Την προηγούμενη βδομάδα μια-δυο τοποθετήσεις της Φώφης Γεννηματά, που αναφέρονταν στο ενδεχόμενο τρικομματικής συγκυβέρνησης (Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝ.ΑΛΛ.), τροφοδότησαν μια συζήτηση τόσο σε ηγετικούς κύκλους του κόμματος που ηγείται, όσο και ευρύτερα.

Από τη στενή πλευρά του ΚΙΝ.ΑΛΛ., είναι υποχρεωτικό αυτό το κόμμα να κάνει έναν διμέτωπο αγώνα επιβίωσης και πιθανά αύξησης του ποσοστού του, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και απέναντι στη Ν.Δ. Αυτός ο διμέτωπος όμως δεν μπορεί να αφήνει το ΚΙΝ.ΑΛΛ. εκτός νυμφώνος, εκτός διαχειριστικού και κυβερνητικού πλαισίου. Ο ρόλος του μπαλαντέρ εξουσίας και οι όροι για να φθάσει έως εκεί, μέσα από τις εκλογικές διαδικασίες, προϋποθέτουν και μια πιο «στρατηγική» ανάγνωση του πολιτικού κάδρου στη χώρα. Καλή η προοπτική συγκυβέρνησης, έστω με μόνη τη Ν.Δ., αλλά προοπτικά μπορεί να φθείρει το ΚΙΝ.ΑΛΛ. Ένα ποντάρισμα στο κεντροαριστερό σενάριο, ώστε η Ν.Δ. να καταστεί μια βραχύβια «παρένθεση», πιθανά να ήταν πιο γόνιμο προοπτικά. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση θα βαρύνει το τι θα βγάλουν ως αποτέλεσμα οι κάλπες, δηλαδή ο συσχετισμός ανάμεσα στα τρία κόμματα.

Στο χώρο του ΚΙΝ.ΑΛΛ. η τοποθέτηση Γεννηματά προκάλεσε τριγμούς από τους οπαδούς της συμπόρευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ (πρόσωπα που καταγράφονται ως «περιβάλλον ΓΑΠ»). Αυτοί χαρακτήρισαν τις τοποθετήσεις της κυρίας Φώφης ως κόλπο για την ανοικτή συγκυβέρνηση ΝΔ-ΚΙΝ.ΑΛΛ., αφού θεωρούν πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα αρνηθεί μια τέτοια ευρεία συνεργασία. Η απάντηση σε αυτές τις αιτιάσεις ήταν σαφής: «Και τι θέλετε, να μετατραπούμε σε ΚΚΕ;». Συνεπώς έχουν βάση αυτές οι κατηγορίες. Αλλά δεν είναι η μόνη σκέψη που υπάρχει.

Ας δούμε λίγο παραπάνω την ουσία

Πρώτον, βαίνουμε προς αλλαγή πολιτικών συσχετισμών στην Ελλάδα. Αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Δεύτερον, έχει βάση η διαπίστωση της κυρίας Φώφης ότι και τα τρία κόμματα σήκωσαν το βάρος των μνημονίων στη χώρα σε δύσκολες συνθήκες. Άρα, ερωτά, γιατί να μην διαχειριστούν από κοινού μια δύσκολη περίοδο και στη συνέχεια; Τρίτον, όλοι νοιώθουν μια αποστασιοποίηση του κόσμου προς το πολιτικό σύστημα, νοιώθουν ότι κανείς δεν έχει ρεύμα. Και τέταρτον, κυρίως, έρχονται πραγματικοί τυφώνες σε όλα τα μέτωπα, κοινωνικά, οικονομικά, γεωπολιτικά.

Επίσης, όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν τμήματα των διεθνών ελίτ που υποστηρίζουν σχήματα ευρύτερης συνεργασίας και διακυβέρνησης, παρά κυβερνήσεις που στηρίζονται κυρίως σε μία δύναμη. Επιπροσθέτως, το δώρο που προσέφερε ο Τσίπρας και κωδικά λέγεται «μνημόνιο χωρίς πεζοδρόμιο» δεν μπορεί να το δώσει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση Ν.Δ. Ο Μητσοτάκης, για αυτόν τον λόγο, δεν τυγχάνει της υποστήριξης των διεθνών κέντρων. Τα κέντρα αυτά θα προτιμούσαν έναν Μεγάλο Συνασπισμό, μια συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ (το αποκάλυψε και ο Γ. Κύρτσος πρόσφατα), αλλά αυτό μοιάζει προς το παρόν δύσκολο. Δεν το θέλουν ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε ο Τσίπρας. Στην ουσία δεν θέλουν ούτε μια πρόταση πιο ευρεία (Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝ.ΑΛΛ.). Ο μεν Μητσοτάκης ποντάρει τα πάντα σε μια αυτοδυναμία και βλέπουμε. Αν δεν την πετύχει, θα καλέσει την ΚΙΝ.ΑΛΛ. να φτιάξουν κυβέρνηση. Ο Τσίπρας, αν καταφέρει καλό σκορ, θα θελήσει να δημιουργήσει όρους «δεξιάς παρένθεσης» κάνοντας τολμηρά ανοίγματα προς το ΚΙΝ.ΑΛΛ. (διάφορες κόντρες του ΚΙΝ.ΑΛΛ. με τους ευρωπαίους σοσιαλιστές αντανακλούν το έδαφος που έχει κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτούς τους κύκλους).

Όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν τμήματα των διεθνών ελίτ που υποστηρίζουν σχήματα ευρύτερης συνεργασίας και διακυβέρνησης, παρά κυβερνήσεις που στηρίζονται κυρίως σε μία δύναμη. Τα κέντρα αυτά θα προτιμούσαν έναν Μεγάλο Συνασπισμό, μια συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό μοιάζει προς το παρόν δύσκολο. Δεν το θέλουν ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε ο Τσίπρας. Στην ουσία δεν θέλουν ούτε μια πρόταση πιο ευρεία (Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝ.ΑΛΛ.). Ο μεν Μητσοτάκης ποντάρει τα πάντα σε μια αυτοδυναμία και βλέπουμε. Αν δεν την πετύχει, θα καλέσει την ΚΙΝ.ΑΛΛ. να φτιάξουν κυβέρνηση. Ο Τσίπρας, αν καταφέρει καλό σκορ, θα θελήσει να δημιουργήσει όρους «δεξιάς παρένθεσης» κάνοντας τολμηρά ανοίγματα προς το ΚΙΝ.ΑΛΛ.

Όμως η πραγματικότητα είναι τέτοια που μερικές φορές αναγκαστικά υιοθετούνται στάσεις που απορρίπτονταν λίγο πριν. Ένα κυβερνητικό σχήμα έστω κουτσής και στραβής ενότητας των τριών αποτυχημένων σχηματισμών μπορεί να φάνταζε λίγο πιο βολικό και εύπεπτο από ένα σχήμα μονοκομματικό. Τρεις άχρηστοι μαζί στις συνθήκες που ζούμε μπορεί να έκαναν μικρότερη ζημιά από όση ο καθένας από μόνος του. Σε αυτήν την βάση το ΚΙΝ.ΑΛΛ. θα είχε έναν ρόλο, και μάλιστα με τη διαχειριστική πείρα που διαθέτουν ορισμένα στελέχη του.

Αν παρατηρήσουμε τη φωτογραφία της κυβέρνησης που προέκυψε από τον πρόσφατο ανασχηματισμό (ΣΥΡΙΖΑ, συν ΑΝ.ΕΛ., συν Οικολόγοι, συν Πασόκοι καθαρόαιμοι, συν Δεξιοί καραμανλικοί, συν τεχνοκράτες…), θα δούμε καθαρά πως δεν υπάρχουν τόσες διαχωριστικές γραμμές για μια συνεργασία Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝ.ΑΛΛ. Δεν είναι αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσά τους. Άλλωστε ψήφισαν από κοινού τα μνημόνια και τις ευρωπαϊκές συμβάσεις, και υπηρετούν τη δυτική ευρωατλαντική πολιτική χωρίς ταλαντεύσεις. Επομένως τα «ποτέ» είναι υπερβολές που λέγονται για προεκλογικούς σκοπούς και τίποτα άλλο. Αν χρειαστεί, υπάρχουν τρόποι να συρθούν σε ένα «τριολέ» κυβερνητικό. Φυσικά θα ενωθούν όχι για να αμφισβητήσουν αυτήν την πολιτική, αλλά για να την υπηρετήσουν.

Διαβάζοντας ρεαλιστικά τα πράγματα

Θα είχε ενδιαφέρον και γενικά υπάρχουν οι όροι (βλέπε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) να υπήρχε μια ενότητα και σε κυβερνητικό επίπεδο που να διεκδικούσε κάποια στοιχεία αυτονομίας ή αυτοδυναμίας σε ορισμένα θέματα της χώρας. Ούτε αυτό μπορεί να συμβεί με τον πολιτικό κόσμο που έχουμε. Επιπλέον, μια εναλλακτική πρόταση έξω από αυτά τα όρια δεν φαίνεται δυνατή, επειδή λείπουν τα στοιχεία εκείνα (κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ αλλά και πρόγραμμα) που μπορούσε να τη στηρίξει. Δεν είναι ώριμο.

Μια γενικά απορριπτική γραμμή με προβολή συνθημάτων ή και λύσεων ευκολίας, χωρίς δηλαδή μια συνολική πρόταση, θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Αναγκαστικά θα κινούνταν στα απόνερα της υπάρχουσας πολιτικής, έστω κι αν φαντασιωνόταν μεγάλες αλλαγές. Με όλους τους τρόπους προκύπτει ότι μια βαθειά αντισυστημική κριτική αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες αντικειμενικά, και έχει κάποιους όρους μόνο αν λέει κάτι ουσιαστικό για τα μεγάλα επίδικα.

Όλα αυτά όμως παραπέμπουν σε μια πιο σφαιρική οπτική περί της πολιτικής διαδικασίας και των προϋποθέσεών της, μακριά από πρόχειρες κοπτοραπτικές, εκλογικίστικες νοοτροπίες, μικρομεγαλισμούς. Στις παρούσες συνθήκες, η συνάντηση ενός δυναμικού που θέλει και μπορεί να δει τις εξελίξεις μέσα από μια αυξημένη απαιτητικότητα, είναι ένα πρώτο αναγκαίο βήμα. Με διαρκή προσοχή σε μια πολιτικοποίηση που ιχνηλατεί μια πρόταση διεξόδου σε δύσκολες και πολύπλοκες συνθήκες. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση κι ανάγκη, η συνάντηση από μόνη της δεν θα λέει πολλά πράγματα, γιατί κυρίως θα της λείπει η αυτεξουσιότητα. Θα κινείται δορυφορικά προς άλλα σώματα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!