του Κώστα Μελά*
Από την αρχή της παρούσας οικονομικής κρίσης, έχουμε υποστηρίξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της έναντι μιας αντίστοιχης «κλασικής» όπως π.χ. αυτής του 2008. Ο λόγος είναι απλός: η αιτία της σημερινής κρίσης είναι εξωτερική από το οικονομικό σύστημα (ο κορωνοϊός) ενώ αντίθετα στην κρίση του 2008 η αιτία ήταν ενδογενής στο σύστημα (η φούσκα των στεγαστικών δανείων χαμηλής αξιολόγησης). Τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που λήφθηκαν ή θα μπορούσαν να ληφθούν στην κρίση του 2008 κατευθύνονταν ευθέως στην αντιμετώπιση της αιτίας, στους παράγοντες που προκαλούσαν την κρίση.
Αντιθέτως, η σημερινή οικονομική κρίση προήλθε από τα διοικητικά μέτρα που ελήφθησαν (από το σύνολο των κρατών) προκειμένου να αντιμετωπισθεί η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού. Παράλληλα, στη σημερινή περίπτωση όλα τα λαμβανόμενα μέτρα οικονομικής πολιτικής έχουν στόχο τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό των αποτελεσμάτων της κρίσης, χωρίς να μπορούν να αντιμετωπίσουν την αιτία, τον πυρήνα που δημιούργησε(-ει) την κρίση (τον κορωνοϊό) που, ως γνωστόν, αποτελεί κατεξοχήν αντικείμενο της ιατρικής επιστήμης και τεχνολογίας.
Το συμπέρασμα ήταν (και είναι) απλό: όσο δεν αντιμετωπίζεται ιατρικά η αιτία της κρίσης, δηλαδή ο κορωνοϊός, δεν μπορεί η οικονομική δραστηριότητα να βρει τον βηματισμό της βεβαίως στο πλαίσιο της σημερινής ιδεολογικής και θεσμικής παγκόσμιας πραγματικότητας.
Τα διοικητικά μέτρα που έχουν παρθεί για την αντιμετώπιση της κρίσης έχουν διαρρήξει τη σχέση προσφοράς και ζήτησης με αποτέλεσμα καμία να μην λειτουργεί (δεδομένου ότι το «ψαλίδι για να κόβει χρειάζεται και τις δύο λεπίδες») προκαλώντας τη δραματική μείωση του παραγόμενου προϊόντος αλλά και των εισοδημάτων των πολιτών.
Στη χώρα μας τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη που συμμετέχουν στην παραγωγή του ΑΕΠ παρουσιάζουν δραματική μείωση για το 2020. Εκτός από όσα σχετίζονται με τις δημόσιες παρεμβάσεις. Δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό και στην πλευρά των εισοδημάτων.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, λόγω των περιοριστικών μέτρων τον προηγούμενο χρόνο, περισσότεροι από 1.700.000 μισθωτοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα τέθηκαν σε αναστολή συμβάσεων εργασίας για χρονικά διαστήματα από 3 έως και 10 μήνες, περίπου 1.400.000 ατομικές επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι ανέστειλαν τη λειτουργία τους, τουλάχιστον για 5 έως και 7 μήνες, ή υπολειτούργησαν τουλάχιστον για 9 μήνες, πραγματοποιώντας σημαντικά μειωμένους τζίρους. Επιπλέον, περισσότεροι από 400.000 ιδιοκτήτες εκμισθούμενων ακινήτων υποχρεώθηκαν για χρονικά διαστήματα από 6 έως και 10 μήνες μέσα στο 2020 να εισπράξουν ενοίκια μειωμένα κατά 40% ή και περισσότερο. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΓΣΣΕΕ, 6 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα δηλώνουν απώλεια εισοδήματος το 2020.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλο μέρος της αποταμίευσης προήλθε από αναστολές πληρωμών προς το κράτος και τον τραπεζικό τομέα, μάλλον το μέρος που θα οδεύσει στα κρατικά ταμεία θα είναι το μεγαλύτερο, και πιθανότατα δεν θα είναι αρκετό για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων των νοικοκυριών και μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, η αναμενόμενη συμβολή της στη μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη
ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ παρεμβάσεις γενικά βοήθησαν στη συγκράτηση των αρνητικών επιδράσεων στην οικονομία. Αλλά η φύση αυτής της κρίσης (όπως είπαμε παραπάνω) και ο συγκεκριμένος τρόπος αντιμετώπισής της, δεν επιτρέπει την πλήρη εκδήλωση των δυνατοτήτων που τα μέτρα εμπεριέχουν. Έτσι παρουσιάζεται το φαινόμενο, εν μέσω πανδημίας, να είμαστε μάρτυρες μιας αξιοσημείωτης ανόδου των καταθέσεων. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος: οι καταθέσεις των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων από 21, 7 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2020 ανήλθαν σε 31,9 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2020. Αντιστοίχως, οι καταθέσεις των Νοικοκυριών, την ίδια περίοδο, ανήλθαν από 115,8 σε 122,9 δισ. ευρώ. Συνολικά οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 17,6 δισ. ευρώ (158,7- 141,1). Ειδικότερα την περίοδο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων, το άθροισμα των μηνιαίων καθαρών ροών καταθέσεων των νοικοκυριών ανήλθε, στο διάστημα Μαρτίου-Νοεμβρίου, σε 7,1 δισ. ευρώ, ενώ των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, αντίστοιχα, σε 9, 8 δισ. ευρώ.
Η εν λόγω άνοδος των καταθέσεων, δηλαδή, προήλθε από την αύξηση αφενός, της «αναγκαστικής» αποταμίευσης (οι καταναλωτές δεν μπορούν να δαπανήσουν –σε έναν βαθμό– εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας), αφετέρου, της «προληπτικής» αποταμίευσης (οι καταναλωτές αποταμιεύουν λόγω της αβεβαιότητας για την απασχόληση και τα μελλοντικά εισοδήματα).
Παράλληλα και οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε συγκράτηση των δαπανών τους, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκάλεσε η πανδημία Covid-19, για την πορεία των εργασιών και τη ρευστότητά τους. Πρόσθετοι παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο των καταθέσεων ήταν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση, με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της πανδημίας, όπως η παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, η οποία διοχετεύτηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος, αλλά και η αναστολή πληρωμών προς το δημόσιο (φορολογικών υποχρεώσεων, εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία).
Αντιθέτως οι συνολικές τραπεζικές χρηματοδοτήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά παρουσιάζονται μειωμένες (Μάρτιος 2020: 147,2 Νοέμβριος 2020: 146,8 δισ. ευρώ). Διευκρινίζω ότι το συνολικό αποτέλεσμα οφείλεται στη μεγαλύτερη μείωση των χορηγήσεων προς τα νοικοκυριά από τη μικρή αύξηση των αντίστοιχων προς τις επιχειρήσεις.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ που προκύπτει είναι το κατά πόσον αυτή η αύξηση των καταθέσεων μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος στο μέλλον όταν δηλαδή θα αρθούν τα περιοριστικά μέτρα, μετατρεπόμενη σε δαπάνη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλο μέρος αυτής της αποταμίευσης προήλθε από αναστολές πληρωμών προς το κράτος και τον τραπεζικό τομέα, μάλλον το μέρος που θα οδεύσει στα κρατικά ταμεία θα είναι το μεγαλύτερο, και πιθανότατα δεν θα είναι αρκετό για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων των νοικοκυριών και μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, η αναμενόμενη συμβολή της στη μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός