του Βασίλη Κεχαγιά
Λίγες πόλεις διαθέτουν τόσο ανάγλυφο κοινωνικό χάρτη, φτιαγμένο από τα υλικά του ποδοσφαίρου, όσο αυτός της Θεσσαλονίκης. Από το 1908, οπότε και εμφανίζεται ο Ηρακλής, το ελληνικό στοιχείο της πόλης ζητάει να δηλώσει την ανεξάρτητη παρουσία του, προσδιοριζόμενο με την επωνυμία «Παμμακεδονικός Σύλλογος», επιμένοντας σε αυτήν, παρά τις πιέσεις της οθωμανικής εξουσίας, η οποία απαιτεί τον Ηρακλή «Πανοθωμανικό Σύλλογο». Απέναντί του εβραϊκά σωματεία, με πρώτη και καλύτερη την Μακαμπή –έτσι ονομαζόταν τότε–, η οποία δεν είναι άλλη από τη γνωστή Μακάμπι των καιρών μας, στο ιστορικό της οποίας αναφέρεται ως ιδρυτική έδρα η γνωστή διεύθυνση της οδού Τσιμισκή. Έκτοτε ο Ηρακλής αντιπροσωπεύει την τάξη των λεγόμενων «μπαγιάτιδων», των παλαιών Θεσσαλονικέων , οι οποίοι δε διακρίνονταν για τις προοδευτικές ιδέες και το ανανεωτικό τους πνεύμα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ομάδα γρήγορα αγκάλιασε και τα γύρω χωριά, με ντόπιο πληθυσμό, με πρώτο και καλύτερο το Ασβεστοχώρι. Συν αυτώ συντάχθηκε μαζί τους το νεόδμητο τότε Παπάφειο ορφανοτροφείο, με το νεανικό δυναμικό του, δωρεά του ευπατρίδη Ιωάννη Παπάφη.
Η απελευθέρωση βρήκε τη Θεσσαλονίκη να απαιτεί μια σύγχρονη ομαδική εκπροσώπηση, συντεταγμένη με τις νέες απαιτήσεις και την ορμή της ελληνικής κοινότητας, που διέθετε πλέον την πρωτοκαθεδρία. Οι υπόλοιποι πληθυσμοί της πόλης δεν αποτελούσαν πλέον αντικείμενο καχυποψίας, αλλά συνεργασίας. Αυτό ακριβώς το πνεύμα αντανακλούσε η ίδρυση της ομάδας του Άρη, στα 1914, σε συνδυασμό με την απορρόφηση των πρώτων προσφύγων, προερχόμενων από το πρώτο κύμα διωγμών του Πόντου. Οι αστικοί θρύλοι, οι οποίοι θέλουν τον Άρη γέννημα των Εβραίων ή δυσαρεστημένων παραγόντων του Ηρακλή, δεν ερείδονται πουθενά, αφού στους υπογράφοντες το καταστατικό ανακαλύπτει κάποιος μόνον ελληνικά ονόματα, πατέρες μαθητών του Α΄ Γυμνασίου, αλλά και αρκετούς Πόντιους. Απλώς ο Άρης, εξωστρεφέστερος του Ηρακλή, αγκάλιασε τους Εβραίους και ιδίως τους Αρμένιους, οι οποίοι διαχρονικά αναγνωρίζονται ως υποστηρικτές του.
Τέλος, ο ΠΑΟΚ, τέκνο των μετά τη Μικρασιατική καταστροφή επήλυδων προσφύγων και της ανάγκης κοινωνικής τους παρουσίας και έκφρασης. Απότοκο της μήτρας της ΑΕΚ Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε το 1926, όταν το μητρικό σωματείο δεν ήθελε να ακούει για ποδόσφαιρο, αντίθετα με το πνεύμα του ανοιχτόμυαλου Αριστόδημου Δημητριάδη, που αντιλήφθηκε πού κινείται το μέλλον και προχώρησε στη διάσπαση από την οποία προέκυψε το σημερινό ισχυρό σωματείο.
Στα χρόνια της αθωότητας
Έκτοτε οι ομάδες συνέχισαν να συσπειρώνουν γύρω τους τις κοινωνικές, επαγγελματικές και γεωγραφικές τάξεις της Θεσσαλονίκης, που έκαναν τις συγκρούσεις τους να αποτελούν ζήτημα ζωής και θανάτου. Γρήγορα ο Άρης και ο ΠΑΟΚ σχηματοποίησαν σε απόλυτο βαθμό την κόντρα τους, με τον πρώτο να αποτελεί το καμάρι της αστικής τάξης του κέντρου της Θεσσαλονίκης και τον δεύτερο να μετατρέπεται σε υπόθεση ζωής για την εργατική τάξη, των δυτικών, κυρίως, περιοχών. Ο Ηρακλής έμεινε να ψάχνει το ρόλο του τρίτου πόλου, κάτι που τον καταδίκασε αμετακλήτως σε βάθος χρόνου, σε τρίτο ρόλο.
Μετά τη δεκαετία του ’50 η συνεχής πρόοδος του ως τότε μέτριου ΠΑΟΚ, σε συνδυασμό με την υπεροπτική συμπεριφορά των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες, αύξησε το οπαδικό του μέτωπο, κυρίως λόγω της μετατόπισης των προσφύγων. Την αντεπίθεση σάλπισε ένας προπονητής που πέρασε στην απέναντι όχθη (ο κάποτε κίτρινος παικταράς Αγγελάκης βρέθηκε στον ασπρόμαυρο πάγκο) και ο Κουϊρουκίδης, σε ρόλο στρατηγού, ανέλαβε την εκτέλεση του σχεδίου, χαρίζοντας στο δικέφαλο τρία τοπικά πρωταθλήματα, τη στιγμή που αριθμούσε ένα, ως τότε.
Κάπως έτσι οι ομάδες βρέθηκαν να εισέρχονται στη δεκαετία του ’60 και στη νεοσύστατη Εθνική Κατηγορία, δίχως τη δυνατότητα, ωστόσο, να κοντράρουν τα θηρία του νότου, που άνοιγαν με κάθε τρόπο την ψαλίδα, προς απογοήτευση των Θεσσαλονικέων οπαδών. Ήταν τότε που συνέβη μια σύνοδος πλανητών στην κιτρινόμαυρη ομάδα, με τους Χρηστίδη, Αλεξιάδη, Σπυρίδωνα και Συρόπουλο να επαίρονται ότι δεν έχασαν ποτέ από τον αιώνιο αντίπαλο, ούτε καν στα παιδικά και στα εφηβικά πρωταθλήματα . Ο Πορτογάλος Κορέιρα μετέτρεψε το μπουλούκι σε θίασο και ο Γιουγκοσλάβος Τσίριτς του χάρισε ένα κύπελλο, στα 1970.
Απέναντι, ο ΠΑΟΚ έκτιζε το δικό του μέλλον, με αστέρι ένα δεκαεπτάχρονο φαινόμενο, με το ονοματεπώνυμο Γιώργος Κούδας. Η αρχική μετριότητα των παικτών γύρω του άρχισε να δίνει τη θέση τους σε μνημεία του ελληνικού ποδοσφαίρου και οι Τερζανίδης, Παρίδης, Ασλανίδης, Ιωσηφίδης, Φουντουκίδης, Σαββουλίδης, δίνοντας το στίγμα της καταγωγής τους ακόμη και με τα επίθετά τους, έφτιαξαν ένα στρατό έτοιμο για μεγάλες μάχες (δύο κύπελλα και ένα πρωτάθλημα αποτέλεσαν τον απολογισμό της δεκαετίας του ’70).
Η μεγάλη σύγκρουση
Βρισκόμασταν ήδη στα χρόνια της χούντας και οι δύο αντίπαλοι είχαν προσαρμόσει το διοικητικό τους σχήμα στις επιταγές της. Στην κίτρινη πλευρά ο δεξιός Καμπάνης, στην απέναντι ο θιασώτης του καθεστώτος Γιώργος Παντελάκης. Αυτός ο δεύτερος μάλιστα, με το θάρρος της προσωπικής σχέσης είχε αρνηθεί στον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού, Κώστα Ασλανίδη, την παραχώρηση του Κούδα στον Ολυμπιακό, απειλώντας με το γνώριμο τότε «κάρφωμα» του δελτίου του ποδοσφαιριστή στον τοίχο και λέγοντας: «Εσείς, κύριε Ασλανίδη, είστε παντοδύναμος. Αν τολμάτε βγάλτε μια διαταγή και δώστε τον Κούδα στον Πειραιά», την ώρα που ο παίκτης έκανε ήδη προπονήσεις στον Πειραιά (σ.σ.: το περιστατικό αποτελεί προσωπική μαρτυρία του Παντελάκη στον υπογραφόμενο).
Παρά την αντιπαράθεση, ο Ασλανίδης έμοιαζε να «αγαπάει» λίγο περισσότερο τον δικέφαλο. Οι Αρειανοί επικαλούνται ως μαρτυρία τον τρόπο με τον οποίο ο ΓΓΑ απονέμει το κύπελλο στον Άρη, αποστρέφοντας το βλέμμα του από τον αρχηγό του Νίκο Χρηστίδη. Δυo χρόνια μετά, το 1972, οι δύο μεγάλοι μονομάχοι θα συναντιόταν, πάλι για το θεσμό του Κυπέλλου, στα ημιτελικά, σε μονή συνάντηση στο γήπεδο Χαριλάου. Ο Άρης κράδαινε το σύνθημα «Δέκα χρόνια γκόμενες…», καθώς ήταν αήττητος επί δεκαετία και ο ΠΑΟΚ κατέβαινε με την ορμή της ρήξης της παράδοσης. Ήταν ημέρα Τετάρτη και την Κυριακή που είχε προηγηθεί ο Άρης είδε το 3-1 υπέρ του να μετατρέπεται στα τελευταία λεπτά, με το διαιτητή Ζλατάνο να καταλογίζει γκολ σε εκτέλεση φάουλ που έγινε από τον Ματζουράκη, ενώ ο Γκαντίνας έστηνε ακόμη το τείχος. Σφύριγμα δεν είχε υπάρξει…
Το γεγονός άναψε τα αίματα και στο κατάμεστο τρεις ώρες πριν την έναρξη Χαριλάου η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Τη στιγμή που το σκορ ήταν 2-1 υπέρ του ΠΑΟΚ (με δύο γκολ του Κούλη Αποστολίδη) και οι κίτρινοι γκρίνιαζαν συνεχώς για τη διαιτησία, ο θρυλικός σέντερ φορ τους Αλέκος Αλεξιάδης βρέθηκε στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο αντιπάλους, ζητήθηκε πέναλτι, δεν δόθηκε, και τότε ο διαιτητής Μίχας βρέθηκε άγρια ξυλοκοπημένος από τους Αλεξιάδη, Σπυρίδωνα και Συρόπουλο. Το ματς διακόπηκε στο 88ο λεπτό, η παράδοση είχε σπάσει, οι τρεις παίκτες συνελήφθησαν και κοιμήθηκαν στο απέναντι αστυνομικό τμήμα (αργότερα καταδικάστηκαν στο «πολιτικό δικαστήριο» και ο κιτρινόμαυρος θρύλος τους θέλει να λένε: «Εμείς δε χάσαμε ποτέ από τον ΠΑΟΚ. Ή νικήσαμε ή αποβληθήκαμε…»).