Ο 80χρονος ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάικλ Κρίστοφερ σκηνοθετεί την 76χρονη πλέον Τζέσικα Λανγκ, σε άλλη μια συνταρακτική ερμηνεία, στη νέα του ταινία «Η σπουδαία κυρία Χολ», υπενθυμίζοντας σε μια εποχή λατρείας της αιώνιας νιότης, πως η ωριμότητα προσδίδει μοναδικές ποιότητες στην υποκριτική τέχνη.
Παραμονές της πρεμιέρας της νέας παράστασης στο Μπρόντγουέι, με τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, η διάσημη ηθοποιός Λίλιαν Χολ (Τζέσικα Λανγκ), «Πρώτη Κυρία» του αμερικάνικου θεάτρου, αντιλαμβάνεται μαζί με όλο τον θίασο πως ξεχνά πλέον επικίνδυνα συχνά τις ατάκες της. Αρνούμενη να χαρακτηριστεί ως «παλιά Σεβρολέ που θέλει συνεργείο», η Λίλιαν εναντιώνεται αρχικά στην ανάγκη επίσκεψης ενός γιατρού, όταν όμως συμμορφώνεται, αποκαλύπτεται πως τελικά βρίσκεται στα πρόθυρα άνοιας. Πασχίζοντας να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση, με την πολύτιμη βοηθό της Ίντιθ (Κάθι Μπέιτς) στο πλάι της, αποτυγχάνει να επανασυνδεθεί με την παντρεμένη κόρη της Μάργκαρετ (Λίλι Ράμπε), νιώθοντας ολοένα πιο ευάλωτη, με τις αυξανόμενες κρίσεις απώλειας μνήμης, ενώ η απειλή μιας νεότερης αντικαταστάτριας αποτελεί δαμόκλειο σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι της. Η Λίλιαν που δήλωνε πως «έχει ζήσει όλη της τη ζωή σε ένα μέρος που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, με στόχο πάντα την αλήθεια», βλέπει σταδιακά τη μνήμη της να την εγκαταλείπει, τη στιγμή που ο χρόνος λιγοστεύει μέχρι την πρεμιέρα. Επιχειρώντας να κερδίσει χρόνο, πασχίζει να γίνει ξανά, έστω και για λίγο, η εμβληματική λαμπερή σταρ, για την οποία ο κόσμος πληρώνει εισιτήριο, ολοκληρώνοντας την τελευταία της, όπως όλα δείχνουν, θεατρική σεζόν.
Ξεχωριστό πλέον είδος αποτελούν στο σινεμά ταινίες που κατέγραψαν είτε τη φρενήρη διαδικασία ανεβάσματος μιας θεατρικής παράστασης, όπως η «Παράσταση του Σινγκ Σινγκ» (2023/Γκρεγκ Κουένταρ), είτε τις περίπλοκες ψυχικές μεταπτώσεις ενός ηθοποιού, κατά τη διάρκεια της ερμηνευτικής προετοιμασίας, όπως στο εμβληματικό ψυχόδραμα «Νύχτα Πρεμιέρας» (1977/Τζον Κασσαβέτης), ως και το «Birdman ή η απρόσμενη αρετή της αφέλειας» (2014/Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου), ταινία άμεσης αναφοράς και στο «Οκτώμιση» (1963/Φελίνι). Ανυπέρβλητη παραμένει η «Περσόνα» (1966/Μπέργκμαν), με την πρωτοποριακή πειραματική της αισθητική, ενώ η απειλή που νιώθει η Λίλιαν από την αντικαταστάτριά της ανακαλεί και το «Όλα για την Εύα» (1950/Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς). Ωστόσο αυτή η ταινία υπερβαίνει τη διάσταση νευρικού κλονισμού των ηθοποιών, καταλήγοντας στο σκληρό θέμα της άνοιας –νέα μάστιγα της εποχής- με επιρροές και από το «Still Alice: κάθε στιγμή μετράει» (2014/Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ-Γουός Γουεστμόρλαντ), με την ταινία του Κρίστοφερ -στα όρια παραδειγματικού διδακτισμού- να αγγίζει έντονο μελοδραματισμό, εκπαιδεύοντας το κοινό για τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα άτομα και ο περίγυρος όσων πάσχουν από άνοια. Η ταινία αποτίνει και φόρο τιμής στη διαχρονικότητα του «Βυσσινόκηπου» (1903), κύκνειου άσματος του Τσέχοφ (1860-1904), για το τέλος της φθίνουσας και χρεοκοπημένης αριστοκρατικής τάξης, που ξεπουλάει αρχοντικό και υπέροχο βυσσινόκηπο, επιλέγοντας ονειροπόληση και νοσταλγία, αρνούμενη να παραδεχτεί και να αντιδράσει στις καταιγιστικές αλλαγές της ρώσικης κοινωνίας, έργο για πολλούς προφητικό της επαναστατικής προοπτικής.
Το στίγμα της ερμηνευτικής δεινότητας και της μεθυστικής σκηνικής παρουσίας της ηλικιωμένης πρωταγωνίστριας δίνεται μέσα από το σχόλιο πως «δεν βγαίνουν πια ηθοποιοί σαν την Λίλιαν Χολ», η οποία δήλωνε πως έγινε ηθοποιός για να μαγνητίζει τα βλέμματα, γιατί μόνο πάνω στη σκηνή ένιωθε ορατή. Η ταινία εντυπωσιάζει με τις καθηλωτικές ερμηνείες του ταιριαστού ντουέτου ηθοποιού-βοηθού (Τζέσικα Λανγκ-Κάθι Μπέιτς) που μεταφέρουν με απερίγραπτη συγκίνηση την ταραγμένη αλληλοσυμπληρούμενη και σφυρηλατημένη από το χρόνο φιλία τους. Τα τολμηρά και σπάνια για ηλικιωμένη ηθοποιό, κοντινά πλάνα στις εκφράσεις και στο γερασμένο πρόσωπο της Λανγκ, μεταφέρουν το αλλοτινό πάθος της λαμπερής, ακόμα, διάσημης θεατρίνας, σε μια συνταρακτική ερμηνεία, που συναγωνίζεται την ηλεκτρισμένη οσκαρική παρουσία της ηθοποιού στον «Μπλε Ουρανό» (1994/Τόνι Ρίτσαρντσον).
Παρά τις προσπάθειες της θεατρίνας να ξεφύγει κατά την ιατρική εξέταση, αποκαλύπτεται πως δυσκολεύεται να διπλώσει ακόμα κι ένα κομμάτι χαρτί, σοκάροντας με το σπαραξικάρδιο δακρυσμένο βλέμμα της, που προδίδει ντροπή και απόγνωση, μπρος στην τραγική παραδοχή μιας ανεξέλεγκτης ανημπόριας.
Σε δεύτερο βαθμό παρουσιάζεται η επίδραση του μοιραίου εγωκεντρισμού της Λίλιαν στην ενήλικη κόρη της, που μεγαλώνοντας μόνη κατάφερε να αποκτήσει αρμονία μέσα από τη δική της οικογένεια, με την κατάρρευση ωστόσο της μητέρας να την λυγίζει, σε μια δακρύβρεχτη σκηνή απόγνωσης στο νοσοκομείο, που φανερώνει το δύσκολο δεσμό τους, στιγματισμένο από την ανεξίτηλη τραυματική μητρική απουσία. Επικεντρώνοντας στην εκρηκτική παρουσία της γερασμένης ηθοποιού και την αλληλεπίδρασή της με τους δευτερεύοντες χαρακτήρες-δορυφόρους, στην ταινία ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο γοητευτικός 70άρης καλλιτέχνης γείτονας, ο Τάι (Πιρς Μπρόσναν) που συναντιέται μονίμως στο ευρύχωρο μπαλκόνι με την διάσημη γειτόνισσά του, με θέα τους νεοϋορκέζικους ουρανοξύστες, σε μια εκδοχή ενός γερασμένου Ρωμαίο που επιχειρεί να ξελογιάσει την επίσης γερασμένη Ιουλιέτα του. Μεταξύ αθεράπευτου ρομαντισμού και πλατωνικού φλερτ, καθότι η χήρα πρωταγωνίστρια παραμένει πιστή στον αγαπημένο νεκρό σύζυγό της, ανταλλάσσουν με τον γείτονα ποιητικούς και σαιξπηρικούς στίχους με χιούμορ και τρυφερότητα, συνοδεία πιανιστικών φράσεων σε τζαζέ ρυθμούς, μικρές ανακουφιστικές στιγμές που απαλύνουν το δράμα.
Εξαρχής στην ταινία εισάγεται η πληθωρική προσωπικότητα της Λίλιαν Χολ επί τω έργω. Ο ρευστός συναισθηματισμός της καταγράφεται με στριφογυριστή λήψη, που εντείνει την αφηγηματική ροή, καθώς κινηματογραφείται να προβάρει ατάκες, διασχίζοντας τα ευρύχωρα δωμάτια στο πολυτελές νεοϋορκέζικο διαμέρισμά της, ενώ με παράλληλο μοντάζ, οι ίδιες ατάκες ακούγονται διπλά, καθώς συνδέονται με αποσπασματικά πλάνα από την πρόβα που ακολουθεί μέσα στο θέατρο, δημιουργώντας χωροχρονική όσμωση, που φορτίζεται συγκινησιακά από την έντονη παρουσία της πρωτότυπης μουσικής, με θλιμμένο πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων. Η διπλή αυτή ακουστική του θεατρικού του Τσέχωφ, που συνενώνει την πρόβα επί σκηνής, με καθημερινές στιγμές της Λίλιαν, από τη μια καταγράφει τη διαδικασία εκμάθησης της θεατρικής στιχομυθίας, από την άλλη, οι τσεχωφικές ατάκες αποκτούν διπλό νόημα, καθώς συνταιριάζονται «μαγικά» με την τρέχουσα κατάσταση, συνομιλώντας απευθείας με την πρωταγωνίστρια. Και αυτή η επανανοηματοδότηση συνενώνει θέατρο και ζωή, υπογραμμίζοντας πόσο το θέατρο κατακλύζει τη ζωή της πρωταγωνίστριας, παράλληλα με τη διαχρονικότητα του τσεχωφικού θεατρικού, που συνομιλεί με την εκάστοτε εποχή. Αντίστοιχη κινηματογράφηση με παράλληλο μοντάζ που μπλέκει θέατρο και καθημερινή ζωή ενυπάρχει και στο τέλος, όταν η Λίλιαν αποφασισμένη να χαράξει στη μνήμη της τις ατάκες, υποστηρίζεται σθεναρά από εγκάρδιους φίλους, βοηθούς και συναδέλφους.
Η όλο και συχνότερη απώλεια μνήμης, με την Λίλιαν να χάνεται σε μια βόλτα έξω στο δρόμο, μεταφέρεται με οξύ βόμβο, προσωρινή ηχητική φίμωση των εξωτερικών ήχων της πόλης και επαναφορά τους με επαυξημένη ένταση, ώστε μέσα από το σοκ της αντίθεσης με τη σιωπή να υπογραμμιστεί η βαρύνουσα σύγχυση της πρωταγωνίστριας. Παράλληλα με την έγχρωμη προοπτική του παρόντος, όπου μπλέκονται οι ονειρικές αναμνήσεις-παραισθήσεις της Λίλιαν, που βλέπει στον ανήσυχο ύπνο της, αλλά και στο ξύπνιο της, την οπτασία του νεκρού συζύγου, θεατρικού σκηνοθέτη, με τον οποίο συμπορεύτηκαν μαζί στο θέατρο και στη ζωή, εισβάλλουν ασπρόμαυρα πλάνα, από την κινηματογραφημένη καταγραφή των παρασκηνίων της παράστασης, όπου οι συντελεστές αναφέρονται σε ό,τι έχει συμβεί, προσδιορίζοντας ως χρονική στιγμή το μέλλον, με συνέπεια καταστάσεις σύγχυσης στο έγχρωμο παρόν, να σχολιάζονται σε πλήρη παραδοχή τους από την ίδια την πρωταγωνίστρια στο μέλλον σε ασπρόμαυρο, διαμορφώνοντας ανορθόδοξη μη γραμμική αφήγηση. Στη μαγνητική εξέταση της Λίλιαν, παράλληλα με τον δαιμονισμένο θόρυβο του μηχανήματος, εισέρχονται ρυθμικές εκλάμψεις με στιγμιαία οπτασία του νεκρού συζύγου, θραύσματα μιας ευάλωτης και διαφυγούσας μνήμης.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com