Του Κώστα Μελά

Οι ελληνικές κυβερνήσεις, διαχρονικά, αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στις εκθέσεις των πολυμερών οργανισμών για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας: Υπερακοντίζουν ό,τι θετικό υπάρχει (αν υπάρχει) και σχεδόν εξαφανίζουν κάθε δυσμενές.

Δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση και η πρόσφατη Έκθεση για την Ενισχυμένη Εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η κυβέρνηση πανηγύρισε για την πρόταση της Ε.Ε. να τελειώσει το καθεστώς της Ενισχυμένης Εποπτείας στις 21 Αυγούστου, εφόσον το Eurogroup του Ιουνίου ανάψει το «πράσινο φως». Βεβαίως δεν ειπώθηκε ότι η Ελλάδα θα περάσει στο καθεστώς της μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, όπου εντάχθηκαν όλες οι χώρες οι οποίες μπήκαν σε πρόγραμμα (Κύπρος, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία) έως ότου εξοφλήσει το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έλαβε, περίπου το 2059. Αντί για έλεγχο ανά τρίμηνο, η μεταπρογραμματική παρακολούθηση προβλέπει έλεγχο ανά εξάμηνο και γενικά θεωρείται πιο χαλαρή…

Η ΠΡΟΤΑΣΗ της Ε.Ε., στηρίζεται πρωταρχικά, στο κατά πόσον η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει. Και αυτές οι υποχρεώσεις κυρίως αφορούσαν σε μεταρρυθμίσεις της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο σχεδόν του πλαισίου λειτουργίας της: Στις αγορές εργασίας, χρήματος, αγαθών, αλλά και αυτής καθ’ αυτής της λειτουργίας του κράτους (δικαιοσύνη, παιδεία…) και βεβαίως την πρόοδο των ιδιωτικοποιήσεων.

Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε εδώ ότι το ιδεολογικό πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων διέπεται από τις νεοφιλελεύθερες απόψεις που ταλανίζουν το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών.

Η Ελλάδα με βάση την 14η έκθεση αξιολόγησης των θεσμών δεν έχει ακόμη εκπληρώσει στο σύνολό τους τις δεσμεύσεις που ανέλαβε. Γι’ αυτό θα επιχειρηθεί να ολοκληρωθούν έως τον Οκτώβριο προκειμένου να αποφασιστεί η εκταμίευση της δόσης των 748 εκατ. ευρώ που εκκρεμεί από το καλοκαίρι του 2019.

Όσον αφορά τις δεσμεύσεις που πρέπει να ολοκληρώσει η Ελλάδα για να λάβει τη δόση που εκκρεμεί, έχει περιθώριο έως τότε για να ολοκληρώσει μια σειρά δεσμεύσεων οι οποίες σχετίζονται με εκείνες που είχαν αναληφθεί από τον Ιούνιο του 2018 και αφορούν, μεταξύ άλλων, την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες, την πρόοδο στο clawback, στο σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, στο φορέα ακινήτων, στις υποθέσεις του Ν. Κατσέλη, στο Κτηματολόγιο και στους δασικούς χάρτες, αλλά και βήματα για το Υπερταμείο και στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων.

ΟΜΩΣ, τα πλέον σημαντικά και δυσμενή στοιχεία για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, που περιλαμβάνει η έκθεση, ουσιαστικά αποκρύβονται. Πρόκειται για ζητήματα που υποτίθεται ότι θα είχαν λυθεί με την επιβολή των μνημονίων, αλλά εξακολουθούν να είναι παρόντα. Το σημαντικότερο σημείο της έκθεσης είναι ότι εντοπίζει με σαφήνεια ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Τα προβλήματα που αναδεικνύει η Κομισιόν είναι τα εξής: υψηλό δημόσιο χρέος, επίμονο έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου, υψηλή ανεργία, χαμηλός ρυθμός δυνητικής ανάπτυξης και υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων. Τα προβλήματα αυτά είναι οι εκφάνσεις σειράς προβλημάτων που χαρακτηρίζουν για χρόνια την ελληνική οικονομία.

Συνοπτικά για το καθένα από τα παραπάνω η έκθεση αναφέρει:

1. Πέρα από το ότι η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο λόγο ΔΧ/ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και τις σχετικές ρυθμίσεις για τα επιτόκια και το μέγιστο ύψος ακαθάριστων αποπληρωμών κ.λπ., στην έκθεση τονίζεται ότι για να παραμείνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος η Ελλάδα θα πρέπει μεσοπρόθεσμα να πετύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Σύμφωνα με την έκθεση των θεσμών, στο βασικό σενάριο, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται σε περίπου 31,6% το 2060. Ωστόσο, με βάση το εν λόγω σενάριο, η Ελλάδα θα πρέπει το διάστημα 2023-2060 να καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα που σε μέσα επίπεδα θα είναι στο 2,6% του ΑΕΠ έναντι 2,2% του ΑΕΠ που προβλεπόταν έως τώρα. Όπως τονίζεται η αύξηση του στόχου για τα πλεονάσματα επελέγη ώστε να καθίσταται βιώσιμο το χρέος, δεδομένου του προβλεπόμενου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου για το 2023 και των παραδοχών για το κόστος της δημογραφικής γήρανσης.

2. Η εξωτερική θέση της χώρας παραμένει εξαιρετικά δυσμενής. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το 2021 διαμορφώθηκε στο 5,9% (2020: 6,6%), υστερεί σε σχέση με το απαιτούμενο επίπεδο προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία στη διεθνή θέση της χώρας και δεν θα βελτιωθεί ούτε το 2022, και λόγω της ενεργειακής κρίσης που πλήττει την Ελλάδα περισσότερο από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Επίσης η Ελλάδα κατέγραψε το 2020 -1, την υψηλότερη αρνητική Καθαρή Διεθνή Επενδυτική Θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ στην E.E.

3. Για την ανεργία σημειώνεται ότι παραμένει μια από τις υψηλότερες στην Ε.Ε., παρά την υποχώρησή της στο 14,7% το 2021.

4. Ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα που σημειώνει η έκθεση, η χαμηλή δυνητική μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται στις χαμηλότατες επενδύσεις (η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του πλανήτη αναφορικά με τον λόγο ΑΣΠΚ/ΑΕΠ), στο μικρό ποσοστό, εξ όσων πραγματοποιούνται, παραγωγικών επενδύσεων που συμπαρασύρει και την παραγωγικότητα της οικονομίας (δες γράφημα).

5. Παρά τη μείωση στο 12,0%, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μ.ο. 2,1%) και επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και τη δυνατότητά τους να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2021 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 27,5 δισ. ευρώ (λόγω της αξιοποίησης του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων, γνωστού με την ονομασία «Ηρακλής»).

Επίσης, τα δάνεια που διαγράφτηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών, παραμένουν στην οικονομία, σημειώνει η έκθεση, που κάνει αναφορά στην ανάγκη να βελτιωθεί η κουλτούρα πληρωμών (βλέπε πλειστηριασμοί). Επισημαίνεται ότι το ποσοστό κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, 15%, είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη, η ποιότητα του κεφαλαίου τους είναι χαμηλή λόγω της υψηλής συμμετοχής του αναβαλλόμενου φόρου, ενώ η συμμετοχή των ομολόγων στο ενεργητικό τους αυξήθηκε στο 8,5%, κάτι που σημαίνει ότι είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους. Επίσης, η κερδοφορία τους είναι πιθανό να επηρεαστεί αρνητικά από την αύξηση των επιτοκίων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!