Συνέντευξη στον Αλέξη Θεοδωρίδη
Διαβάστε το Μέρος Α’
Τη Δευτέρα 1η Απριλίου το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών «Δημήτρης Μπάτσης» θα πραγματοποιήσει μια ενδιαφέρουσα διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα «Οικονομική, Κοινωνική και Γεω-στρατηγική Πολιτική της Δημοκρατίας της Τουρκίας: Συνοχή και Στόχοι». Με αφορμή την εκδήλωση μιλήσαμε με τον Γιάννη Θεοδοσίου, πρόεδρο του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών «Δημήτρης Μπάτσης» και καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικώv, University of Aberdeen Business School, University of Aberdeen. Στο παρόν φύλλο του Δρόμου δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος της συνέντευξης.
Πώς βλέπετε να εξελίσσονται τα ελληνοτουρκικά; Συχνά οι κυβερνώντες κάνουν λόγο για win–win (ή καζάν-καζάν) λύσεις συνεργασίας, με το βλέμμα στραμμένο στην οικονομία (ενεργειακά, τουρισμός). Πώς συνδέονται αυτές οι γεωπολιτικές με τις οικονομικές διαστάσεις για τη χώρα μας;
Στη σημερινή κατάσταση η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σε δυσμενή συγκυρία. Η μεταποίησή της έχει αποδεκατιστεί, το βιομηχανικό δυναμικό της βρίσκεται σε καθοδική πορεία, η χώρα βασίζεται σε εισαγόμενα προϊόντα για την ικανοποίηση της εγχώριας ζήτησης. Ως εκ τούτου, δεν είναι σε θέση να προβάλλει τουλάχιστον μια οικονομική υπεροχή έναντι της Τουρκίας. Διπλωματικά περιορίζεται από τις πρώιμες επιλογές της να εμπλακεί στον «παράδεισο του πειρατικού καπιταλισμού» της Ε.Ε. Η Ε.Ε. αποδεικνύεται ιδιαίτερα απορυθμισμένη και αναξιόπιστη, σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη από τον ηγεμόνα, δηλαδή τις ΗΠΑ. Τελευταία βρίσκεται στο στάδιο της συνεχιζόμενης αποβιομηχανοποίησης και οικονομικής αναδίπλωσης. Τέλος, η Ελλάδα δεν έχει αναπτύξει μια συνεκτική ευέλικτη εξωτερική πολιτική, αρκετά εξελιγμένη ώστε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες για να εδραιώσει μια αξιοσέβαστη και ευνοϊκή θέση στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, την οποία να μπορεί να κεφαλαιοποιήσει κατά τις όποιες συνθήκες διαπραγμάτευσης με την Τουρκία. Η Τουρκία έχει ακολουθήσει τον ακριβώς αντίθετο δρόμο, που την καθιστά έναν εξαιρετικά σοβαρό αντίπαλο.
Πώς πιστεύετε ότι θα έπρεπε να κινηθεί η Ελλάδα, που βρίσκεται ανάμεσα στη μέγγενη του τουρκικού επεκτατισμού και της εξάρτησης από τον ευρωατλαντισμό;
Όπως έγραψε ο διάσημος Κλάουζεβιτς, «ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», πράγμα που προφανώς σημαίνει ότι, όταν υπάρχει στρατιωτική κρίση, όλα τα άλλα μέσα επικοινωνίας, συζήτησης και διαπραγμάτευσης έχουν αποτύχει. Δεδομένου ότι ο πόλεμος είναι κόλαση, μια στρατηγική εξωτερική πολιτική, σε αυτόν τον ασταθή αλλά πολυπολικό κόσμο, που προωθεί την ειρηνική συνύπαρξη με άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι μακράν ο πιο γόνιμος τρόπος για την Ελλάδα να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα.
Σε περιπτώσεις αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ χωρών, υπάρχει πάντα ένας δρόμος για αμοιβαία επωφελείς διαπραγματεύσεις για τα εμπλεκόμενα μέρη, υπό την προϋπόθεση ότι η διπλωματική προσέγγιση είναι αρκετά εξελιγμένη ώστε να αναγνωρίζει τις αλληλένδετες πολυπλοκότητες με ολιστικό τρόπο και να προβάλλει συνεπείς και επωφελείς εναλλακτικές λύσεις, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες από το διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Σχετικά με τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, θα πρέπει, στις συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, να εντοπιστούν τα βαθιά ιστορικά αίτια της υφιστάμενης διμερούς κατάστασης και να αναζητηθούν λύσεις βασισμένες στην άρση αυτών των αιτίων και στο σεβασμό των νόμιμων συμφερόντων και των δύο χωρών. Υπάρχουν πολλά πρόσφατα παραδείγματα για παρόμοιες επωφελείς διαπραγματεύσεις μεταξύ χωρών. Συγκεκριμένα, σε μεγάλο βαθμό απροσδόκητα, ο κόσμος είδε την Κίνα και τη Ρωσία να συνεργάζονται στενά, αν και επί δεκαετίες βρίσκονταν σε μια έντονη αντιπαράθεση, συμπεριλαμβανομένων και συνοριακών διαφορών. Επίσης η Κίνα και η Ινδία ήταν εγκλωβισμένες σε μια τεταμένη συνοριακή αντιπαράθεση, αλλά βρήκαν τρόπους ειρηνικής συνεργασίας στο πλαίσιο των BRICS. Παρομοίως, εδώ και πολλές δεκαετίες, είναι γνωστό ότι οι διμερείς σχέσεις μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας είναι τεταμένες λόγω των φιλοδοξιών για περιφερειακή ηγεσία, της ενεργειακής πολιτικής και των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις άλλες δυτικές χώρες. Στην περίπτωση αυτή οι διπλωματικές σχέσεις διακόπηκαν από το 1987 έως το 1990 και από το 2016 για επτά χρόνια. Ωστόσο, πρόσφατα ο Wang Yi, ο πιο υψηλόβαθμος διπλωμάτης της Κίνας, ανακοίνωσε ότι λόγω της διαμεσολάβησης της Κίνας το Ιράν και η Σαουδική Αραβία συμφώνησαν να επαναλάβουν τις επίσημες διπλωματικές σχέσεις, να σέβονται η μία την κυριαρχία της άλλης και να αναλάβουν μια σειρά άλλων δεσμεύσεων οικονομικής, πολιτιστικής και αθλητικής συνεργασίας.
Ωστόσο, μια νέα ελληνική στρατηγική, συνεκτική, σταθερή και εκλεπτυσμένη εξωτερική πολιτική θα πρέπει να συνδυάζεται με ισχυρές οικονομικές επιδόσεις προς όφελος των πολιτών αλλά και για να προσφέρει ευκαιρίες για επωφελείς εμπορικές σχέσεις. Βελτιωμένες οικονομικές επιδόσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο εάν η Ελλάδα ελαχιστοποιήσει, αντί να μεγιστοποιεί, την οικονομική υποταγή της στις νεοφιλελεύθερες εντολές της Ε.Ε. Ωστόσο, η απεμπλοκή της χώρας, όποτε αυτό είναι λογικά και βολικά εφικτό, από τον ασφυκτικό και επιβλαβή εναγκαλισμό της Ε.Ε. θα πρέπει να γίνεται με βραδύτητα και προσεκτικά. Δεν θα πρέπει να είναι θέμα ξεριζώματος των ριζών, αλλά αργής εκπαίδευσης του φυτού να αναπτυχθεί προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Αυτό θα επιτρέψει στην Ελλάδα να απορρίψει τις συνταγές της πολιτικής της Ε.Ε., ώστε μια συνετή κυβέρνηση να μπορέσει να αναλάβει ενεργό ρόλο στη δημιουργία νέων επενδύσεων κεφαλαίου για την ανάπτυξη της μεταποιητικής και βιομηχανικής ικανότητας, ώστε να παράγει αγαθά και, πάνω απ’ όλα, να καταστήσει τη χρηματοδότηση πρωτίστως εθνική και όχι καθοδηγούμενη από την Ε.Ε. Σε ένα ολοένα και ευρύτερο φάσμα βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων θα πρέπει να ακολουθηθεί μια πολιτική εθνικής αυτάρκειας, καθώς αυτό προσφέρει πλεονεκτήματα όσον αφορά το εμπόριο, αλλά και σε σχέση με τη σταδιακή υπαγωγή του προϊόντος και του καταναλωτή στην ίδια εθνική, οικονομική και χρηματοπιστωτική διοίκηση..
Δυστυχώς όμως η σημερινή ελληνική πολιτική ελίτ είναι αδύνατο να ακολουθήσει μια τέτοια πολιτική. Όχι μόνο είναι μνημειωδώς ανίκανη, ακατάλληλη, ασυνεπής και χαοτική, αλλά και δεν υπηρετεί τα συμφέροντα του ελληνικού έθνους. Καθώς ένα σημαντικό μέρος της αποτελεί κομμάτι της οικονομικής ολιγαρχίας, είναι φυσικό και αυτή να ακολουθεί μια πολιτική που έχει ως κύριο στόχο τον πλουτισμό των ελληνικών και ευρωπαϊκών ολιγαρχιών. Όπως είπε και ο Γουόρεν Μπάφετ, «Υπάρχει ταξικός πόλεμος, εντάξει, αλλά είναι η τάξη μου, η πλούσια τάξη, που κάνει πόλεμο, και κερδίζουμε».
Τέλος, ποιες είναι οι δικές σας επιδιώξεις μέσα από μια τέτοια εκδήλωση; Ποια η σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος σήμερα;
Οι παραπάνω απόψεις είναι οι δικές μου σκέψεις για μια πολύ περίπλοκη κατάσταση, που έχει τις ρίζες της τόσο στην ιστορία όσο και στις ενέργειες των πρόσφατων πολιτικών σχηματισμών. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι οι απόψεις μου δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις των συναδέλφων που συνδέονται με το Ινστιτούτο Μπάτσης. Το Ινστιτούτο προφανώς και δεν είναι πολιτικό κόμμα, αλλά ένα φόρουμ ανταλλαγής ιδεών και συζήτησης σημαντικών κοινωνικοοικονομικών και ιστορικών θεμάτων που αφορούν την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της Ελλάδας. Η επικείμενη εκδήλωσή μας επικεντρώνεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θα φιλοξενήσει γνωστούς επιστήμονες με διακεκριμένο και πολύχρονο έργο πάνω στα θέματα αυτά. Φιλοδοξία μας είναι να μεταδώσουμε τις γνώσεις και την κατανόησή τους στο ευρύτερο κοινό. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι, όπως είπε ο Φράνσις Μπέικον, «η ίδια η γνώση είναι δύναμη», αφού η κατοχή και η ανταλλαγή γνώσεων είναι το θεμέλιο της καλής φήμης και του πνευματικού κύρους.