Η «Θεία Μπέμπα» της Ισμήνης Μπάρακλη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός μάς μεταφέρει στο Ναύπλιο του Μεσοπολέμου, όπου παρακολουθούμε τα όσα συμβαίνουν μέσα από τα μάτια της «θείας Μπέμπας», όπως την αποκαλεί η οικογένεια Ροδόπουλου, στο αρχοντικό της οποίας εργάζεται ως οικονόμος.
Ο πόλεμος και η Κατοχή, αλλά και τα όσα ακολούθησαν, θα φέρουν πολλές ανατροπές στη ζωή ανθρώπων που γενικά κρατούσαν αποστάσεις από όσα συνέβαιναν γύρω τους με ιδιαίτερη συμπάθεια τόσο στον Βασιλιά, όσο και στον δικτάτορα Μεταξά. Ωστόσο υπάρχουν και αυτοί που δεν ακολουθούν το ρεύμα…
Στιγμές συγκινητικές και αστείες, μικρά και μεγάλα μυστικά μέσα από μια γραφή που ζωντανεύει με πειστικότητα την εποχή και την πόλη, με την οποία άλλωστε έχει δεσμούς και η ίδια η συγγραφέας.
Τα πορτρέτα των μελών της οικογένειας εξαιρετικά, από την αδυναμία της «θείας» τον μικρό Ντίνο που γοητεύεται από τον γυναικείο ποδόγυρο, μέχρι την κυρία του σπιτιού την Ελπινίκη που ζει σε ένα σύννεφο, μέχρι τα γεγονότα να την προσγειώσουν στη γη…
Ένα μυθιστόρημα που αποδεικνύει πως και μέσα από το –καλόγουστο– χιούμορ μπορείς να προσεγγίσεις την πραγματικότητα και η ανάγνωση να είναι μια απολαυστική, διασκεδαστική όσο και ουσιαστική εμπειρία.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Πώς προέκυψε η ιστορία της «Θείας Μπέμπας»;
Η θεία Μπέμπα εμφανίστηκε ένα καλοκαίρι στο σπίτι του Ναυπλίου, σε μια περίοδο της ζωής μου που διψούσα για εύθυμα βιβλία και σαν αναγνώστρια και σαν δημιουργός.
Ηρωίδα χείμαρρος, πληθωρική, μπριόζα, με χιούμορ και φλογερό ταπεραμέντο, αποδείχθηκε εκ των υστέρων αυτό που λέει ο λαός αρμένικη βίζιτα, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ έμεινε κοντά δυο χρόνια. Για του λόγου τ’ αληθές, μήτε εγώ ήθελα να φύγει. Χαράς σ’ αυτόν που έχει τέτοιους μουσαφιραίους. Κι ας μην έβαζε γλώσσα μέσα, διότι της άρεσε διαρκώς να μιλά για το αρχοντικό του γιαλού με την ιδιόρρυθμη φαμίλια που το κατοικούσε. Τον κύριο Βασιλάκη, φιλοβασιλικό μέχρι κεραίας, την Ελπινίκη, την «πέρα βρέχει» σύζυγο με τα βαλσαμωμένα πουλιά στα καπέλα, την Αρίστη και τη Νανά, τις λουσούδες θυγατέρες τους, αλλά και τον μικρό τους, τον Ντίνο –κόλλαγε η γλώσσα της σ’ αυτόν– κι ας της είχε βγάλει τον αδόξαστο. Ζωηρός, όσο κεραμιδόγατος Γενάρη μήνα, έλιωνε ένα παντελόνι στα πισινά κι αργότερα στον καβάλο. Της κούνησα το μαντήλι με βαριά καρδιά την άνοιξη που μας πέρασε για να τραβήξει τον δρόμο των βιβλιοπωλείων, κι έφτιαξα ένα μποστάνι για να την ξεχάσω, καθώς η απουσία της άφησε μεγάλο κενό. Της χρωστάω ένα καινούργιο συκώτι, μαζί με άλλα πολλά.
Η δεκαετία του 1930 που ξεκινάει η ιστορία της θείας Μπέμπας ήταν για την αριστοκρατία μια παραπλανητική περίοδος, μια παρατεταμένη μπελ επόκ που όλα έμοιαζαν ακόμα ρόδινα, όμως δεν ήταν
Τι είναι αυτό που σε έκανε να μεταφέρεις την υπόθεση στο Ναύπλιο; Υπάρχει αναφορά και σε πραγματικά πρόσωπα της εποχής;
Είναι μυθοπλασία, τα πρόσωπα σαφώς δεν είναι υπαρκτά, ωστόσο αποκτούν υπόσταση μέσα από την αλήθεια τους, καθώς μια Μπέμπα, ένας Βασιλάκης και μια Ελπινίκη ίσως να έχουν περάσει από κάθε φαμίλια, με την έννοια της οικειότητας που προξενούν. Γενναία πηγή έμπνευσης, το παλιό Ναύπλιο, η ιδιαίτερη πατρίδα μου, και η κοινωνία της εποχής εκείνης, η αισθητική της, ιδιαίτερες φυσιογνωμίες ανθρώπων, άκρως θεατρικών, αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της νοστιμάδας της πόλης μου. Το αλατοπίπερο. Όπως και η ίδια η πόλη που μοιάζει με καλοφτιαγμένο σκηνικό. Η βαβούρα του λιμανιού, τα εμπορικά μπαπόρια, ο σταθμός του τρένου, τα φτωχικά κάρα, οι πλούσιες άμαξες, ο σαματάς στα σοκάκια και στις δρομόσκαλες, οι καφενέδες, οι ταβέρνες και τα κρασοπουλιά, τα εμπορικά, τα μπαρμπέρικα, τα φωτογραφεία, τα Δικαστήρια, το Δεσποτικό, η αριστοκρατική συνοικία του γιαλού, το επονομαζόμενο μικρό Κολονάκι με τα δίπατα νεοκλασικά της προκυμαίας, στην φάτσα της πόλης. Και από την άλλη πλευρά οι φτωχογειτονιές του Ψαρομαχαλά κρυμμένες στα πίσω σοκάκια κάτω από τον βράχο του κάστρου, σφικτά τα σπίτια σαν τις σαρδέλες το ένα δίπλα στο άλλο. Και ο εμπορικός δρόμος καταμεσής των δυο αυτών κόσμων να χωρίζει την πόλη στη μέση με καταστήματα και οικίες άνωθεν, σκαρφαλωμένες μπουκαβίλιες, πλανόδιους πωλητές, ψαθάκια και καπέλα, ομπρελίνια και μπαστούνια.
Αναπαριστάς με γλαφυρότητα την εποχή του μεσοπολέμου, αλλά και της έκρηξης του πολέμου και της Κατοχής. Ποιες ήταν οι πηγές σου;
Η θεία Μπέμπα είναι ένα ευθυμογράφημα εποχής με πολύ χιούμορ που αναβιώνει ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά αγαπημένες δεκαετίες, με μια άλλη όμως ματιά, αισιόδοξη και φωτεινή, ακολουθώντας τη γραμμή του χρόνου, της Ιστορίας και της μικροϊστορίας του τόπου. Ασφαλώς έχω ανατρέξει σε πηγές, η βιβλιοθήκη του Ναυπλίου έχει σταθεί αρκετές φορές πολύτιμος συμπαραστάτης και ευτυχώς υπάρχει πλούσιο ιστορικό υλικό, βιβλία, εφημερίδες, λευκώματα, ακόμα και μέσα από την ποίηση της εποχής αντλείς εικόνες και τάσεις της περιόδου εκείνης. Η δεκαετία του 1930 που ξεκινάει η ιστορία της θείας Μπέμπας ήταν για την αριστοκρατία μια παραπλανητική περίοδος, μια παρατεταμένη μπελ επόκ που όλα έμοιαζαν ακόμα ρόδινα, όμως δεν ήταν. Όλες αυτές οι ζυμώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο καταγράφονται μέσα στο μυθιστόρημα, καθώς και οι αλλαγές που θα φέρουν στις ζωές των ηρώων.
Τι θα κρατούσες από την εποχή εκείνη και τι θα άφηνες πίσω;
Κρατώ την αισθητική της κοινωνίας, χωρίς να εξιδανικεύω, με κουσούρια και χαρίσματα, καλοσύνες και παθογένειες, σε μια κοινή θέα όμως, με πόρτες ανοιχτές, με γειτονιές, με συγγενείς, με γνωστούς, με φίλους. Υπήρχε μια νοστιμιά, οι παλιοί Αναπλιώτες ήταν το αλατοπίπερο της πόλης. Τι έχει μείνει από όλα αυτά;
Ίσως τίποτα, μέσα στον βιαστικό μας μικρόκοσμο, απαθείς και αδιάφοροι τις περισσότερες φορές, πέρα από φευγαλέες ματιές και εύκολα συμπεράσματα. Κρατώ λοιπόν την πολυτέλεια της παρατήρησης, του αργού βίου, ως στάση ζωής, ως ένα ελάχιστο φρένο στους ταχείς και απάνθρωπους ρυθμούς της εποχής μου.
Θα έγραφες μια οικογενειακή ιστορία της εποχής του εγκλεισμού;
Συνηθίζω να κρατώ αποστάσεις από τρέχοντα γεγονότα, πόσω μάλλον για τη συγκεκριμένη, ψυχοφθόρα περίπτωση του εγκλεισμού που χάσαμε το προσωπικό μας ύψος.