Μετά την κατάρρευση της γραμμής Μαζινό και την παράδοση της Γαλλίας στη Ναζιστική Γερμανία, τον Μάη του 1940, η Βρετανία βρέθηκε μόνη απέναντι στον Χίτλερ. Ο νεοεκλεγής πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνασπισμού και αντίπαλος των Εργατικών, παρέμεινε πολέμιος της πολιτικής των προκατόχων του για συνθηκολόγηση, έχοντας βασικό μέλημα το μεγαλείο της βρετανικής αυτοκρατορίας και ενδεχομένως τη συμμετοχή της χώρας του στο νέο μοίρασμα του κόσμου, μεταπολεμικά.
Στη βιογραφική ταινία του 45χρονου Άγγλου Τζο Ράιτ, Η Πιο Σκοτεινή Ώρα, που τοποθετείται σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία, αποθεώνεται ο Τσώρτσιλ, ως ο ένας και μοναδικός άνθρωπος που θα αποφασίσει για ολόκληρο το έθνος. Με σεναριογράφο τον Άντονι ΜακΚάρτεν, ο Ράιτ επιλέγει έναν αγνώριστο Γκάρι Όλντμαν, να ενσαρκώνει απολαυστικά τον ευφυή πολιτικό, ως τον πλέον ισχυρό αντιφασίστα ηγέτη που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη.
Με πλοκή που εκτείνεται από τα πολιτικά έδρανα του αγγλικού Κοινοβουλίου ως τα υπόγεια αρχηγεία πολέμου, η κάμερα δεν χάνει από κοντά της τον οξυδερκή ηγέτη, εστιάζοντας στις εντάσεις και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις κατά τον πρώτο μήνα διακυβέρνησης, με τους αντιπάλους του να τον πιέζουν για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, ενώ ο ίδιος, ανένδοτος, προσπαθεί να ανυψώσει το ηθικό του λαού για αντίσταση στην επικείμενη ναζιστική εισβολή. Δείγματα της ρητορικής του δεινότητας διαχέονται σε όλη την ταινία, μέσα από τους λόγους και τα ραδιοφωνικά διαγγέλματά του προς τον Βρετανικό λαό, ενώ αναφέρεται πως έχει περάσει στην ιστορία και ως ο ηγέτης που καθιέρωσε τον χαιρετισμό της νίκης με τα δύο δάχτυλα σε σχήμα λατινικού V (Victory).
Ντύνοντας με «δημοκρατικό» κουστούμι τον συντηρητικό Τσώρτσιλ, η ταινία συμβάλλει στην ηρωποίησή του, παραγνωρίζοντας πως είναι αυτός που σε πλήρη αντίθεσή με τη Σοβιετική Ένωση, το 1946 χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «Σιδηρούν παραπέτασμα», για να περιχαρακώσει τις εκτός Νατοϊκού συνασπισμού χώρες.
Με όπλο το σαρδόνιο χιούμορ, ο αθυρόστομος Τσώρτσιλ του Ράιτ παρουσιάζεται ως καλοφαγάς, διονυσιακός πότης και μανιώδης καπνιστής, αλλά εξπέρ στους πολιτικούς ελιγμούς.
Απλοϊκό τέχνασμα, στα πρότυπα των ηθικοπλαστικών χολιγουντιανών ταινιών του ’30 για τον Λίνκολν, είναι και η φανταστική βόλτα του Τσώρτσιλ στο λονδρέζικο μετρό, όπου αφουγκράστηκε καθημερινούς ανθρώπους να λένε πως δεν παραδίνονται. Οι ίδιες στοές του μετρό, που στην ταινία Εξιλέωση (2007) του ίδιου σκηνοθέτη, απέπνεαν κλειστοφοβική αίσθηση, εδώ ανακτούν τη μεγαλοπρέπειά τους και αποτελούν το μυθοπλαστικό τόπο όπου ο Τσώρτσιλ έλαβε τη λαϊκή εντολή, ενισχύοντας το προφίλ ενός λαοφιλούς ηγέτη. Πρόκειται για αφελή προσέγγιση που απευθύνεται σε συστηματικά ανιστόρητο κοινό, που η μοναδική του επαφή με την ιστορία των παππούδων του είναι αυτά που παρουσιάζει το σινεμά των κυρίαρχων χωρών. Η ταινία, κάτω από τη λαμπρή σκηνοθετική της διάσταση, αφήνεται σε μια προπαγανδιστική διαμόρφωση εντυπώσεων που εγγράφονται ανεξίτηλα στην ιστορική συλλογική μνήμη.
Ο τρόπος που χτίζεται σεναριακά η ηγετικής στόφας προσωπικότητα του Τσώρτσιλ, υποστηρίζεται σημαντικά από την ανάδειξη δυο δευτερευόντων χαρακτήρων. Η σύζυγός του Κλημεντίνη (Κριστίν Σκοτ Τόμας), εκστομίζει ατάκες που συνοψίζουν τις αρετές παραμερίζοντας τα μειονεκτήματα του ηγέτη, σε μια επεξεργασμένη περίληψη όσων πρέπει να συγκρατήσει το κοινό, επιβεβαιώνοντας και το στερεότυπο πως πίσω από κάθε ισχυρό άντρα βρίσκεται μια ικανή γυναίκα. Παράλληλα, με την υπαγόρευση επιστολών και τηλεγραφημάτων στην νεαρή δακτυλογράφο του, εξυπηρετείται το προχώρημα της πλοκής, ενώ η φωτογραφία του αδερφού της που σκοτώθηκε στο μέτωπο γίνεται σύμβολο πατριωτικής αυτοθυσίας.
Στα χνάρια της ταινίας Ο Λόγος του Βασιλιά (2010 / Τομ Χούπερ), που ασχολείται με την προβληματική άρθρωση του βασιλιά Γεώργιου 6ου της Αγγλίας, ενόψει πολεμικού ανακοινωθέντος, ο Ράιτ δείχνει τον ίδιο βασιλιά να εκφράζει αμέριστο θαυμασμό και υποστήριξη στον Τσώρτσιλ, προσδίδοντας ηρωική υπόσταση και σε όλη τη γαλαζοαίματη φιλομοναρχική διάσταση των Άγγλων.
Η παρουσίαση των πολιτικών παρασκηνίων ανακαλεί τις σκηνές αντιπαράθεσης Δαντόν-Ροβεσπιέρου, στην ταινία Δαντόν (1983 / Αντρέι Βάιντα), ενώ η κορύφωση της άρνησης για συνθηκολόγηση στο Κοινοβούλιο παραπέμπει στην εκλογική αναμέτρηση της ταινίας Λίνκολν (2012 / Σπίλμπεργκ).
Η ελλειπτική αφήγηση κάνει χρονικά άλματα με μια γκονταρικής επιρροής γραφιστική ένδειξη συγκεκριμένων ημερολογιακών σταθμών στην οθόνη. Το παραλληλόγραμμο σχήμα του αγγλικού κοινοβουλίου τονίζεται από λήψεις σε κάτοψη, οπτικό όμως μοτίβο δημιουργείται με δυο μεγάλης διάρκειας τράβελινγκ, σε επιβραδυμένη κίνηση, που αποτυπώνουν καθημερινές στιγμές στους λονδρέζικους δρόμους, λίγο πριν την επικείμενη σύρραξη. Άλλο σκηνοθετικό επίτευγμα είναι η παρουσίαση της πρώτης γραμμής του πολέμου, με το πλάνο από τα υπόγεια χαρακώματα να ανοίγεται με γρήγορη κίνηση πίσω και προς τα πάνω, καταλήγοντας σε ένα ψηλοκρεμαστό μονοπλάνο στον ουρανό, όπου τα γερμανικά βομβαρδιστικά ρίχνουν βόμβες, που σκάνε στο έδαφος.
Κοντινά πλάνα εναλλάσσονται στη ροή των ομιλιών, για να υπογραμμιστούν συγκεκριμένες λέξεις, όπως στην εκφορά της λέξης «εισβολή». Οι εξαιρετικοί φωτισμοί στο κοινοβούλιο αποδίδουν ιστορική σοβαρότητα, ενώ η πρωτότυπη σύνθεση του Ντάριο Μαριανέλι, στην 6η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, ακολουθεί την ένταση με μινιμαλιστικό ρυθμό, όπου κυριαρχούν πιανιστικές πινελιές, πότε με μεγάλη ορχήστρα, πότε με τρομπέτα και πότε σε ρυθμό εμβατηρίου με τύμπανα, περιβάλλοντας με επισημότητα τις σκηνές στο πολεμικό αρχηγείο, ενώ η συνάντηση πρωθυπουργού-βασιλιά στα ανάκτορα συνοδεύεται από περιπαικτικούς ρυθμούς βαλς
Ο 60χρονος πλέον Γκάρι Όλντμαν, από αξέχαστος αντιθατσερικός πάνκ τραγουδιστής των Sex Pistols στην ταινία Σιντ και Νάνσυ (1986 / Άλεξ Κοξ), μεταμορφώνεται στον φλεγματικό Τσώρτσιλ με το χοντρό πούρο στο στόμα, που πότε μασά τα λόγια του και πότε φωνασκεί οργισμένος, σε έναν αβανταδόρικο ρόλο με δυναμική ερμηνεία, που βραβεύτηκε ήδη με Χρυσή Σφαίρα.
Απέναντι στην εμμονή του Χόλιγουντ που αγνοώντας τη σοβιετική συμβολή οικειοποιείται την υπόθεση του Β’ Π.Π., προβάλλοντας τους Αμερικάνους ως «σωτήρες» της Ευρώπης, κατά του ναζισμού, ξαναγράφουν και οι Βρετανοί τη δική τους εκδοχή, επιστρατεύοντας λαμπρούς σκηνοθέτες του σύγχρονου βρετανικού κινηματογράφου, για να αναπτερώσουν στην μετά το Μπρέξιτ εποχή το εθνικοπατριωτικό ηθικό του αγγλικού λαού, όπως και στη Δουνκέρκη (2017 / Κρίστοφερ Νόλαν).
Πρέπει πάντως να αναγνωρίσουμε την ιδιαίτερη ικανότητα του Τζο Ράιτ, που παρότι η ταινία κλείνει με την κήρυξη ενός αποτρόπαιου πολέμου, οι θεατές εγκαταλείπουν την αίθουσα ενθουσιασμένοι με την έκβαση αυτή.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalanatzi@gmail.com