Του Δημήτρη Σεβαστάκη *.
Ώστε, λοιπόν, η μόνη ελπίδα για τη πνευματική παραγωγή και την καλλιτεχνική δημιουργία στην Ελλάδα είναι η καλή σχέση με τους μηχανισμούς εξουσίας; Πρωτότυπο.

Κάποιο υπουργείο ή φορέας αγοράζει το έργο, κάποιος κρατικός πολιτικός παράγοντας μεσολαβεί, η σιωπή προϋποτίθεται. Το έργο, έτσι, έχει ως απαραίτητο συνάρτημα τη συγκατάβαση ή, έστω, την αέρια και αφηρημένη κριτική προς την πολιτική εξουσία: «Η πολιτική του υπουργείου μπορεί να γίνει αποτελεσματικότερη» ή «πρέπει να την επικοινωνήσουν καλύτερα οι επιτελείς του υπουργού» ή «ο υπουργός έχει καλές προθέσεις αλλά πρέπει να τον αφήσουν απερίσπαστο στο έργο του». Σκληρές κριτικές φράσεις που τσακίζουν από κολακεία τον πολιτικό και τον πολιτιστικό λομπίστα. Καλλιτέχνες και διανοούμενοι τρέχουν πίσω από παράγοντες και παραγοντίσκους. Φιλόφρονες με τον πολιτικό προϊστάμενο, αηδιαστικά άδικοι με τον εαυτό τους, περιμένουν την παραγγελία, σιωπούν ακίνδυνοι και ακίνητοι. Παράγουν έργο προβλέψιμο, κοντά στη δεσπόζουσα αργκό: Καινοτόμο, στοχευμένο, διεθνές, με εύκολους συμβολισμούς, hi -tech. Εθνικής κλίμακας μπούρδες, γεμάτες από το λίπος της περιττής δημιουργίας.
Γίνονται μεγάλες εκδηλώσεις τέχνης, έρημες, χωρίς κοινό, με πολλές δημοσιεύσεις και ακόμα πιο πολλές αμνησίες. Έξω από συλλογικές πνευματικές ανάγκες, εκφωνούνται έργα «απαράγγελτα» από τους ανθρώπους, τυλιγμένα σε μια χαμένη ζωτικότητα, σε μια πληκτική μελαγχολία. Αυτή η κατ’ επίφασιν πλήρωση κάποιας κοινωνικής ανάγκης, και η εργολαβία που υποκρύπτεται, οδηγεί το δημιουργό στην ιδιοτελή σιωπή απέναντι στην πολιτική κτηνωδία, αλλά συγχρόνως φέρνει την πιο δαπανηρή απομόνωση και του έργου και του δημιουργού. Σχεδόν κανείς δεν νοιάζεται ούτε για το ένα ούτε για τον άλλο.
Ξέρουμε ότι το έργο τέχνης και σκέψης αυτοσυστήνεται, ότι προϋποθέτει μια εσωτερική αξιοπρέπεια, μια ανεξαρτησία βλέμματος και φόρμας. Το έργο τέχνης και σκέψης, είναι το τελευταίο συμβόλαιο αυτοσεβασμού. Κι όμως, η ναρκισσιστική αγωνία, το «πάθος» αυτοπροβολής, η μέριμνα να εκφραστεί και να « δηλωθεί» κοινωνικά, οδηγεί τον δημιουργό εκεί που δεν τον οδηγεί το ίδιο το έργο: Στο πολιτικό σκόντο, στην πονηρή αβλεψία, στην ενοχική σιωπή ή, ακόμα χειρότερα, στη δουλοφροσύνη.
Ένα σκοτεινό και συνηθισμένο αίσχος, γεμάτο θολά μάτια που περιμένουν. Είναι απογοητευτικό ο δημιουργός να επενδύει στην εργολαβική θνησιγένεια κι όχι στο ίδιο του το έργο. Και το χειρότερο να παραμένει αμίλητος, μην τύχει και δεν του δοθεί η «δουλειά»…

* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επ. καθηγητής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!