Η νέα ταινία του Χιλιανού Πάμπλο Λαραΐν
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Γιος γερουσιαστή δημοκρατικής παράταξης, ο 40χρονος Χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαραΐν ανήκει στη γενιά που ανδρώθηκε στη μετάβαση προς έναν κοινοβουλευτικό καπιταλισμό, με χουντικά κατάλοιπα κάτω απ’ το χαλί, όπως συνέβηκε και με άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες.
Στη μετά τον Πινοσέτ Χιλή, προσπάθησε να διαχειριστεί με σύγχρονους κινηματογραφικούς όρους το νωπό τραύμα της δικτατορίας ενάντια στη λήθη, με ταινίες όπως Post Mortem (2010) και Μυστική Λέσχη (2015). Αφήνοντας πίσω του τη σκοτεινή σκηνοθετική προσέγγιση με στατικά πλάνα που εκφράζουν τη νοσηρότητα μιας ανείπωτης απειλής που υποβόσκει, στο No (2012) συναλλάσσεται με έναν ιστορικό συμβιβασμό. Έχοντας αλλάξει πλέον σελίδα, την προηγούμενη χρονιά, παρουσίασε δύο βιογραφικές ταινίες-πορτρέτα, μια για τον Χιλιανό ποιητή Νερούδα, που σύντομα θα δούμε, αλλά και για την Τζάκι Κένεντι, στην ταινία του Jackie, που μόλις κυκλοφόρησε, χαρίζοντάς του Βραβείο Σεναρίου (Βενετία) και τρεις οσκαρικές υποψηφιότητες, ανάμεσά τους Α’ Γυναικείας Ερμηνείας, για την Νάταλι Πόρτμαν, που ομολογουμένως ενσαρκώνει πολύ πειστικά το ρόλο της.
Η ταινία ξεκινά με τη συνέντευξη της Τζάκι στον δημοσιογράφο Τεντ Γουάιτ (Μπίλι Κρούντεπ), για το περιοδικό Life, μόλις μία βδομάδα μετά τη δολοφονία του συζύγου της Τζον Φ. Κένεντι, 35ου Προέδρου των ΗΠΑ, στις 22/11/1963.
Ανάμεσα στην υστερία και τη δακρύβρεχτη συγκίνηση που αναδύει η ερμηνεία της Πόρτμαν, η Τζάκι ανακαλεί στη μνήμη της τα πραγματικά συγκλονιστικά γεγονότα, συνθέτοντας μέσα από αναπαραστατικά φλασμπάκ το χρονικό της δολοφονίας. Με τη συνέντευξη ως παρόν, ξανοίγεται άτακτα, μέσα από πισωγυρίσματα και στιγμιότυπα, το κουβάρι των πρώτων εικοσιτετράωρων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Κένεντι, με την Τζάκι να μπαίνει στη διαδικασία αποχώρησης από τον Λευκό Οίκο, έχοντας πλέον πάψει να είναι Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να οργανώσει και την κηδεία του δολοφονημένου συζύγου της, με τη συγκλονιστική εμφάνισή της, κρατώντας τα δυο ανήλικα παιδιά της.
Η σημασία που δίνεται στο παρασκήνιο των προετοιμασιών της κηδείας, με την επιμονή της Τζάκι να αποδοθεί η αρμόζουσα επισημότητα, παρά τις επιφυλάξεις για λόγους ασφαλείας, καταλήγει σε μια νεκρική πομπή, με τελετουργικό μεγαλείο που θυμίζει περισσότερο μια βασιλική στέψη.
Αναπαράγοντας τα γεγονότα σε κινηματογραφικές εικόνες ως θραύσματα μνήμης, οι συγκλονιστικές στιγμές της δολοφονίας και του ψυχικού τραύματος, με την μυθοποιημένα κομψή Τζάκι να φοράει για ώρες το ματωμένο ροζ ταγιέρ Σανέλ, ανακυκλώνουν τις ιστορικές τηλεοπτικές εικόνες της δολοφονίας ενός Αμερικανού Προέδρου, που μοιραία καταγράφτηκε σε ζωντανή τηλεοπτική αναμετάδοση που παρακολούθησε όλη η υφήλιος, μετατρέποντας το τραγικό αυτό γεγονός, σε τηλεοπτικό θέαμα, με πρωταγωνίστρια την λαμπερή και διάσημη Τζάκι, ήδη ποπ ίνδαλμα της Αμερικής, ως τεθλιμμένη χήρα, χωρίς να θίγονται τα αληθινά κίνητρα μιας πολιτικής δολοφονίας.
Αποπροσανατολιστική οπτική με όρους Χόλιγουντ
Στην αφηγηματική ροή παρεμβάλλονται ασπρόμαυρα πλάνα, που φανερώνουν τη σχέση της με τον τηλεοπτικό φακό, ειδικά με τις τηλεοπτικές σειρές ξεναγήσεων από την ίδια στους χώρους του βαρυφορτωμένου με μουσειακά εκθέματα Λευκού Οίκου, μετά την πολυδάπανη ανακαίνισή του, επί ημερών της. Με τους όρους της τηλεοπτικής κάλυψης της δολοφονίας του Κένεντι, που έφτασε να συμβολίζει το γόητρο της εικόνας της Αμερικής, σε πόλεμο τότε με το Βιετνάμ, επιχειρεί να παίξει και ο Λαραΐν, σε αντιστοιχία με την τηλεοπτική καμπάνια στην ταινία του No (2012).
Η σκηνοθετική του ικανότητα έγκειται στην υιοθέτηση ενός σφιχτού κάδρου στα πρόσωπα, ειδικά κατά τη συνέντευξη, με μετωπικά κοντινά σαν πορτρέτα που καθόλου τυχαία ανακαλούν τηλεοπτική αισθητική. Ωστόσο, κάποιες κινήσεις της κάμερας, όπως τα έντονα απανωτά παλινδρομικά τράβελινγκ, αποδίδουν αίσθηση ναυτίας και αποπροσανατολισμού. Αντίστοιχα λειτουργεί και η χρήση της μουσικής της 30αρας Αγγλίδας μουσικού Μίκα Λέβι (Κάτω απ’ το δέρμα – 2013). Οι αγχωτικές συνθέσεις της ηχούν σαν παρακμιακά ξεκουρδισμένα σύνολα εγχόρδων που ενισχύονται με πιανιστικά ηχοχρώματα, ώστε να αποδοθεί η εσώτερη ψυχολογική διάσταση και η αίσθηση σύγχυσης της Τζάκι, με το όμορφο πρόσωπο της Πόρτμαν να καταβροχθίζεται από τα κοντινά πλάνα, πνίγοντας μια ανεξιχνίαστη πολιτική δολοφονία στον άκρατο συναισθηματισμό, με όρους της αποπροσανατολιστικής τακτικής του Χόλιγουντ.
Παρά τη σπουδαία σκηνοθετική σύλληψη, ο ταλαντούχος Λαραΐν συμβάλλει στην αναπαραγωγή της χλιδάτης υστεροφημίας της Τζάκι, που στη συνέντευξή της τότε στο Life αναφέρεται στο αγαπημένο τραγούδι του Κένεντι, από το λιμπρέτο του μιούζικαλ Κάμελοτ στο Μπρόντγουέι, επιδιώκοντας να παραλληλίσει τον Λευκό Οίκο, επί ημερών του, με το δοξασμένο Κάμελοτ και τον Βασιλιά Άρθούρο, ως απόδειξη καλοπροαίρετης και αγαθής διακυβέρνησης, τη στιγμή που αυτά τα στοιχεία της αγγλοσαξονικής μυθολογίας εδραίωναν τη θεόσταλτη προέλευση της μοναρχίας.
Βάζοντας την αριστοτεχνική του υπογραφή σε μια τέτοια προπαγανδιστική ταινία, μετά το ναυάγιο προηγούμενων συνεννοήσεων με τους Σπίλμπεργκ και Αρονόφσκι για ένα σενάριο αρχικά γραμμένο για τηλεοπτική σειρά, ο Χιλιανός Λαραΐν λησμονεί την εμπλοκή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στη 17χρονη σκληρή χούντα της χώρας του, και αποδέχεται να συντηρήσει τον αμερικανικό μύθο που μια τέτοια ταινία χρηματοδοτείται για να χαράξει. Μήπως τελικά ο φιλόδοξος σκηνοθέτης έπεσε χαμηλά ή στο τέλος όλοι έχουν την τιμή που τους αξίζει;
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]