του Γιάννη Σχίζα
Αντώνης Τρίτσης: «Στην Ελλάδα άρρωστοι είναι οι υγιείς»
Ο Β οφείλει στον Α ένα ποσό. Ο Α συναντιέται μαζί του και απαιτεί επιστροφή των χρημάτων του. Ο Β αρχικά δηλώνει αδυναμία.
Ο Α τον ρωτά: «Πόσες ώρες δουλεύεις την ημέρα»; Ο Β απαντά, «οκτώ». Ο Α του λέει: «να δουλεύεις 10» !
Ο Α τον ρωτά: «Η γυναίκα σου δουλεύει»; Ο Β απαντά, «όχι». Ο Α του λέει, «να την βάλεις να δουλέψει».
Ερωτά ο Α: Έχεις παιδιά, και ποιάς ηλικίας;
Απαντά ο Β: Δυο, 20 και 18 χρονών, σπουδάζουν.
Λέει ο Α: Να τα βάλεις να δουλέψουν.
Ερωτά ο Α: Πηγαίνετε διακοπές;
Απαντά ο Β: Ναι
Λέει ο Α: Τα επόμενα 4 χρόνια να μην πάτε !
Ερωτά ο Α: Έχετε αυτοκίνητο;
Απαντά ο Β: Ναι.
Λέει ο Α: Να το πουλήσετε !
Ερωτά ο Α: Έχετε κήπο;
Απαντά ο Β: Ναι
Λέει ο Α: Να φέρνετε λαχανικά και φρούτα για το τραπέζι μου !
Η ιστορία προκαλεί απέχθεια στους αναγνώστες, καθώς ο πιστωτής επιχειρεί να επιβάλει υπερεργασία και λιτότητα στον οφειλέτη. Όμως εδώ υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά με αυτά που διαδραματίσθηκαν στις ημέρες των μνημονίων: Ο πρώτος δεν επιχειρεί να δολοφονήσει τον δεύτερο, καταδικάζοντάς τον σε αργία, ρημάζοντας τον κήπο του, καταβυθίζοντας το επίπεδο της ζωής του: Απεναντίας τον θέλει ολοζώντανο, αυτόν και τους οικείους του, για να μπορέσει να πάρει πίσω τα λεφτά του. Κάνοντας έτσι απολύτως σαφή, τη διαφορά της υπερεργασίας από την δολοφονική αργία, του συνηθισμένου καπιταλισμού από την νεοαποικιακή δολιότητα…
Η παραγραφή του Δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου συν τις μεταγενέστερες στρεβλώσεις της έννοιας «μνημόνιο», έδειξαν το βαθύτερο ενδιαφέρον κάποιων για την αποδόμηση της αμαρτίας. Γιατί χωρίς την έννοια της αμαρτίας, δεν υπάρχουν αμαρτωλοί.
Όπως στο ποίημα του Σεφέρη «οι γάτες του Άη Νικόλα», το Λαϊκό Κίνημα φάνηκε να υποκύπτει στην τοξίνωση τόσων και τόσων μαχών, ενδίδοντας σε μεγάλα, μεσαία και μικρά ψέματα: Έστω κι αν δεν είχανε περάσει οι αιώνες και γενιές του ποιήματος, αλλά πεντέμισι χρόνια.
Η νίκη της κακομοιριάς, της ασχετοσύνης, της παρασημοφορημένης αριστεροσύνης που θυμάται ό,τι την βολεύει, αποδείχθηκε νίκη, αλλά προσωρινή.
Κι όμως, το 2012 τα πράγματα είχαν αλλιώς…
Αυτές οι εκλογές ήταν η μεγάλη ευκαιρία της ευρείας Αριστεράς που στοιχίζονταν γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν η μεγάλη στιγμή για να τραβήξει τη χώρα από το χείλος της αβύσσου, να κάνει την Ελλάδα πρότυπο νίκης εναντίον του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού, να στήσει μια νέα ψυχολογία εθνικής υπερηφάνειας. Ήταν η ευκαιρία για την πραγματική, «μετα-μεταπολίτευση», για την ποιοτική ανατροπή – που είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων…
Γιατί η ευρεία Αριστερά, έπρεπε να αφήσει πίσω εκείνο το στυλάκι του 3+Χ%, με πολύ αβανγκαρντισμό, πολύ εσωτερική γκρίνια και ψείρισμα των οπισθίων της μαϊμούς, αγωνιστική επετηρίδα έναντι των εκτός-του-δικού-της-κόσμου, κουλτούρα όχι σπανίως αφυψηλού, γλωσσάρι και σημειολογία διακεκριμένη. Έπρεπε να κάνει την υπέρβασή της, να αναδυθεί ως ηγεμονική δύναμη, να μεταφράσει τη νέα ποσότητά της σε ποιότητα: Όχι προς όφελος του λαϊκισμού, όχι εκπασοκιζόμενη, αλλά ως δύναμη άμεσων αλλαγών. Ως δύναμη που χρησιμοποιεί τη διαπίστωση ότι η κοινωνία της εργασίας είναι η συντριπτική πλειοψηφία της παρούσας κοινωνίας…
Αυτή η ευρεία Αριστερά, μπορούσε και έπρεπε να ευνοήσει τη μεταστροφή και τον αναστοχασμό των ανθρώπων της εργασίας και δημιουργίας, που ψήφιζαν τα κόμματα του μνημονίου. Να επαν-εξοικειώσει τους συντηρητικούς πολίτες με την ανάγκη ενός νέου, δημοκρατικά ελεγχόμενου και παρεμβατικού δημόσιου τομέα, ενός κεϊνσιανισμού, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, για τη χαλιναγώγηση των κρίσεων και την κοινωνική αλληλεγγύη. Να φέρει στην επιφάνεια ένα αξιόπιστο σχέδιο «αναπροσανατολισμού» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όχι με στόχο την «αποευρωποίηση» αλλά τον εμπλουτισμό της με νέες συμμαχίες και δυνατότητες.
Το 2014
Το 2014, ο καθιερωμένος λόγος του Τσίπρα ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης κατέληγε στη διατύπωση ενός προγράμματος που είχε καθαρά αναδιανεμητικό χαρακτήρα, που δεν εμπεριείχε ούτε συλλαβή παραγωγικής ανασυγκρότησης. Και όμως, το συριζαϊκό πλήρωμα θεώρησε αυτό τον λόγο ως κάτι ισοδύναμο με την επί του Όρους Ομιλία και για κάμποσο καιρό παρέπεμπε και ξαναπαρέπεμπε σ’ αυτόν με θρησκευτική ευλάβεια.
Η ηγετική ομάδα έταζε την κατάργηση των μνημονίων, φαντασίωνε μέχρι και την ανάπλαση της υπαρκτής Ευρώπης, εξόντωνε τα απομεινάρια της ελληνικής ρευστότητας, έκανε το δημοψήφισμα και σχεδόν άμεσα ξέκανε το αποτέλεσμά του.
Και όμως, ενώ όλα αυτά θα έπρεπε να συνεπιφέρουν αυστηρή πολιτική κύρωση, ο λαός σαν μ@λάκας προέβη σε ένα είδος οιονεί πολιτικής αυτοκτονίας.
Έλεγε ο Έριχ Φρομ, ότι σε ένα σύνολο, υγιής συμπεριφορά δεν είναι κατ’ ανάγκη η πλειοψηφική συμπεριφορά. Αυτό είναι σωστό, όμως είναι ελάχιστα παρήγορο όταν συμβαίνει να συν-καθορίζεσαι με ένα τρομοκρατημένο και εθελόδουλο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορείς να πεις τίποτε περισσότερο: Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων. Ή κάτι πιο κακεντρεχές, π.χ. «Εδώ πληρώνονται όλα – ΕΝΦΙΑ και αριστερά χαράτσια». Ή να απολαμβάνεις την εκδικητική ιδέα –κάπως σαν Κόμης Μοντεχρήστος του 21ου αιώνα– ότι μια ημέρα των ημερών θα εξηγείς σε κάποιους πόσο ηλίθια και μικρόψυχα συμπεριφέρθηκαν.
Στο 2023
Ήμουν στην Πολιτική Αεροπορία πάνω από 33 χρόνια, και δεν πρόκειται να ξεχάσω μια περίοδο στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, όταν ο κλάδος μας είχε ηττηθεί κατά κράτος, όταν το δικαίωμα στην απεργία είχε πλήρως καταργηθεί μέσα από τη λήψη δικαστικών αποφάσεων, οι αποδοχές μας είχαν καθηλωθεί και υπήρχαν πολλοί που σκέπτονταν σοβαρά για έξοδο, από Ελεγκτές Εναέριας Κυκλοφορίας να γίνουν π.χ. καθηγητές Αγγλικών… Υπήρχαν όμως και κάποιοι που διεκδικούσαν απτόητοι μια διευθυντική θέση, ή μια θέση τμηματάρχη… Έλεγα τότε, ότι σε ένα υποβαθμισμένο κλάδο η αξία ενός πόστου είναι επίσης μικρότερη έως ασήμαντη…
Κι εσύ κύριε Τμηματάρχα του ασήμαντου και καρπαζοεισπρακτορικού Ελλαδιστάν, που κολακευόσουν στα 2015-19 με τις χαιρετούρες των αστυνομικών και τα «παρουσιάστε όπλα» των στρατιωτικών αγημάτων… Η εξουσιούλα σου ήταν ισοδύναμη με αυτήν ενός Γενικού Γραμματέα Ποδοσφαιρικού Συλλόγου της προ μνημονίων εποχής. Μου θυμίζεις τον Τάσο Παπαδόπουλο, τον μεγάλο ηγέτη της Κύπρου που δήλωσε ότι παρέλαβε κράτος και δεν θέλει να παραδώσει κοινότητα – και μου τον θυμίζεις από την ανάποδη. Αν υπάρξει Ελλάδα και ελληνική ιστορία στο μέλλον, να ξέρεις ότι θα σου δώσουν μια θέση αντάξια του έργου σου. Άσε που σύντομα θα κινδυνέψεις να γίνεις ό,τι ο Γκορμπατσώφ – που κατέληξε από ηγέτης της μεγάλης ΕΣΣΔ να είναι ηγετίσκος ενός κόμματος του 2% και διαφημιστής πίτσας…
Ήσουν καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα, ξέχασες όμως τους επαγγελματικούς κινδύνους της ηγετικής θέσης: Όπως ένας πιλότος μπορεί να συντριβεί στο έδαφος ή ένας καπετάνιος να πνιγεί, έτσι και ένας Πρωθυπουργός μπορεί να πέσει στις επάλξεις – όμως επίσης μπορεί να γίνει φωτεινό υπόδειγμα γενναιότητας και ήθους.
Και τώρα πλέον, αν υποθέσουμε ότι έχεις συνείδηση του καταντήματός σου, σου ταιριάζουν οι στίχοι της «Σατραπείας» του Καβάφη:
τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια…