Εντυπωσιακό φέτος το 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (30/10-9/11/2025), τόσο σε όγκο ταινιών όσο και στα πολλά αφιερώματα με ονομαστούς καλεσμένους. Από τις 32 ελληνικές πρεμιέρες στριμωγμένες ανάκατα στο ελληνικό τμήμα, με 3 να διεκδικούν βραβεία στο επίσημο Διεθνές Διαγωνιστικό πρόγραμμα, διαφάνηκε πως οι ταινίες που επιλέχθηκαν -αρκετά άνισες σκηνοθετικά- προσανατολίστηκαν σε συγκεκριμένες θεματικές, σχετικά με τη διερεύνηση της κουήρ ταυτότητας στη χώρα μας, αποφεύγοντας στην πλειοψηφία τους τα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα, όπως φτωχοποίηση, ακρίβεια, εργασιακά δικαιώματα, έμφυλη ανισότητα και γυναικοκτονίες, καθώς και ιστορικές αναφορές. Ωστόσο δεν αποσαφηνίζεται αν αυτό συμβαίνει εξαιτίας στοχευμένων επιλογών του συγκεκριμένου φεστιβάλ, με ενδεχόμενη απόρριψη διαφορετικών θεματικών ή αν οφείλεται στους ίδιους τους σκηνοθέτες, που προκειμένου να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση, υποκύπτουν στις κατευθυντήριες θεματικές των διεθνών φεστιβάλ.

Στο πλαίσιο του αφιερώματος στην Ιζαμπέλ Ιπέρ, η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός παραβρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και παρέδωσε μάστερκλας σε μια κατάμεστη αίθουσα, ενώ της απονεμήθηκε τιμητικό βραβείο για τη συνολική προσφορά της. Στα τιμώμενα πρόσωπα ήταν και ο σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος, με μεγάλο αφιέρωμα στο σύνολο του έργο του, προβάλλοντας ακόμα και τις 4 άγνωστες μικρού μήκους αμερικάνικες ταινίες του, στα τέλη του ‘70, περίοδο των σπουδών του στο Λος Άντζελες. Σε διάχυτο κλίμα συγκίνησης διεξάχθηκε η τιμητική εκδήλωση της βράβευσης 37 εμβληματικών ηθοποιών του 1960, με παρόντες τους Βασίλη Καΐλα, Δημήτρη Καλλιβωκά, Γιώργο Κωνσταντίνου, Χλόη Λιάσκου, Μπέτυ Λιβανού, Σωτήρη Τζεβελέκο, Αιμιλία Υψηλάντη και Άννα Φόνσου, ενώ με ειδικό βραβείο τιμήθηκε και ο παλαιότερος εν ενεργεία κριτικός κινηματογράφου στην Ελλάδα Νίνος Φένεκ Μικελίδης. Από τα αφιερώματα ξεχώρισε το «Plot twist:beyond sixth sense», καθώς και η αντίστοιχη έκθεση που το συνόδευε στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, «Ανατροπή-η επιστημονική φαντασία σαν αλλαγή», όπου προβάλλονταν οι σπάνιες πρωτοποριακές ταινίες του Κώστα Σφήκα.

Από τις 12 συνολικά ταινίες στο επίσημο Διεθνές Διαγωνιστικό, τον «Χρυσό Αλέξανδρο-Θόδωρο Αγγελόπουλο» απέσπασε «Η βασίλισσα του Βαμβακιού» πρώτη ταινία της Σουζάνα Μιργκάνι, για την καταπίεση της γυναικείας επιθυμίας στην Αφρική, με αποικιοκρατικές μνήμες και ποιητικές εκφάνσεις σε μια ταινία μαγικού ρεαλισμού, μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.

Το Βραβείο Σκηνοθεσίας «Αργυρός Αλέξανδρος» κέρδισε επάξια η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του 40άρη Αριστοτέλη Μαραγκού, «Μπιτσκόμπερ», εμπνευσμένη από τα γράμματα του Νίκου Καββαδία.

Ο 40άρης Ηλίας, παλαίμαχος ναυτικός, με όνειρο να μπαρκάρει κάποτε ξανά, βρίσκεται έξω με αναστολή και επιβιώνει μεταποιώντας εγκαταλελειμμένα σκαριά. Η ευγλωττία του να ζωντανεύει ιστορίες και θρύλους των ναυτικών σε μακρινές θάλασσες, τα βράδια στο τοπικό καφενείο, μαγνήτισαν μια χούφτα μεροκαματιάρηδων που έγιναν η δική του συμμορία, που τον βοηθάει. Ένα μισοθαμμένο στην άμμο παλιό σκαρί επιχειρούν να το διαμορφώσουν στη δική τους «σωσίβια λέμβο», μακριά από την μίζερη καθημερινότητα, χωρίς ωστόσο να υπολογίζουν τα κυκλώματα παλιοσίδερων.

Η εσώτερη ψυχική διάσταση του αντιηρωϊκού πρωταγωνιστή χτίζεται μέσα από το πειραματικό σινεμά, με εμβόλιμα πλάνα γεμάτα φουρτουνιασμένη θάλασσα, να υποδηλώνουν υπαρξιακή αγωνία, ενώ τα περίεργα όνειρα που τον στοιχειώνουν μεταφέρονται με διαφορετικό κινηματογραφικό υλικό, από παλιές βιντεοκασέτες, τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής ακούει συνεχώς τις ηχογραφημένες κασέτες με τις αφηγήσεις του ναυτικού απόντα πατέρα του. Εκτός από τους έξοχα κινηματογραφημένους χειμερινούς φωτισμούς του θαλασσινού τοπίου της Λέσβου, η μυστήρια ατμόσφαιρα ενισχύεται και από πετυχημένες ποιητικές μεταφορές μεταξύ εγκαταλελειμμένων πλοίων και ξεβρασμένων στην ακτή φαλαινών, στα χνάρια της παράδοσης των θρυλικών φαλαινοθήρων σε λογοτεχνία και σινεμά. Η ηλεκτρισμένη, τέλος, έντονης σωματικότητας πρωταγωνιστική ερμηνεία του Χρήστου Πασσαλή, κυμαίνεται μεταξύ τρυφερότητας, άγριας κατάθλιψης και τρέλας.

Η «Αρκουδότρυπα», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία των Χρυσιάννα Παπαδάκη και Στέργιου Ντινόπουλου, σάρωσε τα βραβεία, ανάμεσά τους αυτά των FIPRESCI, ΕΚΚΟΜΕΔ, WIFT, ΕΡΤ και Φως για πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιό, σε μια ιστορία για τον ανομολόγητο έρωτα δυο κοριτσιών στην επαρχία.

Στο ορεινό χωριό Τύρνα των Τρικάλων, η Αργυρώ (Χαρά Κυριαζή) αφιερώνεται στη χειρωνακτική δουλειά της πατρικής φάρμας, πρόθυμη να παραμείνει στο χωριό, όμως η φίλη της Αννέτα (Πάμελα Οικονομάκη), έγκυος από τον αστυνομικό αρραβωνιαστικό της, ετοιμάζεται απρόθυμα να τον ακολουθήσει στη Λάρισα. Η επίσκεψή των δυο γυναικών στην περίφημη ορεινή σπηλιά «Αρκουδότρυπα» σηματοδοτεί τη χρονική στιγμή όπου αφήνουν πίσω παιδικούς φόβους, έτοιμες να αποδεχτούν την ευθύνη των δικών τους αποφάσεων. Όσο η λιγομίλητη και ντόμπρα Αργυρώ αποδέχεται τα φλογερά συναισθήματα που την κατακλύζουν, η αισθησιακή αυθάδης Ανέτα αναχωρεί για Λάρισα. Το ασφυκτικό πλαίσιο που βιώνει εκεί, την αναγκάζει να αναθεωρήσει και σύντομα επιστρέφει, διεκδικώντας την ελευθερία της, έτοιμη να συγκρουστεί με τις στενόμυαλες πατριαρχικές αντιλήψεις.

Μέσα από δυο αντιθετικούς πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες χτίζεται ο δύσκολος δρόμος προς την ανεξαρτησία σε μια ταινία γεμάτη από το ορεινό τοπίο της περιοχής, που ανανεώνει το δίπολο παράδοση-νεωτερικότητα με τις σύγχρονες καταστάσεις. Με βασικό σχήμα τις κινηματογραφικές συμβάσεις μιας ταινίας ενηλικίωσης εμπλουτισμένης με μια κουήρ σχέση να ενισχύει συμπερίληψη και ομοκανονικότητα, η ταινία δανείζεται στοιχεία από θρίλερ, αποκτώντας μυστικιστικό παγανιστικό χαρακτήρα στα πλάνα στη φύση, όπου χρησιμοποιείται και διαφορετικό φορμά, κινηματογράφησης από κινητό. Εξαιρετικά σημαντικές είναι και οι παραδοσιακές μουσικές επιλογές που εκφράζουν νοσταλγία, με ηπειρώτικο κλαρίνο και πολυφωνικά, θρακιώτικες γκάιντες, ενώ το «Χαλασιά μου», του Πετρολούκα Χαλκιά, υπογραμμίζει στη σκηνή μαγειρέματος χορτόπιτας, τον καημό για τον γενέθλιο τόπο και τους αγαπημένους, στα χνάρια ελληνικών ταινιών του ’70, μαζί με τις νεωτερίστικες μουσικές ελληνικού χιπ-χοπ, από Νέγρο του Μωριά και Μαρίνα Σάττι, που χρησιμοποιούν παραδοσιακές φόρμες, σηματοδοτώντας εύστοχα μια ανανεωμένη ελληνικότητα, σε μια ταινία με κωμικές στιγμές και τρυφερότητα.

Με πολλές διακρίσεις -Βραβείο ΠΕΚΚ, ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ και βραβείο ΕΡΤ πρωτότυπης μουσικής σε Μαριλένα Ορφανού και Σταύρο Μητρόπουλο- έφυγε απ’ το 66ο ΦΚΘ και το «Πολύ κοριτσίστικο όνομα το Πάττυ» του Γιώργου Γεωργόπουλου.

Η 18χρονη Ικαριώτισσα Δάφνη (Μορτ Κλωναράκη), διακρίνεται στο τζούντο και πηγαίνει στην Αθήνα για να γίνει πρωταθλήτρια, υπό την αυστηρή επίβλεψη του φημισμένου προπονητή Γιούρι (Βαγγέλης Μουρίκης), από την Γεωργία. Με αθλητικό ψευδώνυμο το Πάττυ, η Δάφνη εγκαθίσταται στο Πέραμα και διάγει μια πειθαρχημένη καθημερινότητα, μοιρασμένη στη σκληρή προπόνηση και την υγιεινή διατροφή, μέχρι που γνωρίζεται με την δυναμική Ζωή, διακεκριμένη πρωταθλήτρια του τζούντο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, άλλοτε μαθήτρια του Γιούρι.

Στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Γεωργόπουλος καταπιάνεται με το σπανιότερο για το ελληνικό σινεμά είδος της αθλητικής ταινίας, που ωστόσο εμπλουτίζει εύστοχα τόσο με μια ομοερωτική σχέση, ενισχύοντας μια ιστορία ενηλικίωσης, όσο και με μια εξίσου σπάνια αναφορά στο κίνημα MeToo, που στη χώρα μας ξεκίνησε στον αθλητικό χώρο. Ακολουθώντας το γνωστό σχήμα του είδους, με την καταγραφή των σκληρών προπονήσεων, που κορυφώνονται με την αγωνιώδη απόδοση της πρωταγωνίστριας στους τελικούς αγώνες, παρακολουθούμε εναγωνίως τον άνισο αγώνα ενός αουτσάιντερ να βρει τη θέση του στο σκληρό ανταγωνιστικό χώρο του πρωταθλητισμού των πολεμικών τεχνών, συγκριτικά με τα μαφιόζικα κυκλώματα των ιδιοκτητών γυμναστηρίων και προπονητών, σκοτεινό τοπίο που αγγίζει τον εγκληματικό κόσμο του σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη, που εμφανίζεται μάλιστα στην ταινία σε μικρό ρόλο. Εκτός από τις δυνατές ερμηνείες εξαιρετικών ηθοποιών, η ταινία βρίθει από εξαιρετικά κινηματογραφημένες αναμετρήσεις σώμα με σώμα, καθώς το τζούντο επικεντρώνεται στην πάλη, τις ρίψεις του σώματος του αντιπάλου και τις λαβές, ενώ οι συναισθηματικές στιγμές υπογραμμίζονται από τα ποπ τραγούδια «Χαμένο νησί» και «Άνοιξη» των Ανδρέα Μικρούτσικου και Σοφίας Βόσσου και την ηλεκτρονική ποπ της Μαριλένας Ορφανού που επάξια διακρίθηκε.

Το «Life in a beat», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Αμέρισσα Μπάστα, στο Διαγωνιστικό του τμήματος Meet the Neighbors+ έφυγε επίσης με πολλές διακρίσεις. Εξαιρετικό δείγμα κοινωνικού ρεαλισμού, είδος που πλέον συναντάμε σπανιότερα στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά, η ταινία της Μπάστα αποτολμά να αποτυπώσει τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, μετά την καταστροφική επέλαση των μνημονίων την τελευταία 15ετία.

Η 20χρονη Λένα (Ελίνα Τσιορμπατζή) αναζητά ένα μικρό και φτηνό διαμέρισμα, πασχίζοντας να απομακρυνθεί από τον πανικό της οικογενειακής εστίας, με έναν πατέρα (Αντώνης Τσοτσιόπουλος) με επίδομα ανεργίας, την κομμώτρια Αλβανή μητριά της και τον μικρότερο Ελληνοαλβανό αδερφό της. Το άπιαστο όνειρο της ανεξαρτησίας σύντομα κάνει φτερά, όταν απολύεται από τη δουλειά της. Σε αυτή την ατυχή συγκυρία, η ανακάλυψη πως έχει μείνει έγκυος από μια περιστασιακή σχέση, μετατρέπεται σε δικαίωμα ακύρωσης της απόλυσης, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο. Ωστόσο, αγνοεί πως η απόφασή της  αυτή ισοδυναμεί με πράξη πολέμου, ένας αληθινός Γολγοθάς που αντιμετωπίζει μόνη, με μοναδικό αποκούμπι τον κολλητό γκέι φίλο της, ενώ ο χρόνος την πιέζει να πάρει μια τελική απόφαση, γνωρίζοντας πως αδυνατεί να μεγαλώσει παιδί μοναχή της.

Έμπειρη σκηνοθέτρια μικρού μήκους ταινιών που διακρίθηκαν στη Δράμα, η Μπάστα δημιουργεί μεστό κοινωνικό σινεμά με επιρροές από την κινηματογραφημένη ρεαλιστική αμεσότητα των αδερφών Νταρντέν, γεμάτο ασφυκτικά κάδρα και κοντινές λήψεις, με την κάμερα να ακολουθεί διαρκώς την πρωταγωνίστρια. Η σκηνοθέτρια επιμένει να αποτυπώσει το ασφυκτικό πλαίσιο της σημερινής νεολαίας, που πνίγεται στην απόγνωση της ανεργίας και την εργασιακή αστάθεια, ανήμπορη να στεριώσει οικογένεια και τα δικά της όνειρα. Η ταινία αναδεικνύει παράλληλα το δύσκολο θέμα ταμπού της έκτρωσης, τονίζοντας το δικαίωμα στην επιλογή, ενώ κάνει αναφορά στην πρόσφατη στεγαστική κρίση και στην παντελή κατάρρευση των εργασιακών δικαιωμάτων. Ανακαλώντας τα νεανικά πορτρέτα της Άντρεα Άρνολντ, η νεανική υπόσταση της πρωταγωνίστριας πλαισιώνεται από το γεμάτο γκράφιτι αθηναϊκό αστικό τοπίο και τα σύγχρονα ελληνόφωνα χιπ-χοπ καλλιτεχνών όπως ΛΕΞ, Παν Παν, Ταφ Λάθος, Nalyssa Green και Ηχοτοπία.

Αξίζει να αναφέρουμε δυο ακόμα ελληνικές ταινίες, έμπειρων σκηνοθετών, που μπορεί να μην βραβεύτηκαν αλλά ξεχώρισαν.

Η «Μάχη» του Ηλία Γιαννακάκη, που προκάλεσε με το αμφιλεγόμενο και πρωτότυπο θέμα της, κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις, ξεκινάει με πολιτικά στοιχεία, καταλήγοντας σε μια υπαρξιακή συγκινητική ιστορία για την εύθραυστη και συνάμα θυελλώδη σχέση ενός τρανσέξουαλ πατέρα με την αποξενωμένη κόρη του, που μοιράζονται το ίδιο όνομα. Οι δυο «Ανδρομάχες» ερμηνεύονται εξαιρετικά από την παλαίμαχη συνταρακτική Μπέτυ Βακαλίδου, όσο και από την γεμάτη νεύρο Έλενα Τοπαλίδου.

Βασιλόφρονας αξιωματικός της χούντας με σύζυγο και παιδιά, μετά από ένα παθιασμένο ερωτικό ειδύλλιο με έναν νεαρό αριστερό στρατιώτη, συλλαμβάνεται, βασανίζεται, βιάζεται και λίγα χρόνια μετά, αλλάζει φύλο, παρατώντας την οικογένειά του. Αναβαπτίζεται σε Μάχη, υιοθετώντας το όνομα της λατρεμένης κόρης και διάγει καριέρα στο εξωτερικό, τραγουδώντας Βέμπο και παραδοσιακά τραγούδια για τους Έλληνες ομοεθνείς. Μετά από δεκαετίες, εβδομηντάρα πλέον, αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, με το κεφάλι ψηλά και δίνει τηλεοπτική συνέντευξη, αγνοώντας τις τραυματικές επιπτώσεις στα μεσήλικα πλέον παιδιά της. Επιχειρώντας να έρθει σε επαφή με την θρησκευόμενη κομμώτρια κόρη, μαθαίνει πως ο γιος της βρίσκεται σε κώμα στο νοσοκομείο, έπειτα από απόπειρα αυτοκτονίας, μόλις την είδε στην τηλεόραση. Παρά το μακάβριο πλαίσιο, η κόρη επιχειρεί να την προσεγγίσει, αναζητώντας να συνδεθεί με τη νέα γυναικεία πλέον υπόσταση της πατρικής φιγούρας που ποτέ δεν έπαψε να αναζητά. Ένας ισχυρός συναισθηματικός δεσμός αγάπης-μίσους κυοφορείται μεταξύ τους, όσο επιχειρούν να γνωριστούν, αναπληρώνοντας το χαμένο χρόνο, στο διάστημα που ο γιος χαροπαλεύει στην εντατική.

Ξεκινώντας από το πορτρέτο μιας τρανσέξουαλ γυναίκας που αποτόλμησε μια ολική υπέρβαση, σε ρήξη με το κοινωνικό και οικογενειακό της περιβάλλον, περιγράφεται η περίπλοκη σχέση της με την κόρη της, σε μια ταινία γεμάτη αντιφάσεις, για δυο διαφορετικές γυναίκες που δεν τις ενώνει μόνο το ίδιο όνομα.

Δίνοντας έμφαση στην τοποθέτηση των μορφών στο κάδρο, αυτή η μελαγχολική ιστορία για μια κόρη και την γυναίκα που κάποτε ήταν ο πατέρας της διανθίζεται με πικρές στιγμές, νευρωτικές κορυφώσεις και κωμικά στοιχεία, πλαισιωμένη από εξαιρετικές μουσικές επιλογές, τραγούδια του Αττίκ να εκφράζουν τον ρομαντισμό της Μάχης, ενώ τα λαϊκά τραγούδια του Γιώργου Άλτη υποστηρίζουν την τραυματική υπόσταση της κόρης, με αποκορύφωμα το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», ενώ η ταινία κλείνει με τον «Ακάθιστο Ύμνο» που τραγουδάνε οι ηρωίδες έξω από τη Βουλή.

Μετά την προβολή, η Μπέτυ Βακαλίδου αναφέρθηκε στην απαιτητική προετοιμασία του περίπλοκου ρόλου της, με ξεχωριστές πρόβες που κράτησαν σχεδόν 2 χρόνια, ενώ ο Γιαννακάκης τόνισε ότι οι ερμηνεύτριες πρόσθεσαν πολλά στοιχεία αυτοσχεδιασμού στο γύρισμα και υπογράμμισε την καίρια συνεργασία του με τον Κλαούντιο Μπολιβάρ στη διεύθυνση φωτογραφίας και με την Δώρα Μασκλαβάνου στο μοντάζ. Επέμεινε ωστόσο, πως η ταινία δεν αποτελεί πολιτική δήλωση.

Πολύ αξιόλογη ήταν και η νέα ταινία του Νίκου Κορνήλιου «Η Θάλασσα το χειμώνα», με τρείς πρωταγωνιστές και τις μεταξύ τους σχέσεις, που συνδέουν τόπο, χρόνο και μνήμη, σε μια ταινία με σπάνιες πολιτικές αναφορές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Η μοναχική 27χρονη Ναντίν (Κάτσιντε Αντελάιντα), Γερμανίδα γεωλόγος που εκπονεί ερευνητική εργασία στο ορυκτολογικό μουσείο του Λαυρίου, γνωρίζεται με τον φιλομαθή Χρήστο (Βαγγέλης Ρόκκος), φύλακα στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις των τοπικών διυλιστηρίων, όσο και με την λιγομίλητη Κατερίνα (Παρθενώπη Μπουτζούρη), την μοναδική γυναίκα-ψαρά της περιοχής. Οι δυο 65άρηδες Έλληνες υπήρξαν άλλοτε αγαπημένο ζευγάρι που πλέον έχει αποξενωθεί, καθώς έχουν να μιλήσουν μεταξύ τους 27 ολόκληρα χρόνια. Όσο η Ναντίν φέρει το τραύμα της μετανάστευσης του Έλληνα πατέρα της, η Κατερίνα ακολούθησε το μοναχικό επάγγελμα του δικού της ηλικιωμένου ψαρά πατέρα, ενώ ο πατέρας και ο παππούς του Χρήστου ήταν μεταλλωρύχοι στα τοπικά μεταλλεία, εκεί όπου η Ναντίν αναζητά πετρώματα. Το χειμωνιάτικο τοπίο με συννεφιασμένους ουρανούς και φουρτουνιασμένη θάλασσα ξανοίγεται μπροστά τους, με τον ορίζοντα ωστόσο να κατακλύζεται από την Μακρόνησο, τόπο εξορίας, μνήμης και μαρτυρίου. Προσωπικές αναμνήσεις που ενώνουν τους μοναχικούς τρεις πρωταγωνιστές συνδέονται παράλληλα με το ιστορικό παρελθόν του Λαυρίου έναν αιώνα πριν, με αναφορά σε εργατικούς αγώνες και απεργίες των μεταλλωρύχων, ενώ οι αφηγήσεις του Χρήστου για τους συγγενείς του που βασανίστηκαν πενήντα χρόνια πριν στην κόλαση της Μακρονήσου, συνδέουν τη μικρή κλίμακα της σύγχρονης Ιστορίας, με το παρελθόν δεκάδων χιλιάδων χρόνων, που περικλείουν μέσα τους τα πετρώματα, αλλά και τις πικρές μνήμες της μετανάστευσης του ’60, της Ναντίν. Όσο οι ιστορίες από το παρελθόν στοιχειώνουν πρόσωπα και μέρη, η απογοητευμένη Ναντίν πιστεύει πως το σήμερα δεν υπάρχει γιατί δεν το προλαβαίνουμε, ενώ διερωτάται αν θα ήμασταν ελεύθεροι δίχως μνήμη. Δημιουργώντας εξαιρετικές συνδέσεις μεταξύ μνήμης, χρόνου και Ιστορίας, το πέρασμα του χρόνου στα γεωλογικά απολιθώματα συσχετίζεται με τον χρόνο που διαβάζεται στα πρόσωπα των ανθρώπων, αλλά και τη μνήμη του τόπου που οι τρεις πρωταγωνιστές συναντιούνται, σε μια ταινία γεμάτη από τους φωνητικούς πειραματισμούς της Σαββίνας Γιαννάτου, που κλείνει στα ανεμοδαρμένα τοπία, του παλιού στρατοπέδου της Μακρονήσου.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!