Ο Ρέντσι πέφτει θύμα του σκηνικού που έστησε ο ίδιος;
Του Τζουλιάνο Γκρανάτο*
Στις 4 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί καλούνται σε δημοψήφισμα για να εγκρίνουν ή να απορρίψουν τη συνταγματική αναθεώρηση που θέλει να περάσει η κυβέρνηση Ρέντσι. Πολλά άρθρα του τωρινού Συντάγματος, που γράφτηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μπήκαν σε ισχύ το 1948, πρόκειται να αλλάξουν αν επικρατήσει το «ναι». Αξίζει να θυμηθούμε ότι, χάρη στον αγώνα των εργατών και του λαού ενάντια στο φασισμό και το ναζισμό, και με μια σειρά ιταλικές πόλεις να έχουν απελευθερωθεί πριν φτάσει ο αμερικανικός στρατός, πολλά μέλη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως και του Σοσιαλιστικού, συμμετείχαν στη Συντακτική Συνέλευση η οποία συνέταξε το μεταπολεμικό Σύνταγμα.
Το ιταλικό θεσμικό σύστημα που ισχύει μέχρι τώρα έχει ως πυλώνα το Κοινοβούλιο, που χωρίζεται σε δύο τμήματα (Βουλή και Γερουσία) με πάνω-κάτω τις ίδιες λειτουργίες. Αυτά ασκούν τη νομοθετική εξουσία και ελέγχουν την πολιτική λειτουργία. Πέραν αυτών, υπάρχουν πολλά επιπλέον αντίβαρα στην εκτελεστική εξουσία, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο, οι Περιφέρειες κ.λπ. Το ισχύον Σύνταγμα αποσκοπούσε στην εξάπλωση τόσο της «ισότητας» όσο και της «λαϊκής συμμετοχής», προβλέποντας επίσης μέτρα άμεσης δημοκρατίας, όπως τα δημοψηφίσματα και οι «νόμοι της λαϊκής πρωτοβουλίας» – δηλαδή νόμοι οι οποίοι προωθούνται από τους ίδιους τους πολίτες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα όσα προέβλεπε αυτό το Σύνταγμα εφαρμόστηκαν. Πολλά άρθρα αγνοήθηκαν, άλλα υλοποιήθηκαν εν μέρει, άλλα πάλι ερμηνεύθηκαν κατά τρόπο ευνοϊκό για τα αφεντικά και τις κυρίαρχες τάξεις. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ήδη κάποιες αλλαγές στην καθημερινή πρακτική. Η εκάστοτε κυβέρνηση, από τον Μπερλουσκόνι και μετά, είναι στην πραγματικότητα η κύρια πηγή της νομοθετικής δράσης, αφήνοντας στο Κοινοβούλιο το ρόλο της επικύρωσης των «επειγουσών» προτάσεών της. Αν προσθέσουμε τους εκλογικούς νόμους, οι οποίοι δίνουν στο πρώτο κόμμα μια μεγάλη πλειοψηφία εδρών στο Κοινοβούλιο, είμαστε σαφώς μάρτυρες μιας συγκέντρωσης εξουσιών στα χέρια της κυβέρνησης. Είναι σαφές ότι αυτό δεν ξεκίνησε με την κυβέρνηση Ρέντσι. Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθειά του για τροποποίηση του Συντάγματος θα είναι ένα βήμα που θα επισημοποιεί αυτήν την κατεύθυνση.
Τι θέλει να αλλάξει η κυβέρνηση Ρέντσι, και γιατί
Η προτεινόμενη αναθεώρηση θα αλλάξει τις λειτουργίες της Γερουσίας και τη νομοθετική διαδικασία, δίνοντας περισσότερο χώρο στην κυβέρνηση. Θα μειώσει την ανεξαρτησία του Προέδρου της Δημοκρατίας, και θα αποδυναμώσει κάποια ακόμη από τα αντίβαρα της εκτελεστικής εξουσίας – μεταξύ αυτών και τους θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας. Επιπλέον, η προτεινόμενη αλλαγή και του εκλογικού νόμου θα καταστήσει ακόμη πιο εύκολο το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης από το πρώτο κόμμα, ακόμη κι αν αυτό αποτελεί σαφή μειοψηφία στο εκλογικό σώμα. Όλα αυτά υπό τη σημαία του «εκμοντερνισμού», της «ταχύτητας», της «αποτελεσματικότητας» και της «εξοικονόμησης»!
Γιατί χρειάζεται η κυβέρνηση μια συνταγματική αναθεώρηση; Η απάντηση έχει ειπωθεί πολλές φορές από διαφορετικά μέλη της: «Η Ιταλία πρέπει να προσαρμόσει τους θεσμούς της στο διεθνή ανταγωνισμό»… Η JP Morgan το 2013 ήταν απόλυτα σαφής σχετικά μ’ αυτό, αναφέροντας ότι η κρίση των ευρωπαϊκών χωρών οφειλόταν στα πολιτικά τους συστήματα. Στην περιφέρεια της Ευρώπης, λέει, «τα Συντάγματα τείνουν να εμφανίζουν μια ισχυρή σοσιαλιστική επιρροή, γεγονός που αντικατοπτρίζει την πολιτική δύναμη που απέκτησαν τα αριστερά κόμματα μετά την ήττα του φασισμού […] με αποτέλεσμα τα κυβερνητικά στελέχη να είναι αδύναμα, η κεντρική διοίκηση να είναι αδύναμη σε σχέση με τις περιφέρειες, να υπάρχει συνταγματική προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, να έχουν καθιερωθεί συστήματα βασισμένα στη συναίνεση που προωθούν τις πελατειακές πολιτικές σχέσεις, και να κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη διαμαρτυρία εάν το πολιτικό σύστημα κάνει ανεπιθύμητες αλλαγές»!
Την προηγούμενη εβδομάδα ο υπουργός Εργασίας Τζουλιάνο Πολέτι, μιλώντας ειλικρινώς, δήλωσε ότι για να εγκριθεί το Jobs Act, μια ακόμη «μεταρρύθμιση» στην αγορά εργασίας που προωθείται από την κυβέρνηση Ρέντσι, χρειάζονταν ένα «σπρώξιμο με τον ώμο». Εννοούσε ότι ήταν δύσκολο να περάσουν το νέο νόμο, λόγω των ορίων που τίθενται από τους υφιστάμενους νόμους και το Σύνταγμα. Άρα, «στο εγγύς μέλλον τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν»: Πρέπει να γίνουν ακόμη ευκολότερα για την εξουσία!
Τα δύο στρατόπεδα
Στη μάχη υπέρ της τροποποίησης του Συντάγματος η κυβέρνηση υποστηρίζεται από το «κεντροαριστερό» Δημοκρατικό Κόμμα (του οποίου γενικός γραμματέας είναι ο Ρέντσι) και μικρότερα σύμμαχα κόμματα, τις τράπεζες, την Confindustria (δηλαδή την ένωση των βιομηχάνων), την… αμερικάνικη πρεσβεία και τη CISL (το συνδικάτο των Καθολικών, το τρίτο μεγαλύτερο σε αριθμό μελών στην Ιταλία).
Παρ’ όλα αυτά, η συνταγματική μεταρρύθμιση συναντά και μια μεγάλη αντιπολίτευση: από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά, πολλά κόμματα εναντιώνονται. Στα λόγια τουλάχιστον, η Λέγκα του Βορρά, η Φόρτσα Ιτάλια, η Casapound (το αδελφό κόμμα της Χρυσής Αυγής), το Κίνημα των 5 Αστέρων, η Ιταλική Αριστερά, η Κομμουνιστική Επανίδρυση και άλλες μικρότερες αριστερές κινήσεις υποστηρίζουν το «όχι».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη. Εντός των κομμάτων όλου του πολιτικού φάσματος υπάρχουν βουλευτές, στελέχη και μέλη που υποστηρίζουν μια διαφορετική στάση από την επίσημη θέση του κόμματός τους. Π.χ. τα «αριστερά» ρεύματα μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα υποστηρίζουν το «όχι». Από την άλλη, φαίνεται ότι το 40% των ψηφοφόρων της Φόρτσα Ιτάλια στηρίζουν το «ναι»! Η κατάσταση ανάμεσα στους ψηφοφόρους του Κινήματος των 5 Αστέρων είναι ακόμα ασαφής, αλλά μερικοί απ’ αυτούς ενδεχομένως θα στηρίξουν την πλευρά του «ναι».
Ο Ρέντσι έχασε την αλαζονεία του
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν μεγάλη σύγχυση, αλλά μπορεί να ειπωθεί κάτι παραπάνω: Πριν λίγους μήνες, ο Ρέντσι ήταν τόσο σίγουρος για τη νίκη του στο δημοψήφισμα ώστε προσπάθησε να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκαιρία για περαιτέρω νομιμοποίηση της ηγεσίας του, δηλώνοντας ότι θα παραιτηθεί σε περίπτωση επικράτησης του «όχι». Ήταν ακόμα η εποχή που σχεδίαζε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος τον Οκτώβριο…
Από τον Ιούνιο, πολλά πράγματα άλλαξαν. Το Δημοκρατικό Κόμμα έχασε τις αυτοδιοικητικές εκλογές και πολλές μεγάλες πόλεις αυτή τη στιγμή έχουν δημάρχους του Κινήματος των 5 Αστέρων (Τορίνο και Ρώμη) ή αριστερούς (Νάπολι). Ο ίδιος ο Ρέντσι υπέστη πτώση στη δημοτικότητά του. Επιπλέον, σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, σε περίπτωση εθνικών εκλογών το Κίνημα των 5 Αστέρων θα μπορούσε να είναι το πρώτο κόμμα.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Ρέντσι άλλαξε τακτική. Παραδέχτηκε ότι ήταν «λάθος» η προσωποποίηση του δημοψηφίσματος και τώρα εκλιπαρεί τους πολίτες να ψηφίσουν «έχοντας κατά νου το συγκεκριμένο θέμα της ψηφοφορίας, και όχι πολιτικά ζητήματα»! Το «όχι» κερδίζει έδαφος. Μόλις λίγους μήνες πριν, το «ναι» θεωρούνταν ήδη νικητής. Σήμερα, το «ναι» και το «όχι» βρίσκονται στο 50-50. Πολλοί εξακολουθούν να είναι αναποφάσιστοι. Το σίγουρο είναι ότι το «ναι» μειώνεται, ενώ το «όχι» παρουσιάζει αυξητική δυναμική.
Απόπειρα εξαγοράς των πολιτών
Γι’ αυτό ο Ρέντσι ανέβαλε το δημοψήφισμα για την τελευταία ημερομηνία που του επέτρεπε ο νόμος: την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου. Ελπίζει ότι μέχρι τότε θα ανακτήσει τη συναίνεση στην πρότασή του. Και κάνει προσπάθειες να βρει κάποιο μέτρο, το οποίο θα επιτρέπει στην κυβέρνηση να «εξαγοράσει» αυτή τη συναίνεση… Παρά τα στενά περιθώρια, υπάρχει πιθανότητα να βρεθεί κάτι. Για παράδειγμα πριν τις τελευταίες ευρωεκλογές έφτιαξαν το λεγόμενο «μπόνους του Ρέντσι»: επιπλέον 80 ευρώ ανά μήνα έμπαιναν στους μισθούς των εργαζομένων με ετήσιες αποδοχές μεταξύ 8.000 και 26.000 ευρώ. Τώρα, ψάχνουν για κάτι παρόμοιο…
Ωστόσο, οι υποσχέσεις της κυβέρνησης Ρέντσι εξανεμίζονται. Η οικονομία δεν πάει καλά, ο δείκτης ανεργίας παραμένει πολύ υψηλός, νέες υποθέσεις διαφθοράς αποκαλύπτονται κάθε εβδομάδα, τα δημόσια νοσοκομεία κλείνουν. Όποιος έχει δουλειά, δουλεύει με λιγότερα δικαιώματα και σε καθεστώς ανασφάλειας. Το περιβάλλον καταστρέφεται για να αυξηθούν κι άλλο τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Τέλος, 100.000 άνθρωποι –οι περισσότεροι εκ των οποίων από τη Νότια Ιταλία– εγκατέλειψαν τη χώρα το περασμένο έτος, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.
Ευκαιρία ανακοπής των πολιτικών λιτότητας
Ο κόσμος είναι κουρασμένος με το παρόν και δεν τρέφει ελπίδες για το μέλλον. Καμία εναλλακτική δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Οι δεξιές δυνάμεις δεν μπορούν φυσικά να αποτελέσουν μια πειστική εναλλακτική λύση στη σημερινή κυβέρνηση, αφού τα προηγούμενα χρόνια έκαναν λίγο-πολύ τα ίδια μ’ αυτά που κάνει τώρα ο Ρέντσι. Σχετικά με το δημοψήφισμα, το «όχι» τους έχει ως αποκλειστικό κίνητρο τη θέλησή τους να ρίξουν τον Ρέντσι.
Το Κίνημα των 5 Αστέρων, από την άλλη, τα πάει πολύ καλύτερα από τη Δεξιά. Αλλά την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει προβλήματα σχεδόν σε κάθε πόλη που διοικεί, και δεν έχει εναλλακτικό πρόγραμμα στα μέτρα λιτότητας. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει δύναμη που να έρχεται σε ρήξη με το πρόγραμμα λιτότητας το οποίο ενστερνίζονται τόσο τα δεξιά κόμματα όσο και η «κεντροαριστερά».
Η μάχη για το δημοψήφισμα δίνει στην Αριστερά μια καλή ευκαιρία να αμφισβητήσει μια αυταρχική κίνηση η οποία θα επιτρέψει στα αφεντικά και την κυβέρνηση να επιταχύνουν αυτά τα μέτρα. Υπάρχει και κάτι ακόμα που μπορεί να μας βοηθήσει: το δημοψήφισμα δεν θα είναι απλά μια ψήφος για το περιεχόμενο της αναθεώρησης, μια «τεχνική» ψήφος. Οι άνθρωποι πρόκειται επίσης να ψηφίσουν εκφράζοντας την άποψή τους για τη σημερινή κυβέρνηση και τις πολιτικές της.
«Όχι» στην κάλπη, και όχι μόνο!
Τώρα, όσον αφορά το δικό μας καθήκον, είναι να οικοδομήσουμε μια εκστρατεία που θα είναι σε θέση να μιλήσει με όλους τους ανθρώπους που είναι κουρασμένοι από την τωρινή κατάσταση και ελπίζουν σε μία αλλαγή. Δεν μας αρκεί να πείσουμε τους ανθρώπους να πουν «όχι» στην κάλπη. Προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε την πορεία προς τις 4 Δεκέμβρη για την ενεργοποίηση όλων όσοι είναι δυσαρεστημένοι με την παρούσα κατάσταση. Η συμμετοχή του κόσμου, την οποία προωθούμε και οργανώνουμε, είναι από μόνη της μια επιθετική πρόκληση ενάντια στο σχέδιο του Ρέντσι. Εμπεριέχει μια διαφορετική ιδέα για την κοινωνία. Ο Ρέντσι (όπως επίσης και οι δεξιές δυνάμεις) θέλει μια πιο ιεραρχική κοινωνία. Αντιθέτως, εμείς στοχεύουμε σε μια συμμετοχική δημοκρατία, όπου οι άνθρωποι παίζουν τον κύριο ρόλο.
Δεν έχουμε στη διάθεσή μας τηλεοράσεις και ΜΜΕ. Δεν υπάρχει χώρος για εμάς εκεί. Αλλά υπάρχει ένα τεράστιο πολιτικό και φυσικό κενό που μπορούμε να διεκδικήσουμε από άλλες δυνάμεις, τόσο αυτές που προπαγανδίζουν το «ναι» όσο κι αρκετές από αυτές που διακηρύττουν ότι είναι υπέρ του «όχι». Ο στόχος μας είναι να είμαστε παρόντες κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα στις γειτονιές, στις αγορές, στις πλατείες και στους τόπους δουλειάς. Στη Νάπολι, για παράδειγμα, η καμπάνια έχει μόνο ένα παλιό βανάκι που όμως οργώνει όλη την περιοχή! Οργανώνουμε συναντήσεις στους τόπους δουλειάς με τα συνδικάτα, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια με μαθητές, φοιτητές και εκπαιδευτικούς, στις πλατείες με ενώσεις, συλλογικότητες και απλούς πολίτες.
Θέλουμε σ’ αυτήν την πορεία να οικοδομήσουμε σχέσεις με πολλούς ανθρώπους που εμπλέκονται σε τοπικούς αγώνες και να ξεκινήσουμε μια διαδικασία η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο μέχρι το Δεκέμβρη. Μετά τις 4 Δεκέμβρη, κάτι νέο μπορεί να αναδειχτεί στο ιταλικό πολιτικό τοπίο από τις στάχτες της προεκλογικής εκστρατείας. Στις 4 Δεκεμβρίου, μπορούμε να νικήσουμε. Μπορούμε να σταματήσουμε τα σχέδιά τους. Μια πιθανή νίκη δεν θα αλλάξει τα πάντα. Αλλά θα ανεβάσει το ηθικό στις γραμμές μας. Η επόμενη μέρα παραμένει ένα θολό τοπίο. Κανείς δεν μπορεί να πει τι πρόκειται να συμβεί, και δεν θέλουμε να σπαταλήσουμε πολύ ώρα για να φανταζόμαστε το μέλλον. Προτιμάμε να το οικοδομήσουμε!
* Ο Τζουλιάνο Γκρανάτο είναι μέλος των Clash City Workers και της κατάληψης Ex-OPG «Je So’ Pazzo» στη Νάπολι. Έγραψε αυτό το άρθρο ειδικά για τον Δρόμο
Μετάφραση: Γιώργος Πατέλης