Οι διθύραμβοι της κυβερνητικής παράταξης, των ΜΜΕ και αρκετών προσωπικοτήτων για την παρουσία του Κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ θα έπρεπε να μας προβληματίσουν για την κατάντια της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Ίσως περισσότερο κι από αυτά που είπε και έκανε ο πρωθυπουργός στην Ουάσιγκτον.
Το μήνυμα της παρουσίας Μητσοτάκη ήταν ένα και μοναδικό: Είμαστε οι καλύτεροι και πιο δεδομένοι υποστηρικτές των ΗΠΑ στην περιοχή, αναβαθμίστε μας και δείξτε μας κάποια εύνοια. Καμία άλλη ιδέα δεν διατυπώθηκε επί της ουσίας, καμία άλλη διπλωματική ή πολιτική τακτική δεν προκύπτει από την επίσκεψη.
Η ομιλία στο Κογκρέσο ήταν εκείνη που πρωτίστως έδωσε το στίγμα, αλλά και χαρακτηρίστηκε ιστορική και εμπνευσμένη. Τι είπε όμως στο Κογκρέσο ο Μητσοτάκης;
Καταρχάς, προσπάθησε να δείξει την ταύτιση με τις ΗΠΑ στο επίπεδο των αξιών και πεποιθήσεων (δεν υπήρξε πρωτοτυπία σε αυτό, το είχε πράξει κι ο προκάτοχός του). Κοινή πίστη «στην ελευθερία έναντι της τυραννίας, στη δημοκρατία έναντι του αυταρχισμού, στη θεμελιώδη σημασία του σεβασμού του κράτους δικαίου έναντι του πολέμου και της αναρχίας».
Επιχείρησε να συνδυάσει την αρχαία Ελλάδα, τη δημοκρατία των ΗΠΑ, την επανάσταση του 1821 και την ιστορία του προηγούμενου αιώνα, καταφεύγοντας σε μεγάλες ακροβασίες και σε ακόμα περισσότερες εκκωφαντικές σιωπές.
Όλη η ομιλία αποτέλεσε μια, διανθισμένη με στοιχεία ιστορικά, ιδεολογικά και επικαιρότητας, προσπάθεια να αποδειχτεί η δυνατότητα που έχουν οι ΗΠΑ να μετατρέψουν την Ελλάδα σε αναβαθμισμένο κόμβο απρόσκοπτης, τυφλής εξυπηρέτησης της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής τους παρουσίας
Τα περί Μεσολογγίου και Μαριούπολης, πέρα από την αμετροέπειά τους, εγείρουν βέβαια και ένα ερώτημα. Από πότε ο πρωθυπουργός και οι ελίτ που εκφράζει αγάπησαν την πολιτική της άρνησης κάθε ρεαλισμού; Δεν είναι οι ίδιοι που είχαν ως τώρα οικοδομήσει όλο το πολιτικό τους πρόταγμα στην άρνηση της «τρέλας» να αντιστέκεσαι; Θυμάται κανείς το «Κούγκι» και πώς χρησιμοποιήθηκε ως αρνητικό πρότυπο; Ψιλά γράμματα…
Και βέβαια αποθέωση για «το Σχέδιο Μάρσαλ που βοήθησε τη χώρα μου», ονομαστική αναφορά στην Pfizer, τη Microsoft, την JP Morgan και γενικά στις αμερικάνικες εταιρίες που πρέπει να νιώθουν σαν στο σπίτι τους, αλλά και στις σπουδές του ίδιου σε αμερικάνικα πανεπιστήμια ως ένδειξη εγγύτητας. Εμπνευσμένες πραγματικά αναφορές…
Να μην ξεχάσουμε τις αναφορές σε «έναν κόσμο στον οποίο μόνο το ισχυρό κράτος μπορεί να ασκεί εξουσία, όχι το μικρό. Έναν κόσμο στον οποίο οι εδαφικές αξιώσεις εκφράζονται με βάση ιστορικές φαντασιώσεις και επιβάλλονται με επιθετικότητα, αντί να διευθετούνται με ειρηνευτικές συνθήκες. Έναν κόσμο στον οποίο οι στρατοί και όχι οι διπλωμάτες διευθετούν τις διαφορές». Μαντέψτε ποιος τα εισήγαγε αυτά στη διεθνή ζωή; Φυσικά αποκλειστικά ο Πούτιν, έτσι που «ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ τους τελευταίους μήνες»!
Τέλος, υπενθυμίστηκαν οι εχθροί της δημοκρατίας που δεν είναι άλλοι από τους «λαϊκιστές» οι οποίοι τροφοδοτούνται από τις υπαρκτές ανισότητες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ονομαστική αναφορά στην Τουρκία δεν υπήρξε, παρά μόνο υπαινιγμοί και απόπειρες να δειχθεί ότι κι ο Ερντογάν μοιάζει σε αυταρχισμό και επιθετικότητα με τον Πούτιν, και ότι εκείνος με την επαμφοτερίζουσα πολιτική του δεν μπορεί να είναι δεδομένος σύμμαχος των ΗΠΑ.
Όλη η ομιλία αποτέλεσε μια, διανθισμένη με στοιχεία ιστορικά, ιδεολογικά και επικαιρότητας, προσπάθεια να αποδειχτεί η δυνατότητα που έχουν οι ΗΠΑ να μετατρέψουν την Ελλάδα σε αναβαθμισμένο κόμβο απρόσκοπτης, τυφλής εξυπηρέτησης της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής τους παρουσίας.
Κάποιο άλλο ουσιαστικό νόημα στην ομιλία Μητσοτάκη πέρα από αυτό δεν είδαμε. Αλλά και όσοι θριαμβολογούν, δεν μας υποδεικνύουν τίποτα διαφορετικό ως εξαγόμενο από την επίσκεψη στις ΗΠΑ. Μόνο περηφάνια για τις ιστορικές αναφορές και τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα στο Κογκρέσο.
Βεβαίως, μένει να αποτιμηθούν οι παράλληλες και οι επόμενες κινήσεις και να εκτιμηθούν όσα έγιναν πίσω από κλειστές πόρτες ή προδιαγράφονται για το άμεσο μέλλον. Το σίγουρο είναι ότι την ίδια στιγμή που η Τουρκία παζαρεύει σκληρά τη θέση της και απαιτεί ανταλλάγματα σε όλα τα επίπεδα, οι ελληνικές ελίτ εξακολουθούν και ελπίζουν ότι με τον χατζηαβατισμό θα προστατευτούν από τις κακοτοπιές. Τη στιγμή που σχεδόν ολόκληρη η νεοελληνική ιστορία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.