Το αποτέλεσμα αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα έκπληξη. Όχι μόνο για το ποσοστό της Ν.Δ. όσο κυρίως για την ένταση της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η πρώτη φορά, που οι κάλπες τιμωρούν την αξιωματική αντιπολίτευση και όχι την κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει (και όχι άδικα), με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση, τον λογαριασμό της μνημονιακής του διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα του πιστώνεται η αναξιοπιστία (τόσο που να μην παίρνεται στα σοβαρά καμιά του προεκλογική υπόσχεση) αλλά και η αντιπολιτευτική αφλογιστία και συμπόρευση με την κυβέρνηση της Ν.Δ. στις βασικές επιλογές για την πορεία της χώρας (ΝΑΤΟ, εθνικά, πανδημία κ.ά.).
Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει τόσο ως κυβερνητικός πόλος, με τη γραμμή της απλής αναλογικής να τον εγκλωβίζει προεκλογικά στην προοπτική προοδευτικής κυβέρνησης αρχικά, συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ μετά, κυβέρνησης μειοψηφίας κατόπιν κ.ο.κ., όσο και ως πόλος συσπείρωσης της δυσαρέσκειας με τη στείρα αντιδεξιά (κυρίως ρηχή και φτηνή αντιμητσοτακική) γραμμή να μην δημιουργεί επί της ουσίας όρους αντιπολίτευσης. Και έτσι πλέον για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σημαντικό ζήτημα η διατήρηση της δεύτερης θέσης –χωρίς περαιτέρω πτώση αν αυτό είναι δυνατόν– γιατί πια παίζεται το ποιο κόμμα θα είναι στην ηγεσία της κεντροαριστεράς και άρα θα μπορεί από θέση ισχύος να ορίσει το πολιτικό παιχνίδι σε αυτόν τον χώρο.
Παρόλα αυτά, η Κουμουνδούρου δεν ξεκίνησε καλά αυτή τη μάχη. Η μετεκλογική επίθεση προς τον λαό για τη ψήφο του από μέλη και φίλους του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τα αδιέξοδα και την απόσταση που αυτός έχει από την κοινωνική πλειοψηφία. Το «Μητσοτάκη γ@%^&αι» δίνει τη θέση του στο «τι ψηφίσατε ρε μαλάκες» χωρίς καμιά διάθεση αυτοκριτικής. Το κλίμα αυτό αποτυπώθηκε και στην κεντρική γραμμή του κόμματος, με τον Τσίπρα να εξαγγέλλει ένα άλμα προς τα εμπρός για τη μάχη των επόμενων εκλογών, πάλι με την ίδια αδιέξοδη γραμμή (και μάλιστα με δυσχερέστερο συσχετισμό). Επιλογή, με το βλέμμα στραμμένο στον συσχετισμό στην ευρύτερη κεντροαριστερά, και το εσωκομματικό μπάχαλο, και όχι στις πραγματικές ανάγκες της χώρας – κάτι που μπορεί να στοιχίσει πολύ ακριβά.
Το ΠΑΣΟΚ απορροφά σημαντικό μέρος της διαρροής ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Με ποσοστό 11,46%, το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη, ανασυστήνεται ως μετρήσιμος πόλος, φιλοδοξώντας να απειλήσει την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της κεντροαριστεράς αφού θεωρεί ότι αυτή τη στιγμή έχει το μομέντουμ. Έχοντας διατηρήσει τους μηχανισμούς σε συνδικαλισμό και τοπική αυτοδιοίκηση, το ΠΑΣΟΚ καταφέρνει να επανασυσπειρώσει σημαντικές δυνάμεις, ειδικά στην επαρχία. Η εικόνα αυτή, ανοίγει την όρεξη σε διάφορους κύκλους για πλήρη συστημική παλινόρθωση του προ-μνημονιακού δικομματισμού, με στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και τις Ν.Δ. όπως και μερίδα των ΜΜΕ, να δίνουν το σήμα για πιθανή ανατροπή των συσχετισμών στην κεντροαριστερή πολυκατοικία στις επόμενες εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, οι μετεκλογικοί πανηγυρισμοί Ανδρουλάκη, η μονότονη αναφορά στη δημοκρατική παράταξη χωρίς κανένα προγραμματικό περιεχόμενο, εγγυώνται πως η επαναφορά αυτή δεν θα γεννήσει καμία εναλλακτική και θα διατηρήσει την όποια κεντροαριστερά ως συμπληρωματική δύναμη της κυβέρνησης Ν.Δ.