του Κώστα Γκιώνη
Είναι γνωστό αυτό που λέγεται, ότι η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα γιατί δεν έχει τη δυνατότητα, κι ότι μόνο κάποιες μικρές εξαιρέσεις υπήρξαν κατά καιρούς για μικρά μόνο χρονικά διαστήματα, και τίποτα άλλο. Aλλά αυτό είναι όντως αλήθεια;
Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, την Ερμούπολη της Σύρου, έναν τόπο που αγαπώ και στον οποίο έχω καλούς φίλους. Έναν τόπο αριστοκρατικό, εντελώς διαφορετικό από το λιτό των υπολοίπων Κυκλάδων. Aυτό έγραφε εξάλλου και ο Όμηρος, όταν έλεγε ότι «η Σύρος ήτο πλουσιωτάτη σε νομάς, οίνον, ζεία και μέλι», και τα ίδια ακριβώς έγραψαν άπαντες οι μεταγενέστεροί του. Άλλωστε και το όνομά της σημαίνει ευπορία, ευδαιμονία, ευμάρεια και πλούτο.
Αυτό που πάντα πρόσεχα περιδιαβαίνοντας αυτήν την πόλη ήταν η εξαιρετική αρχιτεκτονική των κτιρίων. Αλλά εκείνο που μου κινούσε πιο πολύ το ενδιαφέρον ήταν τα πολλά και τεράστια πλινθόκτιστα και πετρόκτιστα κτίρια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, που σε παρέπεμπαν σε βιομηχανικά κτίρια. Όταν ρωτούσα τον φίλο μου τον Μάρκο τι είναι το ένα ή το άλλο κτίριο, μου έλεγε ότι ήταν παλιά κλωστοϋφαντουργία, σαπωνοποιία, βιομηχανία τροφίμων, βυρσοδεψείο κ.ο.κ. Έτσι λοιπόν στην τελευταία μου επίσκεψη στο νησί, είπα να ασχοληθώ λίγο βαθύτερα με το θέμα. Απευθύνθηκα στο Γενικό Αρχείο του Νομού Κυκλάδων που βρίσκεται στην πλατεία Μιαούλη, δίπλα από το επιβλητικό δημαρχείο της Ερμούπολης (έργο του Ερνέστο Τσίλερ, το οποίο κατασκευάστηκε μεταξύ 1875 και 1891).
Μέσω των βιβλίων που βρήκα εκεί, χάρη στη σοφή καθοδήγηση της προϊσταμένης των Γενικών Αρχείων του Ν. Κυκλάδων κας Αγγελικής Ψιλοπούλου, διαπίστωσα ότι οι κάτοικοι της Σύρου το 1828 ήταν 13.805 άτομα, εκ των οποίων το 40% των ενήλικων αρρένων προέρχονταν από τη Χίο και τα Ψαρά. Έναν αιώνα αργότερα (1928), οι κάτοικοι είχαν διπλασιαστεί και ανέρχονταν σε 27.691, εκ των οποίων οι 13.271 άρρενες και οι 14.420 θήλεις (στοιχεία παρμένα από το βιβλίο «Πανόραμα της Σύρου», εκδόσεις Γερασιμίδη 1933). Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού οφειλόταν στην οικονομική άνθιση που συντελέστηκε στο νησί λίγο μετά την απελευθέρωση.
Τα ναυπηγεία της Σύρου
Οι πρώτες βιοτεχνίες που δημιουργήθηκαν στην Ερμούπολη ήταν βιοτεχνίες τροφίμων (χαλβάδες και λουκούμια της Ερμούπολης), σαπουνιού, κατεργασίας μετάλλων, βαφής υφασμάτων (τα καλεμκεριά, μαντίλια του κεφαλιού που έβαφαν οι γυναίκες στο σπίτι και εξάγονταν από τα πρώτα χρόνια της ζωής της πόλης).
Η πρώτη καταγεγραμμένη βιομηχανία της Ερμούπολης ήταν όμως ναυπηγική: 30 καράβια κατασκευάζονταν κατά μέσο όρο το 1830, ενώ μια δεκαετία αργότερα (1840) ο μέσος όρος είχε φτάσει τα 75 καράβια. Η Σύρα συγκέντρωνε τα μεγαλύτερα και τα πιο καινούρια ιστιοφόρα. Στο λιμάνι της το 1840 ήταν νηολογημένα 468 πλοία, ενώ το 1855 ο αριθμός τους ανήλθε στα 635 πλοία, δηλαδή το 15% των πλοίων με ελληνική σημαία (πηγή: «Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα», της Χριστίνας Αγριαντώνη, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας 1986).
Από το 1843 έως το 1858 τα ιστιοφόρα που ναυπηγούνται στη Σύρο αντιπροσωπεύουν το 25% σε αριθμό πλοίων, και το 52% σε χωρητικότητα, του συνόλου της εθνικής παραγωγής. Από το 1836 έως το 1866 είναι καταγεγραμμένοι στα αρχεία 115 ναυπηγοί, οι δε εργάτες που προσλαμβάνουν οι αρχιμάστορες πληρώνονται ανάλογα με την ειδικότητα, τη δεξιοτεχνία και την πείρα τους. Έτσι το 1851 τα μεροκάματα κυμαίνονται για τους ξυλουργούς από 1,35 έως 3,60 δραχμές, ενώ για τους καλαφάτηδες από 3,60 έως 4,50 δραχμές (ΑΜΑΕ Syra, τ3, αριθμός φύλλου 410). Το 1847 τα ναυπηγεία απασχολούν 2.000 εργαζόμενους!
Το Νεώριο
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε ειδική αναφορά στη μεγαλύτερη βιομηχανική μονάδα της Ερμούπολης, τα ναυπηγεία του Νεωρίου, ένα από τα παλιότερα μηχανουργεία της Ελλάδας. Χτίστηκε στο χώρο που ήταν το παλαιό Λοιμοκαθαρτήριο, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1857-8 και στη θέση του ανεγέρθηκε ένα σύγχρονο για την εποχή ναυπηγείο: η κεντρική σχεδίαση έγινε στην Ευρώπη και την επίβλεψη για την εξέλιξη και ολοκλήρωση του έργου είχε αναλάβει ο P. Sampo. Σε μια πτέρυγα εξακολουθεί να σώζεται το παλιό χυτήριο. Το κτίριο της παλιάς εισόδου κατασκευάστηκε το 1885, όταν έγινε η πρώτη επέκταση της μονάδας. Είναι απλό, με συμμετρική διάταξη και μεγάλο διαμπερές άνοιγμα-αυλή στο ισόγειο, ενώ αποκτά μνημειακότητα με το υπερυψωμένο κεντρικό τμήμα με αετωματική απόληξη.
Στη μακρόχρονη πορεία του το Νεώριο άλλαξε πολλά χέρια, πέρασε από διαδοχικές φάσεις ακμής και παρακμής. Ιδρύθηκε το 1860 από την Εταιρεία Ελληνικής Ατμοπλοίας, που διηύθυνε για αρκετά χρόνια ο Ηλίας Κεχαγιάς, και σημαντικοί Ερμουπολίτες διετέλεσαν μέτοχοι, σύμβουλοι, δανειστές και προμηθευτές της εταιρείας – η οποία πτώχευσε το 1893, ακολουθώντας την γενικότερη μοίρα της Ελλάδος με το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη…
Το 1898 ανέλαβε το εργοστάσιο η εταιρεία «Νεώριον & Μηχανουργεία Σύρου» των Κ. Τσιροπινά, Υιών Ε. Λαδόπουλου, Νικ. και Σταμ. Βαφιαδάκη, Ιωαν. Ζ. και Θέμ. Ι. Πετροκόκκινου. Κατόπιν, το 1925, πέρασε στον έλεγχο του Κασσιώτη εφοπλιστή Μηνά Διακάκη, και το 1950 στον συμπατριώτη του Νίκο Ρεθύμνη. Το 1968 πέρασε στα χέρια των γνωστών εφοπλιστών από την Άνδρο Γιάννη, Αλέξανδρου και Λεωνίδα Γουλανδρή. Το 1979 περνάει στις πιστώτριες κρατικές τράπεζες (Εθνική και ΕΤΒΑ), που αναθέτουν τη διαχείριση στην αγγλική εταιρεία Appledore. Το 1994, και αφού παρέμεινε και δύο χρόνια κλειστό, αγοράστηκε από την «Νεώριον Νέα Α.Ε.» του Ν. Ταβουλάρη, για να καταλήξει, απ’ ό,τι φαίνεται, στην Onex Shipyards με έδρα τις ΗΠΑ και πρόεδρο τον Πάνο Ξενοκώστα (αρκετά από τα στοιχεία είναι από το βιβλίο «Ερμούπολη-Σύρος, Ιστορικό οδοιπορικό» ΟΛΚΟΣ 2000, με κείμενα των Χριστίνας Αγριαντώνη και Αγγελικής Φενερλή και συνεργασίες των Μάνου Ελευθερίου και Χρήστου Λούκου).
Άλλες βιομηχανίες
– Το 1852 λειτουργούν στην Ερμούπολη 7 βυρσοδεψεία, όπου εργάζονται 200 εργάτες. Για την υποστήριξη των βυρσοδεψείων υπάρχουν 12 ανεμόμυλοι. Οι Σαλούστρος και Καλουτάς απασχολούν 50-100 εργάτες συστηματικά. Το 1875 λειτουργούν 11 βυρσοδεψεία, σύμφωνα με όσα γράφει στον εμπορικό οδηγό των κυριότερων πόλεων της Ελλάδος ο Μιλτιάδης Μπούκας. Το 1850-60 οι τιμές των δερμάτων της Ερμούπολης κυμαίνονται από 2,40 έως 2,60 δραχμές η οκά.
– Το εργοστάσιο σκαγιών Αναιρούση ήταν μια μικρή σχετικά εγκατάσταση μ’ έναν πύργο (αερόψυκτο θάλαμο από μολύβι) και βοηθητικούς χώρους. Ιδρύθηκε από τον Ανδριώτη σιδηρουργό Γεώργιο Αναιρούση το 1895, και διασώζονται στοιχεία του εξοπλισμού του, τα οποία έχουν περιέλθει στο Κέντρο Τεχνικού Πολιτισμού. Λίγο νωρίτερα, το 1888, είχε χτιστεί το εργοστάσιο μολυβδοσκαγίων του Α. Γιαμαλάκη και των αδελφών Βρατσάνου. Το 1909 περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κατσιμαντή και μετατράπηκε σε χρωματοποιείο.
– Το Σμυριδουργείο Νάξου ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και κατεργαζόταν τη σμύριδα από τα ορυχεία της Νάξου. Στην πρόσοψή του απομένουν νεοκλασικά στοιχεία, αέτωμα στην πύλη της αυλής και ακροκέραμα, καθώς και υπερυψωμένοι φεγγίτες στη στέγη. Το εργοστάσιο διέκοψε τη λειτουργία του το 1960. Η ναξιώτικη σμύριδα ήταν κρατικό μονοπώλιο και εξαγόταν κυρίως στη Γαλλία για την εταιρεία Saint-Gobin, Pont-a-Mousson (παραγωγή γυαλιού). Την εταιρεία διηύθυνε ο Συριανός επιχειρηματίας Γεώργιος Βαμβακάρης.
– Από το 1862 υπήρχε και ένα ατμοκίνητο εργοστάσιο καθαρισμού βάμβακος, που ανήκε στον Ι. Γιαννουκάκη και στο οποίο εργάζονταν 135 εργάτες.
– Άλλος ένας τομέας με πολύ μεγάλη άνθιση προς το τέλος του 19ου αιώνα ήταν ο τομέας της κλωστοϋφαντουργίας: το πρώτο εργοστάσιο του είδους ιδρύθηκε το 1870 με την επωνυμία «Ομόνοια» από τον Υδραίο Γεώργιο Καλαπόπουλο (το 1877 πωλήθηκε στην εταιρεία «Νοστράκης-Δαρόπουλος-Πιεράκος»). Το 1895 ιδρύθηκε η κλωστοϋφαντουργία-φανελοποιία Ηλ. Φουστάνου και Γ. Ρετινιώτη, ενώ την ίδια χρονιά εγκαινιάστηκε και το υφαντήριο «Ε. Λαδόπουλου και Υιοί». Το 1896 δημιουργήθηκε το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας του Δημήτρη Καρέλα από την Γορτυνία, με την επωνυμία «Αιγαίον Α.Ε.» (ο ίδιος είχε, από το 1872, και ένα τυποβαφείο). Η επιχείρηση «Αιγαίον Α.Ε.» εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Ελλάδας, με εργοστάσια στο Φάληρο, το Άστρος Κυνουρίας και το Λαύριο. Το 1896 επίσης ιδρύθηκε το ατμοκίνητο υφαντήριο των Ευστράτιου Αξαρλή και Π. Νικολόπουλου και, το ίδιο έτος, το εργοστάσιο των Δ.Ν. Πιεράκου και Γ.Λ. Μαρούλη.
Η πρώτη απεργία στην Ελλάδα
Το 1879 γίνεται στην Ερμούπολη της Σύρου η πρώτη απεργία στην Ελλάδα: 1.500 εργαζόμενοι στους τομείς της ναυπηγικής και της βυρσοδεψίας κατεβαίνουν δυναμικά σε απεργία, διεκδικώντας καλύτερους εργασιακούς όρους. Ας δούμε πώς την περιγράφει ο Εμμ. Λυκούδης στο βιβλίο του «Η εν Ελλάδι βιομηχανία και αι απεργίαι υπό την έποψιν της νομικής και πολιτικής οικονομίας» (Ερμούπολη 1883):
«Εν έτει 1879 οι εργάται δύο μεγίστων της Ερμουπόλεως βιομηχανικών κλάδων, της βυρσοδεψικής και της ναυπηγικής, κοινή συστάσει εν εκατέρα τούτων ενεργήσαν απεργίαν επιδιώκοντες αύξησιν των εργατικών μισθωμάτων· το γεγονός τούτο, πρώτη εκδηλωθείσα εν Ελλάδι απαρχή συγκρούσεως της εργασίας προς το κεφάλαιον, κατετάραξε την κοινωνία της Ερμουπόλεως· και υπήρχε προς τούτο λόγος, καθόσον η βυρσοδεψική και ναυπηγική της Σύρου βιομηχανία απετέλουν τας δύο ασφαλείς αγκύρας εφ’ ων εσάλευε η βιομηχανική της Σύρου αποκατάστασις. Αι εργασίαι ως εκ των απεργιών τούτων κατέπαυσαν επί χρόνον ικανόν· η δε των εργατών ναυπηγών απεργία εν μέρει επέτυχε προς ώραν, υποκυψάντων των εργοδοτών.»
Άλλες δύο απεργίες έγιναν στη Σύρο στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως διαβάζουμε στην πολυτελή έκδοση του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Κυκλάδων «Εργατικό Κέντρο Κυκλάδων – 100 χρόνια συλλογικής δράσης των εργαζομένων» (έκδοση ΙΝΕ 2018). Η πρώτη έγινε από τους βυρσοδέψες το 1914, και η άλλη ήταν η γενική απεργία του 1919. Επίσης αναφέρεται μια απεργία συμπαράστασης στους δολοφονημένους καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης την Πρωτομαγιά του 1936, που έγινε στις 13 Μαΐου του 1936 με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Οι αιτίες της αποβιομηχανοποίησης
Κάποτε η κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία της Ερμούπολης απασχολούσε 3.000 εργαζόμενους, και δικαίως η πρωτεύουσα της Σύρου αποκαλείτο το Μάντσεστερ της Ελλάδος. Σύμφωνα με τον κατάλογο του Τελωνείου Σύρου με τα εγγεγραμμένα εργοστάσια του Ν. Κυκλάδων για το έτος 1910, τον οποίο είχε επιμεληθεί ο τελώνης Κ. Αναγνωστόπουλος, τα καταγεγραμμένα για την Ερμούπολη εργοστάσια ήταν 51, ενώ για όλα τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων ήταν μόλις 9!
Οι αιτίες που το νησί έφτασε σήμερα στην πλήρη αποβιομηχανοποίηση είναι πολλές και διάφορες. Από την πλευρά των επιχειρηματιών, μία αιτία ήταν η μεγάλη απόσυρση κεφαλαίων τα οποία επενδύθηκαν σε άλλες δραστηριότητες (όπως η αγορά εμπορικών και τουριστικών πλοίων). Έφταιξε όμως και η κακή διαχείριση, όπως και ο μη έγκαιρος εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων και των μηχανημάτων τους.
Εξίσου μεγάλη ευθύνη φέρει και η πολιτεία: δεν στήριξε την επαρχιακή βιομηχανία, και ιδιαίτερα τη νησιωτική, παρ’ όλες τις εκκλήσεις των εμπλεκόμενων φορέων. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η δυσμενής φορολογική μεταχείριση, το κόστος μεταφοράς πρώτων υλών και προϊόντων, τα πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού και, τέλος, η παντελής αδιαφορία της πολιτείας για τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές από το ανατολικό μπλοκ σε τιμές κάτω του κόστους. Για την ιστορία, το τελευταίο εργοστάσιο («TERLANA Α.Ε.» του Ν. Ιγνατιάδη) έκλεισε τις πύλες του το 2008…