Κατά την κρατούσα εκδοχή, το μεταναστευτικό ήταν ο καταλύτης της κρίσης που κλονίζει τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, και η οποία οδήγησε τη Μέρκελ στην απόφασή της να προαναγγείλει «το τέλος της πολιτικής της σταδιοδρομίας». Επομένως η Μέρκελ, ως βασικός εισηγητής της μεταναστευτικής και προσφυγικής πολιτικής της Γερμανίας, τουλάχιστον μέχρι και το 2016, κατά κάποιο τρόπο χρεώνεται την εκλογική κατάρρευση της CDU και της CSU στη Βαυαρία και την Έσση. Αυτή η αφήγηση, όμως, αποκαλύπτεται ως πολιτική απάτη αν ρίξει κανείς μια προσεκτική ματιά στα πιο πρόσφατα στοιχεία για το πώς η γερμανική ηγεσία αποσπά υπεραξίες από την κρίση των άλλων χωρών της Ε.Ε., αλλά και τρίτων χωρών. Μεταξύ 2011 και 2016, δηλαδή στη διάρκεια της κρίσης χρέους, αλλά και της αιματηρής αναταραχής στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με επίκεντρο τη Συρία, η Γερμανία δέχθηκε πάνω από 6 εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες. Από αυτούς τουλάχιστον 5 εκατομμύρια ήταν μετανάστες από άλλες χώρες της ΕΕ, κυρίως από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Καθώς στην πλειοψηφία τους αυτοί ήταν νέοι και καλά καταρτισμένοι, σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) και του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ, προσέθεταν κάθε χρόνο από το 2011 στην ανάπτυξη 0,2%-0,3% του ΑΕΠ. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι περίπου το 1/3 της ετήσιας γερμανικής ανάπτυξης το εισέφεραν οι μετανάστες με την ενίσχυση της απασχόλησης, τους προφανώς χαμηλότερους μισθούς, αλλά και την αύξηση της κατανάλωσης. Κι αυτό χωρίς να έχει υπολογιστεί η ειδική επίδραση των 1,5 εκατ. προσφύγων που δέχθηκε η Γερμανία το 2015 και το 2016.

Η ανακοίνωση της Μέρκελ ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφια για την ηγεσία του CDU και για την καγκελαρία στην πραγματικότητα σηματοδοτεί μια απόπειρα να σταθεροποιήσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στα γερμανικά και ευρωπαϊκά πράγματα μέχρι το 2021, οπότε ολοκληρώνεται η θητεία της, χωρίς να αναλώνεται σε ενδοκομματικούς ανταγωνισμούς

Εναλλακτικές αναγνώσεις της «απόσυρσης»

Η ευκολία με την οποία η Μέρκελ αποδέχθηκε την ευθύνη της για την εκλογική καθίζηση των κομμάτων της χριστιανοδημοκρατικής ένωσης στη Γερμανία και προανήγγειλε την «απόσυρσή» της έχει πολλές αναγνώσεις:

  • Πρώτον, στον βαθμό που περιέχει μια «δήλωση μετανοίας» για τη μεταναστευτική της πολιτική αποτελεί μιαν επικίνδυνη πριμοδότηση των υπερσυντηρητικών, ξενοφοβικών και εθνικιστικών φωνών τόσο μέσα στο κόμμα της και γενικότερα στη Γερμανία, όσο και ευρύτερα στην Ευρώπη. Ο επίδοξος διάδοχός της στο CDU εγκαινιάζει την εσωκομματική του καμπάνια με ένα «μανιφέστο» κατά της προσφυγικής πολιτικής των «ανοικτών συνόρων» της Μέρκελ, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι, με δηλωμένη πια τη γερμανική στροφή στο μεταναστευτικό, οι κυβερνήσεις τριών χωρών –της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας– με ακροδεξιά συμμετοχή έσπευσαν να ανακοινώσουν την απόσυρσή τους από τα Παγκόσμια Σύμφωνα για τους Πρόσφυγες και για τη Νόμιμη και Ασφαλή Μετανάστευση, τα οποία πρόκειται να υπογραφούν τον Δεκέμβριο με πρωτοβουλία του ΟΗΕ. Αυτό προϊδεάζει για μια αντιδραστική μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για το άσυλο και τη μετανάστευση, που συζητείται ήδη στην Ε.Ε.
  • Δεύτερον, η ανακοίνωση της Μέρκελ ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφια για την ηγεσία του CDU και για την καγκελαρία μεταφράστηκε βιαστικά και πρόχειρα ως το «τέλος της», αλλά στην πραγματικότητα σηματοδοτεί μια απόπειρα να σταθεροποιήσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στα γερμανικά και ευρωπαϊκά πράγματα μέχρι το 2021, οπότε ολοκληρώνεται η θητεία της, χωρίς να αναλώνεται σε ενδοκομματικούς ανταγωνισμούς. Προφανώς θα επιχειρήσει να επηρεάσει τη νέα πολιτική αρχιτεκτονική που διαμορφώνεται στη Γερμανία με δεδομένη την μεγάλη άνοδο των Πρασίνων, την ανάκαμψη των Φιλελεύθερων, αλλά και την σταθεροποίηση σε υψηλά ποσοστά της Ακροδεξιάς, όμως το βασικό μέλημά της θα είναι η εμπέδωση του ηγεμονικού ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη και του πρωταγωνιστικού διεθνώς. Η ίδια, σε συνάντησή της με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι, το είπε χαρακτηριστικά: «Δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι στη θέση μας στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς μάλιστα πως έχω περισσότερο χρόνο για να αφοσιωθώ στα καθήκοντά μου ως επικεφαλής της κυβέρνησης». Άρα, το «τέλος της Μέρκελ» είναι ένα τέλος διάρκειας τουλάχιστον τριών ακόμη ετών.
  • Τρίτον, η «απελευθέρωση» της Μέρκελ από τις ενδοκομματικές «δουλείες» της επιτρέπει να εμβαθύνει τη στρατηγική συνεργασία της με τον Μακρόν –που και ο ίδιος υφίσταται πολιτική φθορά– και μερικούς ακόμη του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης (Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Αυστρία, με την τελευταία σε έναν ειδικό ρόλο γεφύρωσης με τον ρατσιστικό άξονα των χωρών Βίζεγκραντ), αλλά και με τον αποσυρόμενο Γιούνκερ. Η φιλοδοξία αυτού του πυρήνα είναι να προχωρήσει η μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης χωρίς να θίγονται οι «ιεροί» κανόνες της δημοσιονομικής λιτότητας –γι’ αυτό και έναντι της ιταλικής κυβέρνησης το μαστίγιο εναλλάσσεται με το καρότο καθημερινά στο θέμα του προϋπολογισμού–, και ταυτόχρονα να μπουν ισχυρά φίλτρα στα προσφυγικά κύματα ώστε να μην «επιμολυνθεί» ο ευρωπαϊκός βορράς.

Επικίνδυνες ιδεολογικές διασταυρώσεις

Κατά κάποιο τρόπο, μετά το τρικ της πολιτικής απόσυρσης της Μέρκελ, η ευρωπαϊκή ελίτ δίνει την εντύπωση ότι αισθάνεται «ορφανή». Σε βαθμό που κάποιοι να προειδοποιούν ότι, οι Νοτιοευρωπαίοι που μίσησαν τη Μέρκελ για τον ρόλο της στην κρίση της Ευρωζώνης σύντομα θα τη νοσταλγήσουν. Εν μέρει έχουν δίκιο. Η Μέρκελ, αξιοποιώντας επιλεκτικά και το «δόγμα Σόιμπλε», επέβαλε στη διάρκεια της κρίσης έναν πρωτοφανή μετασχηματισμό της Ευρωζώνης σε σιδερόφρακτη οικονομική φυλακή. Στον μετασχηματισμό αυτόν, καταγράφηκε η ώσμωση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού με τον γερμανικό «ορντολιμπεραλισμό», όπως εκφράστηκε με την εκχώρηση της δημοσιονομικής και νομισματικής κυριαρχίας των χωρών στην ΕΚΤ, στην Κομισιόν και στο όλο ευρωπαϊκό ιερατείο. Τώρα, είμαστε στα πρόθυρα μιας ακόμη ιδεολογικής διασταύρωσης της ευρωπαϊκής ελίτ, αυτή τη φορά με τις φασίζουσες δυνάμεις που θέλουν τον ρατσιστικό αποκλεισμό των προσφύγων όσο πιο μακριά από τα ευρωπαϊκά σύνορα, στην Αφρική.

Αυτή η συνάντηση, που προωθείται από την Μέρκελ στο όνομα του συμβιβασμού, της διάσωσης της συνοχής της Ε.Ε., ακόμη και της αποδυνάμωσης της ακροδεξιάς, είναι ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να συμβεί στην Ευρώπη των μεταπολεμικών δεκαετιών. Ο Μακρόν δήλωσε πρόσφατα ότι η κατάσταση που επικρατεί στην Ε.Ε. θυμίζει έντονα Μεσοπόλεμο, τις συνθήκες δηλαδή που οδήγησαν στην σχεδόν ομοιόμορφη ανάδειξη φασιστικών καθεστώτων σε πολλές χώρες και τελικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό που δεν είπε είναι ότι αυτές ακριβώς τις συνθήκες της ευνοούν και τις ενορχηστρώνουν με εκπληκτική αμεριμνησία –ή συνενοχή;– ο ίδιος, η Μέρκελ και οι βασικοί εταίροι τους. Όπως άλλωστε το έκαναν και οι πολιτικοί τους πρόγονοι.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!