Η βαθιά τομή και το έλλειμμα της διπλής ενότητας. Του Ρούντι Ρινάλντι

Η ρευστότητα που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή του τόπου και οι βαθιές διεργασίες που καθορίζονται από τη διαχείριση της κρίσης, οδηγούν σε ένα νέο τοπίο. Μέσα σε δύο χρόνια άλλαξαν τόσα, με κυρίαρχη την τομή που επέφερε το Μνημόνιο και η τρόικα (ο Χ. Βερναρδάκης στη συνέντευξη που δημοσιεύεται στις σελ. 2-3 συγκρίνει την τομή αυτή με την τομή που προκάλεσε ο Εμφύλιος) που το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να αντέξει και να συγκρατήσει. Πέφτει ο δικομματισμός, κατακρημνίζονται τα ποσοστά του, δημιουργούνται νέα κόμματα και τρεις σχηματισμοί φαίνεται να έχουν δυναμική ανόδου: οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Π. Καμμένου, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή. Την ίδια στιγμή κανείς δεν μπορεί να πει με σαφήνεια πόσα κόμματα θα έχει η επόμενη Βουλή και πώς θα συμπεριφερθεί, τελικά, το εκλογικό σώμα.
Το σίγουρο είναι πως η βαθιά τομή που επέφερε το Μνημόνιο και η τρόικα δεν εκφράστηκε σε πολιτικό επίπεδο από ένα μεγάλο παλλαϊκό μέτωπο, μια ευρύτατη συσπείρωση δυνάμεων -στην οποία μπορούσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο η Αριστερά, αν ήταν διαφορετικά εξοπλισμένη. Αυτή η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε και όσα βιώνουμε στην ιδιότυπη προεκλογική περίοδο έχουν τη σφραγίδα αυτής της έλλειψης. Ακόμα περισσότερο, η αδυναμία της Αριστεράς να κατανοήσει τη σημασία των ζητημάτων της εξάρτησης και της υποτέλειας, η υποτίμηση των εθνικών και πατριωτικών αισθημάτων, άφησε και αφήνει ανοικτό το πεδίο σε δεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις να λυμαίνονται ένα ακροατήριο που, από κοινωνική άποψη, δεν τους ανήκει. Η ατολμία συνολικά της Αριστεράς στο επίπεδο αυτό υπήρξε πολύ μεγάλη και περιορίστηκε, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, σε ένα άνοιγμα με χαρακτηριστικά μιας παλιότερης περιόδου και όχι ανάλογη με το βάρος της ευθύνης συγκρότησης ενός πλατιού μετώπου για τη διέξοδο της χώρας και του λαού.
Από την άλλη, η εκχώρηση χώρου στη Δεξιά, στις διάφορες παραλλαγές της, (Ν.Δ., ΛΑΟΣ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Δημοκρατική Συμμαχία, Μάνος, Χρυσή Αυγή) δημιουργεί ένα εν δυνάμει επιθετικό αντι-αριστερό ιδεολογικό περιβάλλον που θα ενταθεί και θα πάρει πιο ανοικτές αντικομμουνιστικές αντιλαϊκές μορφές.
Η ρευστότητα, όμως, και το βάθος του ρήγματος (αντιμνημονιακές αντικατοχικές δυνάμεις, δυνάμεις που συνθλίβονται κοινωνικά από τη μια και υποτελείς, δοτές νεοφιλελεύθερες μνημονιακές δυνάμεις από την άλλη) οδηγεί σε συμπαρατάξεις που θα φαίνονταν αδιανόητες πριν από 2 χρόνια: Από την μια Καμμένος-Δημαράς-Μαριάς μαζί στο ψηφοδέλτιο Ανεξάρτητοι Έλληνες και από την άλλη Καζάκης-Παπαθεμελής μαζί στο ψηφοδέλτιο του «ΟΧΙ» που συγκροτήθηκε από το ΕΠΑΜ και τη Δημοκρατική Αναγέννηση, με επικεφαλής την καθηγήτρια Δελιβάνη Νεγρεπόντη.
Η εύκολη (καταγγελτική) αντιμετώπιση αυτών των -εκ πρώτης όψεως- παράδοξων συμπλεύσεων αδυνατεί να συλλάβει αυτό που τις τροφοδοτεί, αδυνατεί να κατανοήσει τι τις καθιστά επιλογή για ευρύτερα ακροατήρια, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν κερδηθεί από ένα πλατύ μέτωπο. Ένα μέτωπο που δεν θα άφηνε το χώρο για πρωτοβουλίες αυτού του χαρακτήρα, που θα εξανάγκαζε πολιτικά σε μια συμπόρευση υπό θέσεις προοδευτικότερες και θα έβαζε βάσεις για μια μεγάλη αλλαγή. Ένα κίνημα σαν το ΕΛΑΔΑ με σημαία και έμβλημα τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο και με σύνθημα «Αλλάζουμε την Ελλάδα» θα τροφοδοτούσε μια τεράστια κοινωνική διαθεσιμότητα, θα έφερνε μια τεράστια ώσμωση και όχι περιχαράκωση λαϊκών ακροατηρίων, θα δημιουργούσε όρους μιας ηγεμονίας αριστερού περιεχομένου.
Κάτι τέτοιο έθετε και θέτει ως ουσιαστική προϋπόθεση τη διπλή ενότητα της Αριστεράς. Όχι κατ’ ανάγκην την ενότητα κορυφών. Πρώτα απ’ όλα την ενότητα των κορυφών με την κοινωνική βάση της Αριστεράς. Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνικής βάσης (ακόμα και των ψηφοφόρων της, περίπου ένα εκατομμύριο πολίτες) είναι εγκαταλελειμμένη, κατακερματισμένη, διάχυτη και διάσπαρτη, δεν αποτελεί μια πολιτική και αξιόμαχη δύναμη. Στη συνέχεια και παράλληλα, η ενότητα της Αριστεράς με το ριζοσπαστισμό που εκδηλώνεται στην ελληνική κοινωνία, με τον κόσμο που για δύο χρόνια αγωνίζεται ενάντια στα μνημόνια και την κατοχή (υπολογίζεται ότι πήραν μέρος στους αγώνες περίπου τρία εκατομμύρια άτομα). Δηλαδή, η ενότητα με το λαϊκό αγωνιζόμενο κόσμο.
Αυτή η βασική προϋπόθεση μένει να κατακτηθεί ως αντίληψη, ως ανάγκη, ως πολιτική. Είναι ένα καθοριστικό στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί.
Με αυτά τα δεδομένα και παρά τα ελλείμματα και τις αδυναμίες η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ είναι καθοριστική. Η ψήφος στην ενωτική – ριζοσπαστική – αντισεχταριστική Αριστερά είναι πολύπλευρα σημαντική για την επόμενη μέρα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!