του Θανάση Μουσόπουλου*
Το 2025 είναι το έτος κατά μια περίεργη συγκυρία που τρεις μεγάλοι δημιουργοί συμπλήρωσαν έναν αιώνα από τη γέννησή τους. Και οι τρεις έχουν ρίζες Κρητικές και των τριών τα ονόματα αρχίζουν από Μ: Μάνος, Μίκης, Μανόλης.
Γεννήθηκαν το 1925, ο Μάνος Χατζιδάκις στις 23 Οκτωβρίου στην Ξάνθη, ο Μίκης Θεοδωράκης στις 29 Ιουλίου στη Χίο και ο Μανόλης Αναγνωστάκης στις 9 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες διαφορά μεταξύ τους, μεγαλύτερος ο Αναγνωστάκης και μικρότερος ο Μάνος.
Στα πρώτα κείμενά μας θα προσεγγίσουμε τη ζωή και το έργο του Μάνου και του Μίκη δίνοντας έμφαση στη σχέση τους με την ποίηση. Στη συνέχεια θα μιλήσουμε για τον Μανόλη Αναγνωστάκη και το έργο του.
***
Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994)
Αυτοβιογραφικό
Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ’ όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες.
Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ’ την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ’ την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το ’32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή […] Το ’66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ’72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε «Πολύτροπον», ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή […].
Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι:
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.
(Νοέμβριος 1980 – Μάρτιος 1981)
Ποτέ, σε οποιαδήποτε αυτοβιογραφική του σημείωση, ο Μάνος Χατζιδάκις δεν αποσιωπούσε το γεγονός ότι γεννήθηκε στην Ξάνθη, ότι εδώ πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, στα καλντερίμια της παλιάς πόλης, ότι εδώ πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής.
Από τη χώρα του Ορφέα ξεκίνησε ο Μάνος τη μεγάλη και ωραία περιπέτεια της ζωής του, «μουσικήν ποίει και εργάζου». Μουσική με όλη τη σημασία της λέξης. Συμπαντικός στη σκέψη και στη ζωή, συνολικός.
Αυτό που λίγο προβάλλεται –ίσως γιατί είναι το πιο επικίνδυνο– είναι το κοφτερό, το επαναστατικό του πνεύμα. «Επαναστάτης με τη μουσική, με το λόγο του, με την πράξη του, με τη ζωή του».
Δεν είπε ότι ήταν στην Αντίσταση, στην ΕΠΟΝ. Και ποτέ, βέβαια, δε ζήτησε ανταλλάγματα γι’ αυτό.
Ο Κύκλος του στα χρόνια της Κατοχής: Οδυσσέας Ελύτης, Μάριος Πλωρίτης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Γκάτσος.
Να σημειώσουμε ότι η μητέρα του ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανίτη, και ο πατέρας του από τη Μύρθιο Ρεθύμνης – δύο άκρα του Ελληνισμού, της γνήσιας ελληνικής σκέψης.
Ο ίδιος ο Μάνος μιλώντας για τον εαυτό του παρατηρεί: «Ως συμπεριφορά είμαι μεγαλοαστός. Ως καλλιέργεια είμαι ποιητής. Και ως βαθύτερη ιδιοσυγκρασία είμαι λαϊκός». Σύνθεση αντιθέτων. «Περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού»
***
Ο Μάνος εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές: «Μυθολογία» 1966 και «Μυθολογία Δεύτερη» 1982 (τώρα σε κοινή έκδοση με τους δύο τίτλους συνδεμένους συμπλεκτικά).
Κλείνουμε με δύο ποιητικά δείγματα:
Ο πόλεμος είναι εραστής σκληρός / Μας θέλει μόνο μια φορά / Μοναδική
Κι ύστερα μας αφήνει / Με το στόμα ανοιχτό
Σ’ ένα χαντάκι / Με τα χέρια στη λάσπη
Και με την απορία / Γιατί να του δοθούμε
Από τα ποιήματα που αφιερώνει στον Ελύτη, στον Σεφέρη και στον Γκάτσο, παραθέτουμε το πρώτο:
στον Οδυσσέα Ελύτη
Ό,τι χάραζε σε στίχους
Τα ’παιρνε η θάλασσα που ’χε στα χέρια του
Ό,τι ζωγράφιζαν τα χείλια του
Τα ’σβηνε ο ουρανός που ’χε στα μάτια του
Κ’ έτσι δεν μπόρεσε να δει
Αν έπρεπε να παραμείνει Αττικός
Ή Αιγαιοπελαγίτης.
Θα ολοκληρώσουμε στο επόμενο κείμενο με το Μάνο και την ποίησή του και μετά θα περάσουμε στον Μίκη.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής