Του Δημήτρη Αρμάου.

1. Κρατιούνται οι διανοούμενοι μακριά από την «καυτή» πραγματικότητα; Την υποτιμούν, άραγε; Αδιαφορούν γι’ αυτή στ’ αλήθεια; Ας ειπωθεί ξανά, λοιπόν, πως όχι: το είδος του λόγου που επιζητείται στο χώρο της δημοσιότητας από τους εξανιστάμενους («Πού είναι οι διανοούμενοι») εκφέρεται συνετά, συστηματικά κι οσημέραι αδιάκοπα από το σύνολο σχεδόν της διανόησής μας. Εκτός κι αν δεν συνεννοούμαστε πάλι για τον όρο.
Μιλάμε για όλους τους διανοητικά σε κάθε επίπεδο παραγωγικούς ανθρώπους, με σκληρό πυρήνα (προγκραμσιανά καθορισμένη «επίλεκτη ομάδα») τους πιο δημιουργικούς ανάμεσά τους, εκείνους που καταγίνονται με έργα του λόγου και καλλιτεχνικά. Εντούτοις, στο σύνολο, και ιδίως στους «υπόλοιπους», ούτως ή άλλως, ανήκουν όλοι όσοι απασχολούν το χώρο της δημοσιότητας – πολιτικοί και μη.
Πολιτικολογούν με πάθος (περίπου «ασύστολα») και οι διανοούμενοι. Άλλωστε, για την Ελλάδα και για Έλληνες κουβεντιάζουμε. Φροντίζουν δε κι αυτοί να υπερβαίνουν πάντοτε στις σχετικές τοποθετήσεις τους την ίσαλο γραμμή της αναφορικότητας (τη στάθμη, ας πούμε, του «αγοραίου» ή του «διαυγούς» – ανάλογα με τη σκοπιά). Για τους λάτρεις των τεκμηρίων δεν λείπουν σποραδικά δημοσιεύματα σε περιοδικά έντυπα ή και αυτοτελείς εκδόσεις, στο Διαδίκτυο όμως αφθονούν οι συναφείς ιστότοποι και ιστολόγια, προσωπικά ή πολυσυλλεκτικά, με διαλόγους, απανωτές αναρτήσεις, απαρτισμένα ανθολόγια κ.ά.π. Το επιβεβαιώνουν αυτό ακόμα και τα επίμαχα κείμενα «εθνικής δεοντολογίας επί μνημονιακής εποχής», με τις υπογραφές αραδαριά από κάτω, που δέχτηκαν ποικίλον (και μάλλον δίκαιο) έλεγχο.
Ας ξαναπούμε, επίσης, τι πιθανόν λείπει (αν όντως λείπει κάτι): το πραγματικά δημόσιο βήμα – αυτό, ναι, λείπει. Και σαν τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί σήμερα εισέτι ο Τύπος (επίμονα, αυτοκτονικά επιφυλακτικός στη σχολιογραφία και μοιραία αγκιστρωμένος στην ενημέρωση – όπου φιλοξενείται ελάχιστο μέρος των φωνών αυτών, τυχαία ως επί το πλείστον) και προπάντων η τηλεόραση (βασική πηγή πληροφόρησης για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας). Το βήμα αυτό ασκέπτως κι ευφυώς (δηλαδή όχι εσκεμμένα, πλην επί συμφέρον) είναι στερημένο σε μυαλά του είδους, καθότι η ασύδοτη φλυαρία των ελευθεροστοχαστών, πνευμάτων παραταξιακά εν πολλοίς άστεγων (ή μισοστεγασμένων – πάντως «βρέχονται»), δεν ευνοεί μεθοδεύσεις μιας ολοκληρωτικής εποχής – και το αληθές του επιχειρήματος πιστοποιούν οι περί τη Μεσόγειο «πλατείες» των ημερών.
Κραυγές του τύπου «Πού είναι οι διανοούμενοι;» ηχούν πλήρως παραπλανητικές, παρ’ ότι συχνά (όχι πάντα) ακαθοδήγητες και προϊόντα αγνής βλακείας. Στη θέση εκείνων, ο λόγος δίδεται μόνο στους θλιβερούς μισθοφόρους των κομματικών γραμμών και, με το πρώτο «άνοιγμα», στα πλέον ειδεχθή γεννήματα του «star system» και τους «μαϊντανούς» του, ανάμεσα στους οποίους χάνονται κι ορισμένοι νόες πρωτότυποι και καθαυτό δημιουργικοί που δέχονται να μοιραστούν μια τέτοια μοίρα.
Ώστε να καταλήξουμε: Οι διανοούμενοι, και στις παρούσες συνθήκες, είναι λαλίστατοι. Το σίγαστρο ή ο πνιγέας που εφαρμόζεται στους πλέον ανυπόμονους εξ αυτών, τους πλείστους, αποθαρρύνει και τους εναπομένοντες, τους λίγους που όντως σιγούν, όχι και τόσο εκ πεποιθήσεως.

2. Η πραγματική ερώτηση είναι: «Τι κάνουν οι διανοούμενοι;» – εστιάζοντας στο ίδιο τους το έργο, στον δικό τους τρόπο να «παίρνουν θέση», στην αποστολή τους τελικά. Και, προκειμένου για το σκληρό πυρήνα που προαναφέραμε, αυτό δεν είναι διόλου κάτι ασαφές και αόριστο.
Αλλά φαίνεται ότι ο καιρός δεν ευνοεί, δυστυχώς, την αφομοίωση και την αξιοποίηση των δεδομένων του. Η ηθική κακουχία σε επίπεδο κορυφής, που παρήγαγε άχρι τούδε ανά την υφήλιο τον ανθό της υψηλής κουλτούρας (ό,τι προφανώς ενδιαφέρει επιτέλους, παρά τον κακοφανισμό των μετα-αποικιακών θεωρητικών), σήμερα δείχνει πνευματικά και καλλιτεχνικά άγονη, απρόσφορη, ατελέσφορη ως αντικείμενο. Είναι; Αφελές να το υποστηρίξει κανείς. Και βέβαια δεν είναι! Μια χαρά προσφέρονται η ιταμότητα, η διαπλοκή, η χυδαιότητα, ο σαλτιμπαγκισμός, η οσφυοκαμψία, ο αναρριχητισμός, η αναξιοπρέπεια, η δημαγωγία, η βαναυσότητα, συνελόντι ειπείν η πώρωση – προσφέρονται για να υλοποιηθούν θαυμάσια έργα (βαθιάς ανάλυσης και «αλάνθαστα»), αποτυπώσεις του φευγαλέου με χαρακτήρα κλασικό.
Τι φταίει; Η κρίση των ιδεολογιών, αλίμονο, κι εδώ. Η πολλή αβεβαιότητα στην κλίμακα της ιδεολογίας (ψευτοδηλούμενη ως «σκεπτικισμός») θολώνει τη ματιά του δημιουργού – και ματαιώνει το έργο. Οι διανοούμενοί μας μπορεί να μιλούν για την επικαιρότητα στα (λανθάνοντα, καταπώς είπαμε) κείμενά τους, άλλοτε κολλώντας τη μούρη τους στο σιχαμερό «παρόν» κι άλλοτε απομακρυνόμενοι από δαύτο σα να τους παρασέρνει ανεμοστρόβιλος, αλλά η «πυρή ψυχή», για να το πραγματευτούν με τα εργαλεία που διαθέτουν, απουσιάζει. Την ψύχρανε η σαλονίστικη εκδοχή του Διαφωτισμού. Την αραίωσε η χαμηλή αυτοεκτίμηση μέσα στη μονοκρατορία του καπιταλισμού – κι ας ρουθουνίζει αίμα το θηρίο.
Οι άνθρωποι της διανόησης δεν υποχρεούνται (κι ας μην το αξιώνουμε πια εκ μέρους τους) να διαγκωνίζονται με κομμωτές και αρτίστες του συρμού στις τηλεοπτικές οθόνες, για να καταπνιγεί η μοναχική φιγούρα τους μες στη φουσκονεριά της σάχλας ή για να «διακηρύξουν» αντάμικα κι ελόγου τους τα οφθαλμοφανή και τα αυταπόδεικτα (tertium non datur).
Οφείλουν, τουναντίον (και ας το προσδοκούμε όλοι κατά θυμόν), να ξαναδούν τη δουλειά τους ΩΣ εντολοδόχοι ενός πολιτισμού με δοκιμασμένη και ακμαία κριτική παράδοση. Να υπηρετήσουν, τώρα που χρειάζεται, τη θητεία τους – «στοχοπροσηλωμένοι». Κι όλα (κι αυτό) να ’ρθουν στον τόπο τους.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!