Η Αριστερά ήταν εντελώς απροετοίμαστη πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά για να αντιμετωπίσει αυτό που πρόεκυπτε από τη ροή των πραγμάτων, από τη ραγδαία εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. Δεν είχε την απαραίτητη κουλτούρα, δεν είχε την αναγκαία πρόνοια, δεν βρισκόταν σε εγρήγορση και υστερούσε απελπιστικά σε οργάνωση και υποδομές. Δεν είχε καν την απαραίτητη βούληση. Ακόμα και η επιλογή δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ, που αποδείχτηκε καθοριστική, συνάντησε πολύ μεγάλα εσωτερικά εμπόδια και παράδερνε επί χρόνια. Και, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, αυτή η καίρια επιλογή, η καταλληλότερη για να συσπειρώσει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας και να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση –κάτι το αδιανόητο μέχρι πριν από τρία χρόνια–, εξακολουθεί να κλονίζεται από τα μέσα, γιατί παρέμειναν κυρίαρχες οι παλιές αντιλήψεις που ανέκαθεν πίστευαν ότι η Αριστερά δεν μπορεί ποτέ να ενωθεί πραγματικά ή δεν ήθελαν κατά βάθος να πραγματοποιηθεί αυτή η ένωση ή ανέχονταν μόνο μια σύγκλιση επιφανειακή που θα συντηρούσε τον κατακερματισμό και, το κυριότερο, δεν θα διατάρασσε το συσχετισμό δυνάμεων που συντηρούσε απαράλλαχτη την εσωτερική διάρθρωση της παλιάς Αριστεράς. Κι αυτή δεν είναι μία θέση που περιορίζεται σε έναν άνθρωπο ή μια ομάδα, είναι διάχυτη.
Στην πιο ακραία αντισυριζική μορφή, ο Κουβέλης και οι συν αυτώ ήταν στον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι πολύ πρόσφατα, ως πλήρεις αρνητές του ΣΥΡΙΖΑ, εντός του, με ένα ποσοστό της τάξης του 30%. Η αποχώρησή τους έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σαν μία δύναμη που ενώνει, αλλά μαζί με την «ανανεωτική τάση» δεν αποχώρησε και η αντίληψη που στηριζόταν στη διατήρηση των εσωτερικών διαχωριστικών.
Και απ’ αυτή την κουλτούρα των ξεχωριστών ρευμάτων, πολιτικών και προσωποπαγών, έλειπε το όραμα. Αναπτύχθηκε μια ευχέρεια τακτικισμών, αλλά έλειπε η στρατηγική.
Τα τμήματα, που είχαν την ευθύνη να διαμορφώνουν την πολιτική του φορέα στην ειδικότητά τους και να οργανώνουν αντίστοιχες δράσεις, στην καλύτερη περίπτωση, υπολειτουργούσαν, και στη χειρότερη, ήταν μάλλον εικονικά.
Αυτή η κατάσταση, μετά τις εκλογές του 2012, που ήταν πια φανερό ότι η κοινωνία προόριζε τον ΣΥΡΙΖΑ για τη διακυβέρνηση, δεν άλλαξε όσο απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ορισμένα τμήματα κινήθηκαν κάπως περισσότερο, αλλά η ποιοτική διαφορά δεν ήταν αισθητή. Τα καινούργια πρόσωπα που προσχώρησαν δεν ήταν απαλλαγμένα από ιδιοτέλειες και ανεπάρκειες. Και κάτι παρεμφερές συνέβη στις κομματικές οργανώσεις. Προσέτρεξε νέος κόσμος, αλλά οι εσωτερικές αγκυλώσεις δυσχέραιναν την αξιοποίησή του, με αποτέλεσμα γρήγορα να ξεθυμάνει και να χρησιμοποιηθεί μόνο στην προεκλογική περίοδο, για ψήφους και –σε μεγάλο βαθμό– για σταυρούς. Η σημερινή κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόστηκε, η οποία δεν επέτρεψε ποτέ την ανανέωση, τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό του φορέα. Κι αυτό βαρύνει όσους έχουν στενές αντιλήψεις, ανεξαρτήτως σε ποια τάση ή συνιστώσα ανήκουν.
Έτσι, χάρη στην οικονομική κρίση, τον εκφυλισμό των κομμάτων εξουσίας και την απήχηση του ενωτικού ΣΥΡΙΖΑ, φτάσαμε να αναλάβουμε τη διακυβέρνηση χωρίς να έχουμε ένα συγκροτημένο πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά φορέα που θα τροφοδοτήσει και θα στηρίξει την κυβέρνηση στο δύσκολο έργο της, μετεκλογικά, και θα την παρακολουθεί και ελέγχει δημοκρατικά. Επιπροσθέτως, αναλάβαμε τη διάσωση χωρίς προετοιμασία και χωρίς σχέδιο. Οι γενικόλογες και μερικές φορές πληθωρικές συρραφές του προεκλογικού προγράμματος δεν συνιστούν πρόγραμμα δράσης, όπως έχει φανεί. Όλη η κοινωνία περιμένει με σταυρωμένα χέρια, αλλά οι οδηγίες δεν έρχονται. Λείπει όχι μόνο το σχέδιο, αλλά και η πνοή που θα κινητοποιήσει τον πολίτη και την κοινωνία ολόκληρη.
Ο ευσεβής πόθος ότι θα εκδηλωθεί ένα κίνημα λαού που θα δώσει το τέμπο της αλλαγής δεν πραγματώθηκε και η προσμονή ενός θαύματος που με την ανάληψη της διακυβέρνησης θα έκλεινε όλα τα χάσματα του ΣΥΡΙΖΑ, αποδείχτηκε αβάσιμη.
Τέσσερις μήνες μετά, κανένας δεν μπορεί με σιγουριά να αποφανθεί ότι η έκβαση του πολέμου έχει προδιαγραφεί, αλλά είναι γεγονός ότι η ελπίδα αντέχει με δυσκολία και η απογοήτευση αρχίζει να διεκδικεί έδαφος. Ο ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει ακόμα στο χαρτί «Τσίπρας», που είναι πράγματι δυνατό, αλλά μπορεί και να το καίει κιόλας. Ούτε μερικά καλά νομοσχέδια φέρνουν την άνοιξη…
Μήπως το πλοίο γέρνει;
Η υποστολή των λαβάρων των προεκλογικών εξαγγελιών (μη αναγνώριση του χρέους, ακύρωση των μνημονίων και των συνοδευτικών νόμων [με ένα άρθρο!], κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, μείωση της τιμής του ρεύματος, επαναπρόσληψη της πλειονότητας των απολυμένων, στοπ στις αποκρατικοποιήσεις κ.ά.) επαναφέρουν στο προσκήνιο των προβληματισμών του πολίτη την εφιαλτική για την Αριστερά εξίσωση «όλοι το ίδιο είναι». Που ενισχύεται από τις τοποθετήσεις σε καίρια πόστα προσώπων που προέρχονται από το κατεστημένο που επιδιώκουμε να ανατρέψουμε. Οι επιλογές αυτές κλονίζουν τη συγκατάβαση που επιδεικνύει ο πολίτης στις υποχωρήσεις από τις βασικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ η κοινωνία έκανε ένα μεγάλο εσωτερικό άλμα ψηφίζοντας Αριστερά, αντικρίζει μια επαναφορά μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ προσώπων που ανήκουν στην προηγούμενη φάση και συνδέονται με το κατεστημένο στο οποίο εναντιώθηκε. Παυλόπουλος, Σαγιάς, Πανούσης, Κατσέλη, Κοτζιάς, Παπαγγελλόπουλος, Ρουμπάτης, Παναρίτη, Τσοτσορός, Πιτσιόρλας, Ταγματάρχης και πολλοί άλλοι σε νευραλγικά πόστα, από τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, τα ΜΜΕ κ.λπ., σε συνδυασμό με τα στελέχη των Ανεξάρτητων Ελλήνων (Καμένος, Κουίκ, Κουντουρά κ.ά.), τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είχαν ενταχθεί νωρίτερα στον ΣΥΡΙΖΑ (Μητρόπουλος, Κουρουμπλής, Τσουκαλάς κ.ά.) και άλλοι παράγοντες που είναι ανένταχτοι ή στην περιφέρεια της Αριστεράς (π.χ. Βαρουφάκης), δημιουργούν την αίσθηση στους πολίτες, στους αριστερούς ακόμα εντονότερα, ότι δεν πρόκειται για κυβέρνηση της Αριστεράς με την περιορισμένη συνεργασία των ΑΝΕΛ, αλλά για μια πολιτικά απροσδιόριστη κυβέρνηση με πολλά συντηρητικά στοιχεία.
Γιατί δεν είναι το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, που κάθε ένα απ’ αυτά, εφόσον δεν βαρύνεται με επαχθείς πράξεις, θα μπορούσε να επιστρατευτεί ατομικά για να καλύψει μια συγκεκριμένη ανάγκη. Είναι το πλήθος, είναι ο αριθμός, που αλλοιώνει τη συνολική σύνθεση του νέου σχήματος εξουσίας και παραμορφώνει το επισυναπτόμενο μήνυμα προς την κοινωνία.
Εάν, βέβαια, αυτή η «διεύρυνση» εφαρμόσει αριστερές πολιτικές, θα είναι ίσως η πιο πετυχημένη στην ιστορία αφομοίωση δεξιών και κεντρώων στοιχείων από την Αριστερά. Κάτι που, μέχρι στιγμής, δεν μπορεί να επαληθευτεί, εφόσον έχουν ήδη σημειωθεί θεαματικές καθυστερήσεις και υποχωρήσεις από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Για τις «μεταγραφές» αυτών των προσώπων, αντιτείνεται, στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, ότι επιλέχτηκαν γιατί «ξέρουν από κράτος» και γιατί επεκτείνουν την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ έξω από τα όρια της Αριστεράς. Όμως, πρώτον, αυτοί έχουν υπηρετήσει ένα κράτος-τέρας, το οποίο για να το αλλάξεις δεν φτάνει να είσαι μέρος του, αλλά πρέπει να έχεις και την κουλτούρα και την ιδεολογία για να το αλλάξεις εκ βάθρων, πράγμα για το οποίο ουδεμία ένδειξη υπάρχει. Το να το μικροδιορθώσεις δεν είναι ασήμαντο, αλλά δεν είναι στόχος που διαφοροποιεί την Αριστερά από τη Δεξιά. Δεύτερον, η επιρροή της Αριστεράς γνώρισε πρωτόγνωρη «επέκταση» και έφτασε να κερδίσει τις εκλογές με τις θέσεις που οι μεταγραφέντες θεωρούσαν ακραίες και ανεδαφικές. Και, απ’ ό,τι φάνηκε, τις πρώτες βδομάδες μετά τις εκλογές, που η γραμμή της κυβέρνησης διατήρησε το ριζοσπαστικό της τόνο στις διαπραγματεύσεις, η επιρροή της Αριστεράς εκτινάχθηκε στα ύψη διαπερνώντας όλα τα διαχωριστικά τείχη, από την άκρα Αριστερά ως την άκρα Δεξιά. Κι αυτό έδειξε έναν δρόμο που οδηγεί κατ’ ευθείαν στο λαό. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου βέβαιο ότι αυτή η «διεύρυνση» στα κυβερνητικά πόστα θα έχει οποιοδήποτε θετικό αντίκρισμα στην κοινωνία. Ενώ το μόνο βέβαιο είναι ότι θα έχει, και ήδη έχει, αρνητική επίπτωση κατ’ αρχήν στο κυρίως σώμα των Αριστερών, που αποτελούν την κορμοστασιά του ΣΥΡΙΖΑ και το βασικό και πιο στέρεο στήριγμά του μέσα στην κοινωνία. Χωρίς αυτό τον κορμό, χωρίς το αριστερό σώμα, τι είδους αριστερή κυβέρνηση θα είναι;
Μ’ αυτό, ασφαλώς, δεν εννοώ ότι κάθε ένας που έχει το πρόσημο αριστερός είναι πραγματικός αριστερός ή είναι ικανός να φέρει σε πέρας οποιαδήποτε αποστολή. Γι’ αυτό, πρέπει πάντα, οι πάντες να κρίνονται με αξιοκρατία, κι όχι κομματικά, συγγενικά ή παρεΐστικα.
Προσωπικά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι έχουμε ανέβει μια πολύ μεγάλη σκάλα. Κι ότι το επίτευγμα είναι σπουδαίο. Αλλά είμαστε ακόμα στο κατώφλι∙ το σπίτι παραμένει ασυγύριστο και τα ποντίκια χορεύουν προκλητικά. Και για να τα διώξουμε, δεν έχει σημασία αν είναι μαύρα ή άσπρα∙ έχει, όμως, σημασία με ποιο πόδι μπαίνουμε, το αριστερό ή το δεξί.
Στέλιος Ελληνιάδης