του Νίκου Λάιου
Μια παρέα Εξαιρετικών Κυρίων και Κυριών, που φροντίζανε για τη φόρμα τους, τσιμπολογάγανε απ’ όλα τα καλά, που τους τά ’χαν στη Σημαία απάνω απλωμένα. Φτάνει ώρα να μαζευτεί το τραπέζι και δυο απ’ τους πιο νέους, στο Χάρβαρντ σπουδαγμένοι, για να κάνουνε εντύπωση στην υπόλοιπη Εξαιρετική παρέα, ρίχνουνε την ιδέα πως πια δε χρειάζονται Λακέδες και θα καθαρίσουνε μοναχοί τους.
Πιάνουνε τη Σημαία, λοιπόν, ένας τη δεξιά μεριά κι ένας την αριστερή, κι άμα ζητήσανε σιωπή τέλεια, μετρήσανε ως το δυο χιλιάδες είκοσι. Τότε, με κίνηση απότομη, χραπ, τραβάνε μαζί τη Σημαία, κάτω από κρύσταλλα, ασημικά, πορσελάνες κι αποφάγια, που όλα τους μείναν’ άθιχτα στη θέση τους.
Και καθαρίστηκε έτσι το τραπέζι.
Δεν προλάβανε γέλιο και παλαμάκι να σωθούνε, γίνεται ένας Σεισμός καλός. Βουτάει η Εξαιρετική παρέα κάτω απ’ το τραπέζι, χέρια, πόδια, πισινοί ανάκατα. Έδωσε πήρε ο Σεισμός, στο τέλος τα πιο πολλά, που ήτανε στο τραπέζι απάνω, τα ’χε γκρεμισμένα και γυαλιά-καρφιά.
Τα χρειάστηκε η Εξαιρετική παρέα, δεν κόταγε κανένας να ξεμυτίσει αποκάτω απ’ το τραπέζι. Ένας απ’ τους παλιότερους, όμως, το δούλευε στο Εξαιρετικό του κεφάλι, γερτό στο πάτωμα όπως το ’χε, κι άμα σηκώθηκε, έκρινε να σηκωθούνε κι οι άλλοι, και να πιάσουνε να τα τυλίξουνε στη Σημαία όλα μαζί, να τα στείλουνε στο Συνεργείο, ν’ αναλάβουνε οι Δουλευτάδες, μήπως τα κάνουνε πάλι σόι.
Την ώρα κείνη μοναχά το ξεφουρνίσανε οι δυο νεώτεροι ταχυδακτυλουργοί ότι τη Σημαία την είχανε πεταμένη απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ήτανε μέρος του τρυκ, είπανε, δε γινότανε αλλιώτικα να πετύχει. Αποδώ στόματα ανοιχτά, αποκεί τα βλέφαρα πετάρισμα, πατάει ένα βρισίδι ο Εξαιρετικός γέρος που ’χε δασκαλέψει για Συνεργείο και τους γκαρίζει ολωνών να πιάσουνε τα παράθυρα. Πάνε τρεχάλα, στέκονται, τόνε κοιτάνε. Πάλι βρισίδι ο γέρος, τι στέκετε και με κοιτάτε σα τα μοσχάρια, τους λέει, γυρίστε κι ανοίχτε τα στραβά σας μη τήνε δείτε.
Γυρνάνε, βγάζουνε έξω κεφάλια. Τι να δουν. Ένα Γουρούνι σκεπασμένο τη Σημαία, κεφάλι με πόδια, γρούζοντας να τρέχει, στα τυφλά.
Πιάστε το, μωρέ, φωνάζει ο Εξαιρετικός γέρος, μα ήτανε φευγάτοι οι Λακέδες, διωγμένοι τότε που τάχα θα τα φέρνανε βόλτα οι ταχυδακτυλουργοί τού Χάρβαρντ μοναχοί τους. Δίνει μια σκουξιά το Γουρούνι, τρεμούλα το γαλανόλευκο αποπάνω απ’ τη χοντροκεφάλα του. Οι Δουλευτάδες ν’ ακούγανε –μα γέρο, μα Γουρούνι– ούτε λόγος, μπροστά σ’ οθόνες ψιλοκοπανισμένοι.
Σεις, μωρέ, τρεχάτε πιάστε το, ξαναφωνάζει ο γέρος, σε κάτι Καλογέρους τώρα, με ράσα κατακόκκινα ντυμένους, που περπατάγανε τα πίσω, ανάποδα – μα πού ν’ ακούσουνε κι αυτοί, που εκτός τις βουρδουλιές που ρίχνανε σε πέντε έξι Ανεμβολίαστους που πέσανε στα άγια χέρια τους, ψέλνανε κι αποσπάσματα απ’ τα «Γκρουντρίσσε» και «Το Κεφάλαιο».
Δωσ’ του, λοιπόν, σκούξιμο το Γουρούνι και δώθε κείθε, στα τυφλά τρεχάλα, στη Σημαία αποκάτω ολόκληρο. Κι απ’ τις σκουξιές, στο μεταξύ, όλο τραβιότανε κοντύτερα Λύκος απέξω, γκρίζος, ώσπου το ’στρωσε καρτέρι στα πιο ακριανά δέντρα.
Οι δυο του Χάρβαρντ, τώρα, άλλο να κάνουνε μην ξέροντας, πιάσανε να συνεχίσουνε το μέτρημα. Δυο χιλιάδες είκοσι ένα, είπε ο ένας, δυο χιλιάδες είκοσι δύο ο άλλος. Σ’ αυτό απάνω ξανάγινε Σεισμός, γερός κι αυτός, κι άμα τέλειωσε, μύρισε ο αέρας μπαρούτι. Ο Εξαιρετικός γέρος, από συνήθειο, μύρισε πετρέλαιο. Οι δυο του Χάρβαρντ σκέτα λεφτά.
Και, να, ξωπίσω απ’ το Γουρούνι, τρεχάτα τώρα δυο τρία Παιδιά και μια χεριά Λακέδες, που το ρεπό που τους δώσανε δεν βρίσκανε τι να το κάνουνε και γυρίσανε να φιλήσουνε πόδια. Μπροστά το Γουρούνι, πίσω Παιδιά και Λακέδες. Να γλιτώσουνε τη Σημαία τα πρώτα, οι δεύτεροι το Γουρούνι.
Γλιτώστε τη, μωρέ, ακούστηκε μια φωνή γεροντική, τώρα όχι Εξαιρετική, μα Δουλευτή φωνή, που του ’χε η τηλεόραση χαλάσει. Γλιτώστε τη, ξαναφώναξε στα εγγόνια του, και μην τη δίνετε κανενός κερατά.