικοδομές, κορίτσια στις καφετέριες, παλικάρια στις πίστες, ταξιδιώτες στα υπεραστικά λεωφορεία, φοιτητές στα μεζεδοπωλεία, διανοούμενοι στο Λυκαβηττό, αγρότες στα πανηγύρια που σιγοψιθύριζαν, έπιναν ή χόρευαν έξω καρδιά, περνούσαν κινηματογραφικά από το μυαλό μου μέχρι που έφτασα στον προορισμό μου. Μεμιάς, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, όλες οι σκέψεις μου για τα ανόμοια τραγούδια, τις φωνές και τα όργανα, μια χαρά είχαν κατασταλάξει μέσα μου. Ούτε ο Τζάγκερ είχε καπελώσει τον Μητροπάνο, ούτε ο Μητροπάνος τον Τζάγκερ. Γιατί, λοιπόν, να σκοτίζομαι;

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!