Μιλώντας για την Κίνα, είμαι άνευ όρων υπερασπιστής της γεωπολιτικής στρατιωτικής της δύναμης, αρκεί να μη μου μιλάνε (ο Λοσούρντο, ο Ντιλιμπέρτο, ο Σίντολι, το ελληνικό Κ.Κ. κ.λπ.) ότι πρόκειται για «σοσιαλισμό», ακόμη κι αν τον ονομάζουν «σοσιαλισμό της αγοράς» κ.λπ.
Θεωρώ την Κίνα ολοκληρωτικά καπιταλιστική, γιατί θεωρώ ιστορικά αποτυχημένο και εξαντλημένο όλο το μοντέλο του ιστορικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα (εξαιρώντας φυσικά τον «κομμουνισμό», για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα, ως φιλοσοφία της ιστορίας και ως μεταστροφική τάση της ανθρωπότητας, και με την έννοια αυτή είμαι «κομμουνιστής» περισσότερο από ποτέ).
Όμως, πρόκειται για έναν ιδιότυπο καπιταλισμό που προέκυψε από μια πρωτότυπη σύνθεση του ασιατικού τρόπου παραγωγής, που χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή και θετική κυριαρχία της πολιτικής επί της οικονομίας και για ένα εξτρεμιστικό εξισωτικό μαοϊκό πείραμα, που ωστόσο έχει αποτύχει. Ελπίζω ότι το κομφουκιανικό απαράτ, που φέρει το όνομα Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα να απομονώσει και να εξουδετερώσει, αν γίνεται με πολιτισμένο και ανθρωπιστικό τρόπο, τους φοβερούς φιλοδυτικούς διανοούμενους και τις αμερικανότροπες τάσεις. Αν σταματούσαν αυτές οι τάσεις, ακόμη και κάτω από το σύνθημα των «ανθρωπίνων» δικαιωμάτων (που είναι η αντιστροφή του σύγχρονου απανθρωπισμού), τότε θα υπήρχε ένα και μοναδικό φοβερό μοντέλο καπιταλισμού. Αυτή θα ήταν μια πραγματική πολιτική παγκοσμιοποίηση, που σήμερα δεν υφίσταται, παρά τις προθέσεις της απεχθούς Κλίντον (της οποίας θυμίζω το περιβόητο «ουάου!», που ξεστόμισε αναιδώς και ζωντανά στην τηλεόραση, όταν της ανακοινώθηκε το λιντσάρισμα του Καντάφι).
Ο Μπερλουσκόνι, λοιπόν, δεν μπόρεσε, δεν γνώριζε, δεν θέλησε… Κατά τη γνώμη μου θα το ήθελε, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί ήταν εκλεγμένος, και ο λαός, πέρα από τις συγκεχυμένες και ασήμαντες πολιτικές του πεποιθήσεις, δεν είναι δυνατόν να ψηφίσει ποτέ την κοινωνική του εξόντωση, να υλοποιήσει αυτή την αμερικανοποίηση. Αυτή προϋποθέτει την πλήρη αστυνόμευση όχι από έναν πολιτικό χώρο (Δεξιά ενάντια στην Αριστερά ή Αριστερά ενάντια στη Δεξιά), αλλά από ένα κόμμα των οικονομιστών (του Παπαδήμου στην Ελλάδα, του Μόντι στην Ιταλία, αλλά όλοι ίδιοι είναι – τέλεια γνώση της αγγλικής και αποθέωση των αγορών) ενάντια στο κόμμα των πολιτικών. Αν χρησιμοποιούσα τη διχοτομία Δεξιά/Αριστερά (αλλά το αποφεύγω με προσοχή!), θα έλεγα πως το κόμμα των οικονομιστών είναι ένα κόμμα της άκρας Δεξιάς, που βρίσκεται δεξιά της Φόρτσα Νουόβα και του Αττίλα, βασιλιά των Ούννων. Αλλά οι σημειολογικές διαφορές που προωθούνται από την κάστα των διανοουμένων της τελευταίας εικοσαετίας (πού είσαι σκιά του Σορέλ;) ταυτίζουν την Αριστερά μόνο με τους ασήμαντους χειρισμούς της FIOM, με τη ρητορική του Νίκι Βέντολα, με τους ομοφυλικούς γάμους, με την επίμονη λαϊκο-ριζοσπαστική κριτική ενάντια στην καθολική εκκλησία και τον Πάπα Ράτσιγκερ, τις πορείες των φεμινιστριών (αχ, αυτές οι γυναίκες!), τις εμμονές των πασιφιστών (ειρήνη, ειρήνη, ανθρώπινα δικαιώματα, ανθρώπινα δικαιώματα, κάτω οι δικτάτορες, να δικαστούν ο Καντάφι, ο Μιλόσεβιτς, ο Σαντάμ Χουσεϊν, όλοι εκτός από τον Κλίντον και τον Ομπάμα κ.λπ.).
Τι να κάνουμε; Δεν ξέρω! Δεν είμαι ο Λένιν! Μπορώ να πω, χοντρικά, τι δεν πρέπει να κάνουμε:
α. Να πάψουμε να φιάχνουμε μικρά κομμουνιστικά κόμματα (Ντιλιμπέρτο, Φερέρο), προσκολλημένοι στα σώβρακα του Βέντολα και του Μπερσάνι, μόνο και μόνο για να μπούμε στη Βουλή ή μικρά κόμματα σεχταριστικά που ξαναπροτείνουν προγράμματα από τους… Σουμέριους, τους Αιγύπτιους ή τους Ασσυρο-Βαβυλώνιους (Φεράντο).
β. Να ξεπεράσουμε την παρωχημένη διχοτομία Δεξιά/Αριστερά. Αυτός ο καπιταλισμός καταστρέφει ολόκληρους λαούς και κοινότητες ανθρώπων, κι όχι μόνο τις καταπιεζόμενες τάξεις (που σαφώς είναι στόχος του μαζί με τις άλλες κατηγορίες). Το να ξαναβρούμε την κατάλληλη γλώσσα για να σώσουμε τους λαούς και τις ανθρώπινες κοινότητες δεν γίνεται στη βάση του σεχταριστικού διαχωρισμού του λαού σε αριστερό λαό και δεξιό λαό. Αυτός ο διαχωρισμός είχε ισχύ για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και δεν τον απορρίπτω. Σήμερα, όμως, είναι πια ξεπερασμένος, και προωθείται από τα πάνω για χειριστικούς λόγους, χρησιμοποιώντας στρώματα πληθυσμού κατάλοιπα του προηγούμενου αιώνα.
γ. Να φύγουμε απ’ αυτή την Ευρώπη. Αν υπήρχε και η παραμικρή πιθανότητα μεταρρύθμισης της Ευρώπης από τα μέσα στην πράξη, δεν θα το έλεγα, αλλά θα ενωνόμουνα με τη συντριπτική πλειοψηφία των «αριστερών» (σ.μ. κάνει λογοπαίγνιο με τη λέξη sinistro, που δεν σημαίνει μόνο αριστερός, αλλά και παράξενος) μεταρρυθμιστών που θέλουν μια «διαφορετική» Ευρώπη. Όμως, αυτοί δεν μπορούν να πάνε πιο πέρα από τις υποκειμενικές θρησκευτικές τους προθέσεις. Οι πραγματικές ολιγαρχίες που διοικούν σήμερα την Ευρώπη (και όχι τα όνειρα του Εράσμου, του Ματσίνι ή του Σπίνολι) επιθυμούν διακαώς την αμερικανοποίησή της (αγγλοσαξωνικό μοντέλο απεριόριστου ιδιωτικοποιημένου καπιταλισμού), τη γεωπολιτική της υποδούλωση στις ΗΠΑ (ΝΑΤΟ, επέμβαση στο Κόσοβο 1999, στο Αφγανιστάν 2001, στο Ιράκ 2003, στη Λιβύη 2011 κι αύριο ποιος ξέρει πού αλλού), τη δυτικότροπη πολιτιστική της ομογενοποίηση. Με δυο λόγια όλα τα σκατά (δεν βρίσκω καλύτερο όρο!) που μας σερβίρονται καθημερινά από τα ΜΜΕ και τα ΑΕΙ.
Κι εδώ σταματώ, για την ώρα. Ξέρω πολύ καλά πως αυτές οι τρεις προϋποθέσεις είναι απόλυτα ανεφάρμοστες σε σύντομο χρονικό διάστημα, για να μην πω και σε λίγο μεγαλύτερο. Οι «περίεργοι αριστεροί» θα εξακολουθήσουν να προτείνουν άχρηστα και ασήμαντα κομμουνιστικά κομματίδια ή με τη γενική σημαία του αντι-μπερλουσκονισμού (Ντιλιμπέρτο-Φερέρο) ή παλαιολιθικού-σεχταριστικού τύπου (Φεράντο) ή απλές παραφυάδες της μεταμοντέρνας οικολογο-φεμινιστικής κουλτούρας (Σινίστρα Κρίτικα). Δεν γίνεται τίποτα για την ώρα.
Θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί η ψευδαίσθηση ότι στο τέλος, ίσως τροποποιώντας τις εκλογικές πλειοψηφίες, θα καταφέρουμε να αλλάξουμε την απόλυτα νεοφιλελεύθερη φύση αυτής της Ευρώπης. Όποιος έχει αυτή την ψευδαίσθηση ή δεν καταλαβαίνει ή δεν θέλει να καταλάβει από οπορτουνισμό, νωθρότητα, ηλιθιότητα ή πνευματική αδράνεια, πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ιστορικό και όχι μόνο περιστασιακό ή μόνο πολιτικό, προτσές.
Ο ιστορικισμός και ο μύθος μιας γραμμικής και αναπόδραστης προόδου, που διαδόθηκε πλατειά το τελευταίο μισό του αιώνα από τους αχρείους μεταλλαγμένους κομμουνιστές διανοούμενους, έμαθαν τον κόσμο να σκέφτεται με… σιδηροδρομικούς όρους Πίσω/Μπρος. Δεν είναι δυνατόν να πάμε προς τα πίσω, αφού φτιάξαμε την Ευρώπη! Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά!
Αλλά στην ιστορία δεν υπάρχει ένα μπροστά κι ένα πίσω. Η ιστορία είναι τόπος εξέλιξης της συνολικής και πολυεπίπεδης ανθρώπινης δραστηριότητας κι όχι περιστατικών που μπορούν εύκολα να προβλεφτούν. Το τέλος του μπερλουσκονισμού είναι απλά μια ευκαιρία που θα έπρεπε να μπορούμε να εκμεταλλευτούμε για να επαναπροσανατολίσουμε μια ολόκληρη πολιτική κουλτούρα που απέτυχε.
Θα εκμεταλλευτούμε αυτή την ευκαιρία; Θα ήμουν ικανοποιημένος να παρασυρθώ και μόνο από κάποιες γενικές αισιόδοξες προβλέψεις, να «κάνω θετικές σκέψεις». Δυστυχώς, όμως, είμαι μαθητής του Χέγκελ και του Μαρξ, και όχι του Τζιοβανότι ή του Τσελεντάνο. Με δεδομένη τη σημερινή κατάσταση, και την τρομερή εξουσία άμεσης ή έμμεσης διαμεσολάβησης των Ιταλών διανοουμένων που γνωρίζουμε, δεν βλέπω καμία δυνατότητα αναστροφής της αυτοαναφορικότητας που μας χαρακτηρίζει. Τα δηλητήρια του αντιμπερλουσκονισμού της εφημερίδας Λα Ρεπούμπλικα και του Δημοκρατικού Κόμματος PD, θα τραβήξουν μακριά, γιατί είναι δομικής φύσης του συστήματος, αφού καλύπτουν ιδεολογικά μια τεράστια ιστορική τραγωδία. Πολύ θα ήθελα να υποσχεθώ περισσότερα, αλλά για την ώρα είμαστε ακόμη στην προκαταρτική φάση των προκαταρκτικών. Κάτι θλιβερό για τους ανθρώπους της ηλικίας μου. Όσο για τους νέους, όποιος ζήσει θα δει.
Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση
Επιμέλεια: Στέλιος Ελληνιάδης
* Το πρώτο μέρος του αποκαλυπτικού άρθρου του Κοστάντσο Πρέβε δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο φύλλο (10/12) και στο Περίπτερο Ιδεών (σελ. 30-31). Το δεύτερο μέρος λόγω έκτακτης επικαιρότητας «μετακόμισε» στις σελίδες των διεθνών. Ζητάμε την κατανόησή σας…