Του Χρίστου Κατσούλα.
Είναι φυσιολογική και καλοδεχούμενη η συζήτηση που έχει ανάψει για τον χαρακτήρα του κινήματος των πλατειών και τη σχέση του με την Αριστερά. Το κέρδος θα ήταν τεράστιο, αν μέσα, κατά τη διάρκεια και μετά την πλατεία υπάρξει μια άλλη Αριστερά. Φυσικά αυτό έχει ορισμένες απαιτήσεις. Μία από αυτές είναι να μετρήσουμε τη στάθμη των πολιτικών ζητημάτων που θέτει με αποφασιστικό τρόπο η κοινωνική έκρηξη.

Οι πλατείες κατηγορήθηκαν για ρηχότητα. Οι δυνάμεις που υποστήριξαν ανεπιφύλακτα τις πλατείες κατηγορήθηκαν για αποπολιτικοποίηση και για υπόκλιση στο αυθόρμητο. Όμως έστω και «ρηχά», οι πλατείες έθεσαν με ένταση σειρά πολιτικών ζητημάτων. Ο λαϊκός ξεσηκωμός έχει ορισμένα χαρακτηριστικά:
1. Στοχοποιεί αποφασιστικά και στο σύνολό του το πολιτικό σύστημα, ζητώντας την πτώση όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά συνολικά του πολιτικού προσωπικού της χρεοκοπίας και της διαπλοκής.
2. Παλεύει για την εθνική αξιοπρέπεια επειδή την κατανοεί σαν όρο και προϋπόθεση για την κοινωνική επιβίωση. Το φάσκελο στο ΔΝΤ, εύκολα απευθύνεται και στη Μέρκελ, αλλά και στην τρόικα, στην Ε.Ε., στο ευρώ.
3. Βρίζει τη Βουλή γιατί το Κοινοβούλιο κατέλυσε με πρωτοφανή τρόπο την δημοκρατία και το Σύνταγμα. Η καταγγελία της Βουλής γίνεται από τη σκοπιά της πραγματικής δημοκρατίας και όχι από τη σκοπιά της νοσταλγίας του λοχία.
4. Δήλωσε ότι δεν θέλει βία και επεισόδια γιατί κατανοεί ότι η οικειοποίηση της πλατείας είναι μεγάλο στοίχημα για να καταστραφεί από την τσάμπα μαγκιά του μηδενιστικού κρετινισμού. Θέλει τις πλατείες χώρο του κινήματος, τις φροντίζει, τις καθαρίζει, τις ανακαταλαμβάνει μετά το αστυνομικό όργιο.
5. Δεν θέλησε κόμματα και συνδικάτα γιατί χρεώνει στα κόμματα τη χρεοκοπία της χώρας και του λαού και χρεώνει στα συνδικάτα την ανημπόρια, τη διαπλοκή, τη συναλλαγή. Χρέωσε, όμως, και τα αριστερά κόμματα και τα ταξικά συνδικάτα για τη μέχρι τώρα πρακτική τους, πασχίζοντας να βρει άλλο δρόμο και άλλες μορφές.
Εδώ, λοιπόν, ας σταθούμε. Είτε μας αρέσουν, είτε όχι, τα παραπάνω είναι πολιτικά στοιχεία που θέτει το κίνημα. Και τα θέτει καθολικά, με διάρκεια και με ένταση. Πώς στάθηκε η Αριστερά;
Κατά πλειοψηφία, επί έναν τουλάχιστον χρόνο, αρνήθηκε τη στοχοποίηση του πολιτικού συστήματος, θεωρώντας τον εαυτό της οργανικό του μέρος. Κατήγγειλε τον κίνδυνο εθνικιστικής παρέκκλισης του αντιμνημονιακού μετώπου. Χλεύασε την απαίτηση της Πραγματικής Δημοκρατίας διότι οι κομμουνιστές είναι με τη Δικτατορία του Προλεταριάτου, τη Λαϊκή Εξουσία ή έστω τη Λαοκρατία. Κορόιδεψε τον ειρηνικό χαρακτήρα, διότι «η βία είναι η μαμή της Ιστορίας» και εν πάση περιπτώσει δεν είμαστε ρεφορμιστές να μην κυνηγιόμαστε με τα ΜΑΤ. Και, τέλος, επέμεινε με γαϊδουρινή υπομονή στην αναμονή της απεργίας που κήρυσσε η κυβερνητική ΓΣΕΕ μια φορά το τρίμηνο, στέλνοντας τον πολιτικό αγώνα στα χέρια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Αν σήμερα όλα τα παραπάνω τα καταπιούμε αμάσητα, σφυρίξουμε αδιάφορα, κάνουμε ότι δεν καταλάβαμε τι έθεσε αυτό το κίνημα και σχολιάζουμε από τη μια την ανεπάρκεια της πλατείας και από την άλλη την επάρκεια της Αριστεράς («τα έχουμε πει αυτά»), έχουμε διαπράξει μια ασυγχώρητη κομπίνα. Στην τελική, δεν είναι σπουδαία κατάκτηση το εμβριθές συμπέρασμα ότι «έτσι είναι τα αυθόρμητα κινήματα»…
Είναι νερό στο μύλο της αποπολιτικοποίησης η επιμονή στην ανατροπή του πολιτικού συστήματος και του πιο αντιδραστικού της κομματιού, της κυβέρνησης Παπανδρέου; Λίγες μέρες πριν ξεσπάσουν οι πλατείες, οργανώσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς απέτυχαν να βγάλουν ανακοίνωση που να ζητά την πτώση (έστω και μόνο) της κυβέρνησης. Και σε όλη τη διάρκεια αυτού του ξεσηκωμού η κοινοβουλευτική Αριστερά βγάζει μπιμπίκια στην ιδέα ότι το πολιτικό σύστημα καθυβρίζεται και φασκελώνεται.
Αν, ως Αριστερά, θέλουμε να πείσουμε το λαό ότι το χρέος μπορεί να διαγραφεί, ότι υπάρχει ζωή έξω από το ευρώ, ότι μπορεί να υπάρξει μια άλλη εξουσία και ένα άλλο σύστημα κοινωνικών σχέσεων, πώς μπορούμε να ατενίζουμε αφ’ υψηλού την παραλίγο παραίτηση Παπανδρέου; Την πιο ισχυρή απόδειξη ότι ο λαός έχει δύναμη και όταν καταφέρνει να αγγίξει έναν από τους στόχους της πάλης του, γιορτάζει, χαίρεται, πανηγυρίζει; Πού πήγε το ρητό για τις μάζες που μαθαίνουν από την ίδια τους την πείρα; Το ποιος έχει την εξουσία και κάτω από ποιους όρους δεν είναι το κορυφαίο ζήτημα της πολιτικής πάλης;
Κι αν το Πολυτεχνείο το ’73 ένα χρόνο μετά οδήγησε τον Καραμανλή στην εξουσία, αυτός δεν είναι λόγος να πούμε «ναι μεν αλλά» για τις λαϊκές εξεγέρσεις. Αντίθετα, είναι επιτακτική προτροπή, ώστε να ορίσουμε καθήκοντα παρέμβασης. Για να δούμε αύριο μια μεταπολίτευση του λαού, με προοδευτικό πρόσημο και όχι μια μεταμόρφωση της προηγούμενης κατάστασης.
Εδώ και ένα χρόνο η οικονομική κρίση γέννησε το πολιτικό κραχ. Η επίλυση ή το ανατίναγμα του πολιτικού αδιεξόδου θα καθορίσει την πορεία των πραγμάτων. Από αυτή την άποψη το τέλος του ορίζοντα δεν είναι η Πλατεία Συντάγματος. Και η λαϊκή της συνέλευση δεν συνιστά ολοκλήρωση των πόθων του επαναστατικού κινήματος. Το πεδίο παρέμβασης είναι ανοικτό για όποιες δυνάμεις ακούνε, αλλάζουν, μετασχηματίζονται. Σε αυτή την πρόκληση υπάρχουν στοιχεία συνέχειας αλλά και υπέρβασης, ενότητας αλλά και διάσπασης, συνάντησης αλλά και απόκλισης. Ας ακούσουμε τη λαϊκή βούληση κι ας αναμετρηθούμε με την φιλοδοξία ο κοινωνικός ξεσηκωμός να συγκροτήσει ρεύμα ανατροπής.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!