Θα μπορούσε μια κυβέρνηση να θέσει τον εξής στόχο και να τον υπηρετήσει κατά προτεραιότητα, δείχνοντας μάλιστα πυγμή και αποφασιστικότητα: Να τελειώνουμε με τις μαφίες των ναρκωτικών και τα εγκληματικά κυκλώματα, να εισβάλουμε και να καθαρίσουμε τις βασικές ζώνες της ανομίας και της παραβατικότητας, να καταπολεμήσουμε σε ένα βαθμό το αίσθημα ανασφάλειας του πολίτη. Από πού θα έπρεπε να αρχίσει; Σίγουρα όχι από το πανεπιστημιακό άσυλο. Αν ένας εξωγήινος, όχι και πολύ επαναστάτης ή ριζοσπάστης, παρατηρούσε από ψηλά τις εστίες του προβλήματος θα έδινε διαταγές για εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις και σχεδιασμούς από αυτούς της Ν.Δ. Σε άλλους χώρους πέφτουν σφαίρες και σκοτώνονται άνθρωποι, αλλού είναι οι κατεξοχήν άγριες και απροσπέλαστες γειτονιές, ενώ οι… μεσαίοι ντίλερ κυκλοφορούν ανετότατα σε πολλές πλατείες και πεζοδρόμια εκτός ασύλου. Δεν αναφερόμαστε καν εδώ στα υψηλά άβατα που έτσι κι αλλιώς συνιστούν κομμάτι της κυρίαρχης εξουσίας και παραμένουν άτρωτα. Ούτε στο ξεχασμένο ζήτημα ότι τα υποκείμενα και οι φορείς όλου αυτού του «κακού» δεν είναι κάποιοι άλλοι εξωγήινοι αλλά η ίδια η κοινωνία και τα «παιδιά» της. Μένουμε δηλαδή σε μια πεζή, ας πούμε τεχνοκρατική διαχείριση του υπαρκτού ζητήματος εγκληματικότητα-ασφάλεια.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει στο λόγο του Μητσοτάκη και της Ν.Δ. Είναι λοιπόν προφανές ότι η επιλογή να ξεκινήσουν με το άσυλο έχει κατεξοχήν πολιτικό χαρακτήρα σε διάφορες διαστάσεις. Πρώτα-πρώτα, εκπροσωπώντας πιο καθαρά μια βαθιά αστική και συστημική λογική, που θέλει τα πανεπιστήμια αποκλειστικά χώρους εκπαίδευσης και έρευνας. Καθαροί χώροι και ρόλοι, ταξινομήσεις περίκλειστες στις κοινωνικές αντιθέσεις. Κοινώς, τι δουλειά έχει η πολιτική στις σχολές; Γιατί να πληρώνει το κράτος για να συνελευσιάζονται οι φοιτητές; Πού ακούστηκε να υπάρχουν καταλήψεις; Και πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν αποφάσεις από συλλογικότητες και σώματα που να επιδρούν στη λειτουργία των πανεπιστημίων. Άλλη είναι η δουλειά των φοιτητών, ασχέτως βέβαια αν η ίδια η Πολιτεία την καταργεί με όλους τους τρόπους, πρωτοστατώντας στη διάλυση της Παιδείας. Μπορεί η σημερινή, δύσκολη κατάσταση του φοιτητικού κινήματος να περιγελά τα παραπάνω ερωτήματα, είναι όμως ακριβώς αυτό που ανοίγει τις ορέξεις για πιο τελικές διευθετήσεις. Γι’ αυτό και η πιο μαλακή, επίσημη γραμμή είναι ότι «το άσυλο αφορά μόνο τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες».
Ο αγώνας ενάντια στην αποστείρωση των σχολών δεν αφορά κάποιον «ελεύθερο χώρο», κάποια πολεοδομική «προστασία», κάποιο οργανωτικό πλεονέκτημα
Για άλλη μια φορά, ο ραγιαδισμός του πολιτικού συστήματος, πάντα σάπιος και θεμελιωμένος στο ψέμα: «Πουθενά στον κόσμο άσυλο». Εδώ οδεύουμε ταχέως προς μια αμερικανοποίηση της κοινωνικής ζωής, βία και παραβατικότητα, και από την εικόνα του προτύπου κρατάμε τα Χάρβαρντ και όχι τα γκετοποιημένα campus, όπου χωρίς κανένα άσυλο αστυνομία και συμμορίες διεκδικούν χώρους, όπου μια φορά το χρόνο κάποιος «τρελός» θα εισβάλει και θα καθαρίσει με το όπλο του μερικούς δεκάδες. Το πρόβλημα της βίας δεν έχει να κάνει με το άσυλο. Αυτό δεν γράφεται για να πεταχτεί η μπάλα στην εξέδρα, για να χρεώσουμε στον καπιταλισμό τα αδιέξοδα και να φωνάξουμε «κάτω η καταστολή». Αναφέρεται για να αναδειχτεί η τεράστια υποκρισία.
Αν κάποιος ήθελε στα σοβαρά να «καθαρίσει» τα πανεπιστήμια, καταρχήν θα τα καθάριζε, έπειτα θα έβαζε φώτα, θα περιποιούταν τους κήπους και κυρίως θα στήριζε δραστηριότητες που θα έδιναν ζωή σε μια «μετά το μάθημα» ενδοπανεπιστημιακή ζωή. Γιατί η όποια ανομία φυτρώνει συνήθως εκεί όπου παράγεται –σχεδιασμένα ή ως αποτέλεσμα– μια κοινωνική διάλυση, απόσυρση και αδιαφορία. Κανείς στοιχειωδώς έντιμος άνθρωπος, απ’ όσους εργάζονται ή σπουδάζουν στις σχολές δε θα συνέδεε και μάλιστα σε προτεραιότητα την κατάργηση του ασύλου με την όποια αναβάθμιση του πανεπιστημίου.
Νόμος για το άσυλο ή το νόημα του;
Πέρα από την ιστορική «εμμονή» της Δεξιάς με το θέμα του ασύλου, σήμερα φαίνεται να θέλει να εκφράσει κι έτσι να παγιώσει έναν κοινωνικό συσχετισμό που να επιτρέπει «ξεμπερδέματα» τέτοιου τύπου. Γιατί όντως υπάρχει ένα σχετικό αίτημα τακτοποίησης και νοικοκυρέματος σε κομμάτια της κοινωνίας που μοιάζει να ξεπερνά προσκόμματα και να ζητά λύσεις, «χωρίς πολλά πολλά», με αρκετές δόσεις «πάμε παρακάτω» και χωρίς αίσθηση στα περί «κατακτήσεων». Προφανώς, διάφορα έχουν βοηθήσει σε αυτό και όχι μόνο ή κυρίως τα τηλεοπτικά μηνύματα και η ακραία προπαγάνδα. Γιατί αυτά δε θα μπορούσαν να σταθούν αν ήταν απλά δημιούργημα της φαντασίας και δεν άγγιζαν πλευρές της πραγματικότητας. Το ότι η εικόνα του τανκ στην πύλη του Πολυτεχνείου, των ΜΑΤ μετέπειτα μέσα σε σχολές δεν παράγει σήμερα αυτονόητα και αυθορμήτως αρνητικά συναισθήματα είναι μια ολόκληρη ιστορία. Θα ήταν πάντως λάθος να δούμε απλά το «εκτός πανεπιστημίου», δίχως τους μετασχηματισμούς και το υποκείμενο που αναφέρεται, υπερασπίζεται, προσδοκά από την εκάστοτε λειτουργία του ασύλου.
Γιατί ο αγώνας ενάντια στην αποστείρωση των σχολών είναι πολύ ευρύτερος. Δεν αφορά κάποιον «ελεύθερο χώρο», κάποια πολεοδομική «προστασία», κάποιο οργανωτικό πλεονέκτημα. Πρωτίστως σχετίζεται με την οικοδόμηση ενός ρόλου και μιας θέσης του δημόσιου πανεπιστημίου μέσα στην κρίση και με ματιά τη διέξοδο και την εναλλακτική. Μπορεί αυτό να μοιάζει «μεγάλο» και «γενικό» απέναντι στο «κάτω τα χέρια από το άσυλο», όμως αυτό έχουμε μπροστά μας. Το πανεπιστήμιο άνευ πολιτικής, το κολέγιο με τους πελάτες, τα προγράμματα για να κυκλοφορεί το χρήμα, το παρκάρισμα νέων, αυτοί είναι οι στόχοι. Και μια χαρά δουλειά έβγαλε ως προς αυτά και ο ΣΥΡΙΖΑ που τώρα θυμήθηκε το άσυλο.
Ως γνωστόν, οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα δεν είναι «πράγματα» που κουβαλάμε στην τσάντα μας εφ’ όρου ζωής ή συνθήματα για τις σημαίες. Νοηματοδοτούνται από το παρόν, έχουν σύγχρονο λόγο ύπαρξης στο βαθμό που προσφέρουν, που ασκούνται, που υπηρετούν και συμπλέκονται με τους στόχους και την κίνηση ανθρώπων, ρευμάτων, ιδεών. Άλλο νοηματοδοτούνται κι άλλο νομοθετούνται. Ας ξεπεράσουμε το «εύκολο» ότι αυτά τα δυο έχουν μια ορισμένη σχέση. Προφανώς, ένας ευρύτερος συσχετισμός επέτρεψε ή οδήγησε στην νομοθετική κατοχύρωση του ασύλου. Ενώ από την άλλη, σε διάφορες στιγμές, αυτό το δικαίωμα λειτούργησε και αξιοποιήθηκε για να δοθούν αγώνες, να κερδηθούν χώροι, να αποκρουστούν επιθέσεις. Αυτό όμως δε λύνει το ζήτημα.
Σύμβολα και κουφάρια
Στην πραγματικότητα το άσυλο δεν είναι απλά θέμα νομοθετικής ρύθμισης αλλά λαϊκού κινήματος και διεργασιών του. Αυτό δεν σημαίνει αδιαφορία για το νομοθετικό καθεστώς αλλά εντοπισμός τού «που κρίνεται το παιχνίδι». Κι εδώ ξεκινούν διάφορα προβλήματα. Χωρίς να κολλάμε σε μια μορφή αγώνων που φέρουν τη μυρωδιά, το ύφος και τα μέσα της μεταπολίτευσης. Δίχως να φανταζόμαστε νεκραναστάσεις μιας αγωνιστικής πολιτικής που σφραγίστηκε από την παρουσία της αριστερής φοιτητικής φυσιογνωμίας, οφείλουμε να θέσουμε ορισμένα κριτήρια. Πρώτον, δεν μπορεί κανένας μέσα στο πανεπιστήμιο να φοβάται να διατυπώσει την άποψή του και αυτό ενίοτε συμβαίνει. Για την ακρίβεια, μπορεί και πρέπει να τη διατυπώνει, κι ας ακολουθήσει έπειτα διάλογος κι αντιπαράθεση. Το επιχείρημα «ο τάδε που» έχει ισχύ μονάχα όταν φορέας και αναφορά του είναι μια ευρύτερη κίνηση, μια μαζική διεργασία, ένα κίνημα, και όχι ως «απόφαση κάποιων». Όχι μόνο γιατί αλλιώς είναι έτσι κι αλλιώς άσφαιρο ή γιατί δίνει έδαφος στον αντίπαλο, αλλά κυρίως γιατί καθιστά την από δω μεριά ευάλωτη στον πραξικοπηματισμό, την ψευτομαγκιά και τις αυταπάτες περί «αγωνίζεσθαι». Έπειτα, δεν μπορεί το άσυλο να αποτελεί μια εκδοχή γιάφκας ή εργαλείο ενός επιχειρησιακού σχεδιασμού που περιλαμβάνει μπουκάλια, άσκοπο πετροπόλεμο και «μικροεξεγέρσεις του Σαββατόβραδου». Αυτό δεν αποτελεί αξιοποίηση από την κοινωνία αλλά παιχνιδάκι στις πλάτες της και μάλιστα υπό την θαλπωρή των παλαιότερων κατακτήσεών της. Τελικά, το άσυλο μπορεί να προστατευτεί ουσιαστικά μονάχα όταν έχει περιεχόμενο. Τα σύμβολα χωρίς περιεχόμενο γίνονται κουφάρια, η ιδιοκτησία των οποίων δεν έχει και πολύ νόημα.