Γράφει ο Γιώργος Α. Λεονταρίτης
Η ιδεολογική ένδεια που χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και τη «Νέα Αριστερά» προκαλεί μέγιστη απογοήτευση στις μάζες των απλών ανθρώπων, που μάταια αναζητούν τα οράματα δοξασμένων ηρωικών εποχών. Πρόκειται –όπως έλεγε ο Λουί Αραγκόν– για «το σκοτεινό κύμα των νικημένων, έναν λαό που κουβαλά μέσα στα μάτια του την αγανάκτηση της ήττας και την κατάπληξη του πεπρωμένου»… Διότι πράγματι η Αριστερά νικήθηκε και διαβρώθηκε από τις δυνάμεις του καπιταλισμού, κι ο Λαός κατάπληκτος αντικρίζει ένα σκοτεινό πεπρωμένο. Κανένα από τα δύο αποκόμματα του «ριζοσπαστικού μορφώματος» δεν μπορεί να πείσει, επειδή η συνθηματολογία τους εξαντλείται σε μια σκέτη προσωπική αντιμητσοτακική γραμμή, και σε χιλιοειπωμένες ρητορικές πομφόλυγες. Λέει ο Κασσελάκης: «Η πολιτική έγκειται στο πώς αλλάζεις την καθημερινότητα του Έλληνα»… Και η «Νέα Αριστερά» μιλάει για «προσκλητήριο δράσης με βάση το τρίπτυχο: Εξωστρέφεια, ανανέωση, αυτενέργεια»… Γενικόλογες φράσεις που στην ουσία δεν λένε τίποτα για τους ψηφοφόρους. Πουθενά στις δηλώσεις και των δύο κομμάτων δεν θίγεται η ουσία της κακοδαιμονίας μας, που εκπορεύεται από τις Βρυξέλλες και την αμερικανονατοϊκή πολιτική.
Ο ΔΙΕΘΝΗΣ καπιταλισμός, που με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης φτωχοποίησε και υποδούλωσε τους λαούς, δεν καταγράφεται πουθενά στις μεγαλόστομες διακηρύξεις Κασσελάκη και Χαρίτση. Η λεγόμενη «Ριζοσπαστική Αριστερά» απεδείχθη ότι είναι ένα αποκριάτικο ντόμινο, κάτω από το οποίο καλύπτεται η ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου. Οι διεθνείς τραπεζίτες χρειάζονταν απαραιτήτως μια κάλπικη «Αριστερά» για να μπορούν εύκολα να περνούν τις απαιτήσεις τους στους υπόδουλους λαούς, με «προοδευτική» άνεση. Οι δεδηλωμένοι υποστηρικτές τους του συντηρητικού χώρου δεν είναι αρκετοί. Για να αποφευχθούν εξεγέρσεις είναι απαραίτητες οι ψευδοαριστερές δυνάμεις, που θα λένε ότι ο ναός του καπιταλισμού, το Ιερατείο των Βρυξελλών, είναι απαραίτητος για την επιβίωσή μας. Η ιδεολογική σαφήνεια που χαρακτήριζε την Αριστερά παλαιών εποχών σβήστηκε. Τώρα χρειάζεται από τους «μισθοφόρους του Καπιταλισμού» η ασάφεια.
Πάμε μια ματιά πίσω στον χρόνο. Η ΕΔΑ στην ιδρυτική της διακήρυξη τόνιζε ξεκάθαρα ότι «ενσαρκώνει την παράδοση των ηρωικών αγώνων του Ελληνικού Λαού εναντίον των επιδρομέων»… Τώρα οι επιδρομείς ονομάζονται, κομψά, «εταίροι»! Κι αυτοί είναι που διαμορφώνουν την εξαθλίωση των πολιτών μέσω των τραπεζών, τις οποίες ελέγχουν απόλυτα. Το είχε πει σε ανύποπτο χρόνο προφητικά η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Η τραπεζική πίστη, αντί να ακυρώνει την καπιταλιστική κρίση, στην πραγματικότητα τη βαθαίνει»… Το ξεκίνημα του σχεδίου υποταγής μας στον διεθνή καπιταλισμό έγινε με την ΕΟΚ, για να κορυφωθεί αργότερα με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 1961 –όταν υπήρχε Αριστερά– ο Στάθης Δρομάζος (μεγάλος πνευματικός εκφραστής αυτού του χώρου) προειδοποιούσε με άρθρο του στην Αυγή: «Κοντά στους οικονομολόγους και στους πολιτικούς της υποτέλειας, θα έλθουν οι ιδεολόγοι που θα δικαιώσουν την ένταξή μας στην Κοινή Αγορά, με ιδέες βγαλμένες δήθεν από την ελληνική πραγματικότητα, με πολιτικοφιλοσοφικές διατυπώσεις, για μια αναγκαία ένταξή μας σε πλατύτερη κοινότητα, και με… άλλα ηχηρά παρόμοια»… Κι ο οικονομικός συντάκτης της ίδιας εφημερίδας, ο Κώστας Τσαλόγλου, ξεκάθαρα επεσήμαινε: «Η ανεργία θα αυξηθεί τρομακτικά και οι εργαζόμενοι θα οδηγηθούν στα “έμπεδα εργασίας” των Έξι». Χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια για να γίνει αντιληπτή αυτή η πραγματικότητα με τη γερμανοευρωπαϊκή ένωση. Οι Βρυξέλλες, με την οικονομική ποδηγέτηση των ευρωπαίων πολιτών, ήθελαν να εξαλείψουν σαν προοπτική τον «κίνδυνο» να συσπειρωθούν απέναντί τους οι εργάτες. Να μη συμβεί, δηλαδή, αυτό που έλεγε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Από τη στιγμή που γίνει η ένωση των εργατών, όλο το πλήθος των τοπικών αγώνων μεταβάλλεται σε ενιαίον εθνικόν αγώνα»…
ΕΝΑΝ ΤΕΤΟΙΟ «εθνικό αγώνα» δεν μπορούν, δεν τολμούν και δεν θέλουν να σηματοδοτήσουν τα δύο αποκόμματα του «Ριζοσπαστικού μορφώματος». Η συνθηματολογία τους εξαντλείται στην ανατροπή του Μητσοτάκη. Πόλεμος δηλαδή μόνο για τις καρέκλες. Χωρίς ενημέρωση, χωρίς καθοδήγηση και διαφώτιση από την Αριστερά, οι πολίτες αισθάνονται απροστάτευτοι, και παραπαίουν. Συμβαίνει αυτό που είχε πει ο Τρότσκι: «Έχουμε κληρονομήσει τερατώδη αποθέματα άγνοιας, αδράνειας, χοντροκοπιάς, χυδαιότητας, κι όλα αυτά μας περικυκλώνουν ακόμα»… Ο νέος φασισμός μάς έρχεται από τις Βρυξέλλες «κουστουμαρισμένος»! Λυκόφως της δημοκρατίας, θεσμοθέτηση ντε φάκτο της κατάργησης θεμελιωδών ελευθεριών και μνημόνια που δεν έφυγαν ακόμα. Διότι Μνημόνιο είναι και αυτό που ζούμε τώρα, με αύξηση φορολογίας και μείωση εισοδημάτων, με άλλο περιτύλιγμα. ΣΥΡΙΖΑ και «Νέα Αριστερά» δεν λένε λέξη για όλα αυτά. Η φαυλοκρατία του «ΘΑ» ξαναζεί. Ο Τσίπρας πρώτος πέταξε την «αριστερή» μάσκα με την ανατροπή-κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος του 2015, κι ύστερα μας έφερε –με υπόδειξη των έξωθεν κηδεμόνων– τον Αμερικανό εφοπλιστή Κασσελάκη, που μένει σε ανάκτορο. Κι αυτός λέγεται αρχηγός «Αριστεράς»!
Τον Μάη του 1987, σε μια εκδήλωση που έκανε ο Ριζοσπάστης (επί διευθύνσεως Φαράκου) προς τιμήν του Γιάννη Ρίτσου, ο ποιητής αφηγήθηκε στους συντάκτες της εφημερίδας αναμνήσεις του από τα προπολεμικά χρόνια. Είπε μεταξύ άλλων: «Εμείς οι διανοούμενοι που λεγόμασταν προοδευτικοί –σε ποιον βαθμό, δεν ξέρω– θέλαμε να μοιάσουμε στους εργάτες, και φορούσαμε κι εμείς τραγιάσκα. Και καλά, το κεφάλι μπορούσαμε να το κρύψουμε κάτω από μια σκέπη ομαδική – σύμβολο της εργατικής τάξης. Αλλά τα χέρια, δεν μπορούσαμε! Κι όταν παρακολουθούσα κάποιες ομάδες στην Καισαριανή, στου Ζωγράφου (τότε που κυνηγιόταν ο Ριζοσπάστης και βγαίναμε συνεργεία και πουλούσαμε και μας κυνηγούσαν στο δρόμο) ντρεπόμουνα που είχα λεπτά χέρια – ενώ τα εργατικά χέρια ήταν αδρά, κατεργασμένα με τους ρόζους, γεμάτα εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, κι ευχόμουν να είχα τέτοια χέρια»… Σκεφθείτε, με τέτοιες «ευαισθησίες» ο Ρίτσος, τι θα έλεγε σήμερα, εάν έβλεπε τον νέο αρχηγό, προερχόμενο από την πιο ακριβή γειτονιά του Μανχάταν, ο οποίος δηλώνει ότι δεν έχει ανάγκη να ξαναδουλέψει μέχρι το τέλος της ζωής του, να επικαλείται πότε τον… «σύντροφο Μάο», πότε τον… Βελουχιώτη και πότε τον… Μπάτμαν προκειμένου να μας πείσει για τους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς. Και η ομάδα Χαρίτση να ομολογεί ότι: «Η ταυτότητά μας δεν είναι παγιωμένη, αλλά συγκροτείται εν κινήσει»… Πάμε, κι όπου βγει! Αλλά, προς θεού, να μην θίξουμε τη δεσποτεία του ευρωκοινοβουλίου…
ΕΧΟΥΜΕ, λοιπόν, ανάγκη από μια άλλη Αριστερά, την οποία είχαν καλλιεργήσει πριν από 76 χρόνια κάποιοι διανοούμενοι. Τέλη του 1947 ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Ζορζ Αλτμάν, ο Νταβίντ Ρουσέ και άλλοι, είχαν ιδρύσει τον «Επαναστατικό Δημοκρατικό Συναγερμό» (RDR) – πολιτικό κίνημα, που πρότεινε έναν τρίτο εναλλακτικό δρόμο, στον διχασμό της Αριστεράς μεταξύ του ατλαντικού και του σοβιετικού συνασπισμού. Χωρίς να είναι μέλος του, ο Αλμπέρ Καμύ έγινε ένας από τους σθεναρά υποστηρικτές του RDR. Και το περιοδικό που έβγαζε ο Καμύ, Η Αριστερά, φιλοξενούσε τα άρθρα και τις δραστηριότητες αυτού του κινήματος. Μια άλλη Αριστερά χρειαζόμαστε εναντίον της δικτατορίας των ξένων τραπεζιτών. Μια πάλη για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, όπως την ονειρευόταν ο βιογράφος της Ρόζας, ο Τόνι Κλιφ. Να φτιάξουμε ένα μανιφέστο –όπως έλεγε ο Μαγιακόφσκι– «που θα είναι χαστούκι στο γούστο της κοινωνίας»…